Άρθρα-Συνεργασίες
Ο δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος και η συνθήκη του Βουκουρεστίου- Του Βασίλη Μπεκίρη
Οριστική διανομή των εδαφών
Δημοσιεύθηκε
3 έτη πρνστις

Η Συνθήκη Ειρήνης η οποία υπεγράφη στο Λονδίνο στις 17 Μαΐου 1913, μεταξύ των συμμάχων, των Βαλκανικών χωρών και της Τουρκίας, έθεσε τέρμα στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο και ευνοούσε σημαντικά τη Βουλγαρία. Αντίθετα, η Ελλάδα, η Σερβία και το Μαυροβούνιο είχαν αδικηθεί πάρα πολύ από τη διανομή των εδαφών. Ειδικότερα η Ελλάδα είχε αδικηθεί στην περιοχή της Μακεδονίας, αλλά περισσότερο ήταν αβέβαιη η τύχη των νησιών του Αιγαίου πελάγους και της Βορείου Ηπείρου.
H ΠΛΕΟΝΕΞΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ
Εκείνο όμως που είχε στενοχωρήσει περισσότερο τους συμμάχους αλλά και τη Ρουμανία, η οποία δεν είχε συμμετάσχει στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, ήταν η πλεονεξία της Βουλγαρίας που είχε ανησυχήσει όλους τους πρώην συμμάχους. Έτσι, μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης στο Λονδίνο για τον τερματισμό του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, στην ουσία άρχιζε ένας δεύτερος πόλεμος, ο οποίος ανεξάρτητα από τις θυσίες και τα ανθρώπινα θύματα υπήρξε ευεργετικός για την Ελλάδα.
Βέβαια, οι διαθέσεις των Βουλγάρων είχαν φανεί από την αρχή των εχθροπραξιών, όπου παραβλέποντας άλλα μέτωπα και άλλες διεκδικήσεις, εκινούντο προς τη Θεσσαλονίκη με στόχο να την κατακτήσουν.
ΙΔΙΑ «ΓΡΑΜΜΗ» ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΕΡΒΟΥΣ
Πρέπει εδώ να επισημάνουμε, ότι τα ίδια αισθήματα έναντι των Βουλγάρων είχαν και οι Σέρβοι. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε μια προσέγγιση και έτσι στις 22 Απριλίου 1913 υπεγράφη μεταξύ Ελλάδας και Σερβίας ένα προκαταρκτικό πρωτόκολλο συμμαχίας μεταξύ των δύο χωρών. Βέβαια η επίσημη Συνθήκη καθυστέρησε να υπογραφεί και υπεγράφη στις 19 Μαΐου 1913, διότι οι Σέρβοι ήθελαν να βοηθήσει η Ελλάδα τη Σερβία και στην περίπτωση που υποστεί επίθεση από την Αυστροουγγαρία. Τελικά η Ελλάδα εδέχθη και εκείνον τον όρο, διότι ήθελε οπωσδήποτε τη συμμαχία με τη Σερβία. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε, ότι η Ελλάδα υπέγραψε τον όρο για την Αυστροουγγαρία αποφασισμένη να μην τηρήσει τον όρο αυτό, διότι σε μια τέτοια σύρραξη θα αναμειγνύονταν οι μεγάλες Δυνάμεις, όπως και έγινε το καλοκαίρι του 1914.
Πρέπει επίσης να επισημάνουμε, ότι την περίοδο εκείνη είχε συσταθεί μια μεικτή επιτροπή εκ μέρους των συμμάχων, για την επίλυση των διαφορών. Όμως μπροστά στην αδιαλλαξία των Βουλγάρων η επιτροπή διέκοψε τις εργασίες της. Η διακοπή των εργασιών της επιτροπής οδήγησε σε θερμά επεισόδια, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα να οξύνουν την κατάσταση. Βέβαια, η αρχή έγινε στο 14ο χιλιόμετρο της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης-Αλεξανδρούπολης, διότι οι Βούλγαροι ήθελαν να ελέγχουν μόνοι τους την κατάσταση. Μετά από αυτό το γεγονός ακολούθησαν τα γεγονότα στην Αριδαία και τη Νεγρίτα με αποκορύφωμα τις μάχες που δόθηκαν στα χωριά του Παγγαίου, όπου και οι δύο αντίπαλες πλέον χώρες να έχουν σημαντικές απώλειες σε ανθρώπινες ψυχές.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Ενώ συνέβαιναν τα ανωτέρω περιστατικά άρχισαν να μεταφέρονται μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις στη Μακεδονία από άλλες περιοχές της Βουλγαρίας. Υπολογίζεται ότι ο Βουλγαρικός στρατός που είχε συγκεντρωθεί εκείνη την περίοδο από Δοϊράνη μέχρι Καβάλα, ανήρχετο σε 70.000 άνδρες.
Το γεγονός αυτό ανάγκασε την Ελληνική πλευρά να εγκαταστήσει το Γενικό Στρατηγείο στη Θεσσαλονίκη και να συγκεντρώσει ολόκληρο τον Ελληνικό στόλο στον κόλπο του Ορφανού.
Πρέπει εδώ να σημειώσουμε, ότι στα μέσα Μαΐου 1913, με πρόταση των Βουλγάρων, χαράχθηκε μία γραμμή διαχωρισμού ανάμεσα στους Έλληνες και τους Βούλγαρους, η οποία άρχιζε από τη λίμνη Δοϊράνης, περνούσε από τη λίμνη Αχινού και την κορυφογραμμή του Παγγαίου, για να καταλήξει στο λιμάνι των Ελευθέρων. Και εδώ όμως παρατηρήθηκε το εξής φαινόμενο: ενώ οι Έλληνες συμμορφώθηκαν και πέρασαν πίσω από τη γραμμή, οι Βούλγαροι κωλυσιεργούσαν προβάλλοντας διάφορες προφάσεις στις διαμαρτυρίες των Ελλήνων. Μετά από όλα τα ανωτέρω και ενώ οι Βούλγαροι εξακολουθούσαν να παραβιάζουν τις συμφωνίες, οι Έλληνες άρχισαν να συγκεντρώνουν τον στρατό, έτοιμοι για παν ενδεχόμενο. Έτσι, στις 15 Ιουνίου, η δύναμη του Ελληνικού στρατού έφτασε στις 109.000 άνδρες στη Μακεδονία και στις 25.000 στην Ήπειρο. Παράλληλα τοποθετήθηκε απέναντι στον Ελληνικό στρατό και ο Βουλγαρικός και όλα σχεδόν ήταν έτοιμα για έναν νέο Βαλκανικό Πόλεμο.
Μετά από όλα τα ανωτέρω και συγκεκριμένα στις 16 Ιουνίου 1913, οι Βούλγαροι επετέθησαν ταυτόχρονα κατά των δύο συμμάχων, δηλαδή κατά της Ελλάδας και της Σερβίας, χωρίς προηγουμένως να κηρύξουν πόλεμο, με στόχο να καταλάβουν όσο το δυνατόν περισσότερα εδάφη πριν προφθάσουν οι Μεγάλες Δυνάμεις.
Κατόπιν από τις ανωτέρω εξελίξεις η Ελληνική Κυβέρνηση ομόφωνα αποφάσισε να επιτεθεί σε όλα τα μέτωπα και ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος, ως Αρχιστράτηγος, να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη.
Και ενώ οι Βούλγαροι επετέθησαν πρώτοι, διαμαρτυρήθηκαν στις Μεγάλες Δυνάμεις ότι εδέχθησαν επίθεση από τους Έλληνες και τους Σέρβους. Μετά από τα ανωτέρω ο Ελληνικός στρατός εξουδετέρωσε τον Βουλγαρικό στρατό που ευρίσκετο στη Θεσσαλονίκη, αφού είχε περάσει άπρακτη η προθεσμία που είχαν θέσει οι Έλληνες για οικειοθελή αποχώρηση από τη Θεσσαλονίκη.
Η ΠΡΟΕΛΑΣΗ ΠΡΟΣ ΚΙΛΚΙΣ-ΛΑΧΑΝΑ
Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν στις 19 Ιουνίου 1913 άρχισε η ακάθεκτη προέλαση του Ελληνικού στρατού προς το μέτωπο Κιλκίς-Λαχανά, όπου είχαν εγκατασταθεί αμυντικά οι Βουλγαρικές δυνάμεις.
Βέβαια, στην πορεία ο Ελληνικός στρατός ξεπέρασε τις πρώτες αντιστάσεις και το βράδυ της ίδιας ημέρας έφθασε προ του κυρίου όγκου του Βουλγαρικού στρατού δεχόμενος τα ισχυρά πυρά του Βουλγαρικού πυροβολικού. Η επίθεση των Ελλήνων συνεχίσθηκε και το πρωί της επόμενης ημέρας καταλαμβάνοντας την πόλη της Νιγρίτας. Αποφασιστικής σημασίας ήταν η μάχη της 21 Ιουνίου 1913, όταν ο Βουλγαρικός στρατός εκδιώχθηκε από την περιοχή του Κιλκίς και από εκεί άρχισε η καταδίωξή του, χωρίς να ολοκληρωθεί διότι οι στρατιώτες ήσαν κουρασμένοι και εξαντλημένοι μετά από τρεις ημέρες συνεχών μαχών και καταδιώξεις του εχθρού. Εδώ βέβαια θα ήταν ολοκληρωτική η καταστροφή του Βουλγαρικού στρατού, εάν η VII Μεραρχία δεν αδρανούσε και έπιανε έγκαιρα το γεφύρι του Στρυμόνα από όπου πανικόβλητοι φεύγοντας περνούσαν οι Βούλγαροι στρατιώτες με προορισμό της Σέρρες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο έληξαν οι μάχες του Κιλκίς και Λαχανά με πλήρη επικράτηση των Ελληνικών δυνάμεων.
Βέβαια, ήταν βαρύς ο φόρος αίματος και των δύο πλευρών. Οι Βούλγαροι είχαν βαρύτερες απώλειες, ο ακριβής αριθμός δεν εγνώσθη. Από πλευράς Ελλήνων είχαμε 9.000 νεκρούς και μεταξύ αυτών πολλοί Αξιωματικοί.
Η ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ
Μετά τις δύο μεγάλες επιτυχίες του Ελληνικού στρατού στο Κιλκίς και Λαχανά, συνεχίσθηκε η μεγάλη προέλαση των Ελλήνων, ενώ οι Βούλγαροι συνεχώς υποχωρούσαν, προσπαθώντας να αντισταθούν σπασμωδικά. Έτσι, στις 23 Ιουνίου 1913 δύο Ελληνικές Μεραρχίες επετέθησαν εναντίον των Βουλγάρων, που είχαν οχυρωθεί στα υψώματα δυτικά της λίμνης Δοϊράνης, ενώ οι υπόλοιπες δυνάμεις εκινήθησαν προς τα ανατολικά της λίμνης. Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι η καθυστέρηση της μίας Μεραρχίας έδωσε την ευκαιρία στον Βουλγαρικό στρατό να συγκεντρώσουν τα πυρά τους σε κάθε μία από τις δύο Μεραρχίες χωριστά, με αποτέλεσμα να υποστεί ο Ελληνικός στρατός σοβαρές απώλειες. Παρά ταύτα, η ορμή των επιτιθέμενων Ελλήνων παρέσυρε τον εχθρό και τον ανάγκασε να υποχωρήσει άτακτα, παίρνοντας μαζί τους ομήρους τον Μητροπολίτη Δοϊράνης και άλλους τριάντα προκρίτους της περιοχής.
Στην πορεία ο Ελληνικός στρατός συνέχισε να προελαύνει προς Βορρά αναγκάζοντας τους Βούλγαρους σε συνεχείς υποχωρήσεις. Έτσι, στις 26 Ιουνίου 1913 ελευθέρωσε τη Στρώμνιτσα και την επομένη το Σιδηρόκαστρο. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε, ότι πριν αποχωρήσουν από το Σιδηρόκαστρο, εκτός από τις μεγάλες λεηλασίες, έσφαξαν τον Μητροπολίτη και πάνω από 100 κατοίκους της περιοχής.
Παράλληλα όμως με τον στρατό δρούσε και το πολεμικό ναυτικό. Έτσι, στις 26 Ιουνίου άγημα του αντιτορπιλικού «Δόξα» κατέλαβε την Καβάλα λίγες ώρες μετά την αποχώρηση των Βουλγάρων. Συνεχίζοντας τις επιτυχίες του ο Ελληνικός στρατός, στις 28 Ιουνίου απελευθέρωσε τις Σέρρες και την 1η Ιουλίου 1913 τη Δράμα. Στη συνέχεια απελευθέρωσε ο Ελληνικός στρατός το Δοξάτο, όπου φεύγοντας οι Βούλγαροι διέπραξαν μεγάλες κτηνωδίες εις βάρος των κατοίκων της περιοχής.
ΟΙ ΠΙΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΡΩΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΣΕΡΒΙΑ
Και ενώ ο Ελληνικός στρατός προελάμβανε νικηφόρα σε όλα τα μέτωπα, η σύμμαχος Σερβία υπέκυψε σε πιέσεις της Ρωσίας και της Αυστρίας, ανέστειλε μερικώς τις πολεμικές δραστηριότητες εναντίον των Βουλγάρων, με συνέπεια οι Βούλγαροι να μεταφέρουν τις δυνάμεις τους στα μέτωπα του Ελληνικού στρατού.
Πρέπει εδώ να επισημάνουμε, ότι από την αρχή του πολέμου οι Βούλγαροι είχαν υποτιμήσει τις δυνατότητες του Ελληνικού στρατού και είχαν διαθέσει τις μεγαλύτερες δυνάμεις τους στο μέτωπο με την Σερβία. Εν τω μεταξύ, η Ρουμανία βλέποντας τις ήττες της Βουλγαρίας στο μέτωπο της Ελλάδας, κήρυξε στις 27 Ιουνίου 1913 τον πόλεμο εναντίον της Βουλγαρίας. Έτσι, ο Ρουμανικός στρατός προχώρησε χωρίς σχεδόν αντίσταση και έφθασε 40 χιλιόμετρα έξω από τη Σοφία.
Στην πορεία ο Ελληνικός στρατός συνέχισε να προελαύνει προς την καρδιά της Βουλγαρίας. Μάλιστα, στα στενά της Κρέσνας, που ανοίγουν το δρόμο προς τη Σοφία, έγιναν στις 8-11 Ιουλίου μεγάλες μάχες με νικητή τον Ελληνικό στρατό.
Στο μεταξύ ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος, βλέποντας ότι ο στρατός είχε φθάσει στα όρια της αντοχής και λαμβάνοντας υπόψη την αδράνεια των Σέρβων, πρότεινε στον Βενιζέλο να ανακαινίσει και πάλι το θέμα της ανακωχής, αν και δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που είχαμε αρνηθεί μη υποκύπτοντας στις πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων.
Από την πλευρά τους οι Τούρκοι, επωφελούμενοι της άσχημης κατάστασης στην οποία ευρίσκοντο οι Βούλγαροι, πέρασαν τη συνοριακή γραμμή του Αίνου-Μήδειας και ανακατέλαβαν στις 9 Ιουλίου 1913 την Ανδριανούπολη.
Τι προέβλεπε η συνθήκη
Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος έληξε με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου την 28 Ιουλίου 1913 και έκανε δεκτή την πρόταση της Ρουμανίας για προσωρινή ανακωχή και χάραξη των συνόρων μεταξύ των εμπολέμων χωρών. Επικεφαλής της Ελληνικής αντιπροσωπείας ήταν ο Πρωθυπουργός, Ελευθέριος Βενιζέλος. Είναι γεγονός ότι η Συνθήκη του Βουκουρεστίου δημιούργησε μία νέα κατάσταση πραγμάτων στην περιοχή των Βαλκανίων.
Έτσι η Ελλάδα προσάρτησε τη Μακεδονία με τη Θεσσαλονίκη και την Καβάλα μέχρι τις εκβολές του Νέστου ποταμού, τη Νότια Ήπειρο και την Κρήτη. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε, ότι στο θέμα της Καβάλας υπήρξε εμπλοκή και η παραχώρηση στην Ελλάδα έγινε με προσωπική παρέμβαση του Κάϊζερ υπέρ της Ελλάδας. Βέβαια η Ελλάδα απαιτούσε τα σύνορα να χαραχθούν στην περιοχή της Αλεξανδρούπολης ή έστω του Πόρτο Λάγος.
Τελικά η διάσκεψη καθόρισε ότι η Ελληνοβουλγαρική γραμμή περνώντας από την κορυφογραμμή Κερκίνης (Μπέλες) θα κατέληγε στις εκβολές του Νέστου. Αν και η επιτυχία της Ελλάδας ήταν αναμφίβολη, έμεινε σε εκκρεμότητα η Βόρεια Ήπειρος, τα νησιά του Αιγαίου πελάγους και το καθεστώς του Αγίου Όρους.
Με την ίδια Συνθήκη η Σερβία προσάρτησε τη Βόρεια Μακεδονία, με το Μοναστήρι, τα Σκόπια και τη Στρώμνιτσα. Η Βουλγαρία απέκτησε έξοδο στο Αιγαίο μεταξύ Αλεξανδρούπολης και Πόρτο Λάγος, ενώ η Βουλγαρία με την επίθεση που έκανε στον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο κράτησε την Ανατολική Θράκη και την Ανδριανούπολη. Η Ρουμανία επίσης τακτοποίηση προς όφελός της όλες τις συνοριακές διαφορές που είχε με τη Βουλγαρία στην περιοχή της Δροβουτσάς, ενώ η Αλβανία έγινε ανεξάρτητο κράτος, στο οποίο περιελήφθη η Βόρειος Ήπειρος. Τέλος, τα νησιά του Αιγαίου πελάγους απεδόθησαν στην Ελλάδα ένα χρόνο αργότερα με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, 13 Φεβρουαρίου 1913, ενώ τα Δωδεκάνησα παρέμειναν υπό Ιταλική κατοχή.
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΜΠΕΚΙΡΗ
(ΠΡΩΗΝ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ)