Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024
Connect with us

Πολιτισμός

«Η Συνάντηση»  του Κωστή Παλαμά και της Ματθίλδης Σεράο

Το τελευταίο  μέρος του μονόπρακτου θεατρικού έργου της Πατρινής φιλολόγου, Νικολέττας Κατσιδήμα Λάγιου  

Δημοσιεύθηκε

στις

Η  «Γνώμη»  φιλοξενεί  σήμερα το τρίτο και τελευταίο μέρος του μονόπρακτου θεατρικού έργου της Πατρινής Νικολέττας Κατσιδήμα Λάγιου  «Η Συνάντηση».

Πρόκειται για έναν διάλογο στο πλαίσιο μιας συνάντησης, η οποία ιστορικά δε συνέβη ποτέ, μεταξύ του εθνικού μας ποιητή Κωστή Παλαμά και της λογοτέχνιδας Ματθίλδης Σεράο, στο σπίτι που γεννήθηκαν κι έζησαν τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, εδώ στην Πάτρα ( Κορίνθου 241).

Στη σκιά του Α’ παγκοσμίου πολέμου και της ισπανικής γρίπης (1918) οι δύο ήρωες, μέσα κυρίως από μοναχικούς μονολόγους, ξεδιπλώνουν βαθιά κρυμμένες θύμησες και συναισθήματα νοσταλγίας, πόνου και συντριβής, αναζητώντας τη λύτρωση στην  επιστροφή όχι τόσο στο σπίτι των παιδικών τους αναμνήσεων, όσο στη χαμένη για πάντα αθωότητα…

του πρώτου ορόφου της νεοκλασικής οικίας. Σούρουπο. Η επίπλωση είναι σύμφωνη με τη μόδα των αρχών του 20ου αιώνα.)

 

Γ’ ΜΕΡΟΣ (ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ)

Παλαμάς

Ακόμα κι όταν περίμενα Ματθίλδη ήξερα. Το ένοιωθα πως ήταν κάτι άλλο εκείνος ο μισεμός. Ήθελα όμως να με βλέπει η γιαγιά Ατλάνη. Αν ήξερε πως είχα επίγνωση, τόσο μικρό, τόσο αθώο παιδάκι, της ορφάνιας μου, δε θα το άντεχε. Θα την τσάκιζε ο πόνος μου. Της ήταν λιγότερο οδυνηρό το παράπονο μου που δε με πήρανε μαζί τους στο ωραίο ταξίδι αφού έκρυβε την ελπίδα ότι θα ‘ρθούνε. Πόσες φορές η λάθος πίκρα, η λάθος ελπίδα δεν είναι πιο γλυκιά απ’ την αλήθεια!. Κι έπεισα τον εαυτό μου πως τη γέλασα τη γιαγιά κι ότι πέθανε ήσυχη πως δε με τσάκισε το αναπότρεπτο του θανάτου. Ίσως κιόλας η δικιά μου αναμονή να την έκανε να ξεχνά αυτό το αναπότρεπτο. Πόσο απαραίτητο είναι το ψέμα για να ζήσει κανείς. Και να πεθάνει. Πόσο ευλογημένο. Η βαθιά, ανίκητη λαχτάρα για επιβίωση το διάλεξε για συνοδοιπόρο. Και προχωρούν μαζί με ειλικρίνεια. Ξέρει η φριχτή πραγματικότητα ότι έχει για συντροφιά μια διαστρέβλωση της, ένα δημιούργημα του νου για την αυτοπροστασία του. Μα και το ψέμα δεν κρύφτηκε ποτέ, δεν διεκδίκησε πρόσωπο που ούτως ή άλλως ποτέ δεν είχε. Είχα ένα γειτονόπουλο που σκοτώθηκε στο μέτωπο. Κι η μάνα του κάθε πρωί του έλιαζε τα σεντόνια και του μαγείρευε. Το απόγευμα πήγαινε στον τάφο του κι άναβε το καντήλι. Πάω να μαζέψω χόρτα για τον μαυρομάτη μου, μου είπε μια μέρα όταν είδε πως την κοίταγα θλιμμένος. Κι ήταν χαρούμενη με την έγνοια του. Δεν ήταν τρελή, απλά βρήκε έναν τρόπο να μην τρελαθεί. Κι όταν έβλεπε να πεταρίζει κοντά στη λάμπα, μαγνητισμένη, καμιά αχνή πεταλουδίτσα, έκανε το σταυρό της κι ευχαριστούσε το Θεό που της έστειλε την ψυχή του μαυρομάτη της.

 

Σεράο

Πόσα παληκάρια σαπισμένα στα χαρακώματα! Κι εμείς να μιλάμε για το σπίτι. Μ’ έπνιγε ο πόνος να καταγράφω κάθε μέρα τη δυστυχία και τώρα τον θλιβερό νεκρώσιμο απόηχο της. Πότε επιτέλους θα γράψουμε για τον έρωτα, για τη χαρά, για τη ζωή! Όχι όμως στα διηγήματα. Εκεί είναι τόσο εύκολο να βρεις έναν ερωτευμένο νέο, το Σιμόνε για παράδειγμα, και μια μικρή ελληνίδα, την Παρθενόπη, με πρόσωπο αρχαίας θεάς. Είναι τόσο εύκολο στο όνειρο να αγαπιούνται, να επιζητούν τη φυγή προδομένοι απ’ τα «όχι» της μοίρας. Είναι τόσο εύκολο να ζουν στην «la cita dell’ amore ». Κουράστηκα να δραπετεύω συνεχώς με τ’ όνειρο. Κουράστηκα να αντέχω. Δεν υπάρχουν πια πόλεις του έρωτα, μόνο πόλεις του θρήνου. Οι ζωές μας τσακίστηκαν στα πεδία των μαχών και πασχίζουμε σιγά σιγά να σηκωθούμε πάλι από τη λάσπη. Κάθε λέξη μας στο χαρτί ανάμνηση μιας ξιφολόγχης μπηγμένης σε τρυφερή σάρκα. Τώρα κατάλαβα. Το καράβι για εδώ ήταν η φυγή απ’ το αίμα. Μόνο που απ’ το αίμα δεν ξεφεύγει ποτέ κανείς. Η πηχτή του ανάσα μάς έχει σημαδέψει. Κουβαλάμε μέσα μας όλες αυτές τις χαμένες ζωές που δεν πρόλαβαν να γευτούν λίγο ήλιο, ένα στρογγυλό στήθος, το όλο εμπιστοσύνη άγγιγμα ενός μωρού. Νικητές και χαμένοι. Το μελάνι στους χάρτες, πόσο ακριβά το πληρώσαμε. Φοβάμαι Κωστή! Μαύρα πουλιά βλέπω στον ύπνο μου να γκρεμίζουν το σταυρό από ένα ξωκκλήσι. Κρώζουν φριχτά και με τα νύχια τους ξεσκίζουν το ξύλο. Τρυπούν τα μάτια των Αγίων με τα ράμφη τους, ρίχνουν τη βαριά σκιά τους καθώς ζυγιάζονται πάνω απ’ τη βρεφοκρατούσα του τέμπλου. Το κακό έρχεται… Θα ξηλωθεί η Χριστιανοσύνη Κωστή, μακριά από δω αλλά τόσο μέσα μας . Θεέ μου δεν μπορώ, δεν θέλω να σκέφτομαι. Κάθε σκέψη κι ένας φόβος. Απ’ το φόβο δραπέτευσα. Κάποιοι δεν χρειάζονται τη φυγή. Είναι η ζωή γι’ αυτούς κάτι αναπόφευκτα σκληρό. Γεννήθηκαν αποφασισμένοι ν’ αντέξουν. Κι αν κλαίνε τη μια στιγμή, την άλλη κάτι αστείο τραβά την προσοχή τους και γελάνε, ενώ το δάκρυ δεν έχει προλάβει να κυλήσει ως κάτω το μάγουλο τους. Και πάλι μετά θλίψη και πάλι χαρά. Εφήμερα όλα. Χωρίς ελπίδα κι άρα χωρίς φόβο. Ελεύθεροι! Ελεύθεροι!

 

Παλαμάς

Δε τη θέλω αυτή την ελευθερία. Της λείπει το βάθος. Θέλω να αισθάνομαι ως το τέλος, να απελπίζομαι ως το τέλος, να αγαπάω ως το τέλος. Όταν αιμορραγεί η πατρίδα μου, θέλω να αιμορραγώ κι εγώ. Μόνο επιλέγοντας τις φυλακές σου ελευθερώνεσαι πραγματικά. Και μόνο έτσι, ελεύθερος, γίνεσαι άνθρωπος. Αλλιώς είσαι δούλος. Αφού είναι αλήθεια ότι η ζωή δεν είναι παρά μια χοντρή αλυσίδα, η ελευθερία τελικά δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο απ’ το να έχεις επιλέξει εσύ την αλυσίδα σου. Θυμάμαι μια γύφτισσα στα Ψηλαλώνια. Με πήγαινε βόλτα καμιά φορά εκεί η γιαγιά. Καθόταν σταυροπόδι χαμένη μέσα σ’ όλη εκείνη τη φασαρία των πολύχρωμων φορεμάτων της κι έξυνε τις σκληρές, κατάμαυρες φτέρνες της μ’ ένα μαχαίρι.

Τριγύρω πέντε έξι γυφτόπουλα την τραβάγανε να σηκωθεί κι αυτή τα πρόγκαγε λες κι έδιωχνε ενοχλητικές μύγες. Άξαφνα το ένα σκόνταψε, έπεσε σε κάτι πέτρες κι άνοιξε τη μύτη του. Πετάχτηκε έντρομη, του σκούπισε με τα κουρέλια της τα αίματα, το φίλησε, του ‘δωσε κι ένα χαστούκι που δεν πρόσεχε. Μετά ξανακάθησε και συνέχισε να ξύνει τις φτέρνες της και να τα διώχνει σαν ενοχλητικές μύγες. Ήταν ελεύθερη μόνο μέσα στη φυλακή της.

 

Σεράο

Κανονικά θα έπρεπε να μας απελπίζει κάτι τέτοιο. Όμως ναι, η δυνατότητα επιλογής είναι μεγάλη πολυτέλεια. Για πολλά χρόνια ζούσα αμυνόμενη, τρέμοντας για το πότε και ποιο θα ήταν το επόμενο χτύπημα. Καμιά πρωτοβουλία, καμιά απόφαση. Ζούσα όσο πιο ήσυχα γινόταν, αθόρυβα να μην ξέρει ούτε η ίδια η ζωή ότι ζω. Και μέσα στην κρύπτη μου, όταν ακόμα και την ανάσα μου κράταγα για να μη δίνω στόχο, τα βέλη μ’ έβρισκαν. Ω, ευτυχία είναι να μη συμβαίνει τίποτα! Κάποιος μου είπε πως δεν την αξίζω. Τώρα καταλαβαίνω γιατί. Δεν είναι η ησυχία που ζητώ αποτέλεσμα σοφίας αλλά δειλία. Η μόνη επίθεση που τόλμησα είναι το εισιτήριο του πλοίου που έχω στην τσέπη μου. Νοιώθω γριά, Κωστή. Έχω χάσει την ικανότητα να ερωτεύομαι, γιατί έχω χάσει την ικανότητα να επιτίθεμαι, να ζω. Κι αν η ζωή καταντήσει μια αναμονή του θανάτου, τότε αυτός δεν αργεί. Δεν απογοητεύει κανέναν από εκείνους που τον προσκαλούν. Όλα είναι σα να τ’ αποχαιρετώ. Ίσως να ήρθα για να πω αντίο!

 

Παλαμάς

Είμαστε εδώ! Δεν υπάρχει αντίο. Μόνο η μεγαλειώδης στιγμή! Κοίτα αυτό το συρτάρι. Το ότι διέπλευσε το χρόνο ένα άψυχο ξύλο, το ότι ζει ενώ εκείνοι δεν ζουν! Εκείνοι έφυγαν! Κι αυτό να χλευάζει το χρόνο, να χλευάζει τη μοίρα, αδιάφορο, ανυποψίαστο, αταίριαστο με το παρόν. Κι ήρθε να με βρει από καθαρή ιδιοτροπία και ευσπλαχνία της τύχης. Δεν ξέρω τι απ’ τα δύο. Γλυκιά, φριχτή πληγή. Κυρίως γλυκιά. Ποτέ δεν υπάρχει αντίο. Μόνο απρόσμενες συναντήσεις με το πεπρωμένο. Θα το ανοίξω!… Τα γυαλιά του πατέρα! Πώς γίνεται τα άψυχα να έχουν ψυχή! Τα γυαλιά του πατέρα Ματθίλδη! Ακούω το βαρύ του βήμα! Ακούω το θρόισμα του φορέματος της μητέρας! Πλησιάζουν! Πλησιάζουν! Κοίτα Ματθίλδη. Στη λάμπα. Τις αχνές πεταλουδίτσες! Τις ψυχές!

(Σε μια υποφωτισμένη γωνιά του δωματίου εμφανίζεται ως φάντασμα η σκιά της γιαγιάς Ατλάνης.)

 

Γιαγιά Ατλάνη

Είδες πουλί μου που σου ‘λεγα να περιμένεις; Είδες; Ήρθανε τα γονικά σου απ’ το μακρινό ταξίδι! Ήρθανε ορφανό μου σπουργίτι και σου φέρνουνε χίλια καλά! Δε θα κάθεσαι πια στο στερνό κεφαλόσκαλο να κοιτάς με λαχτάρα τον άσπλαχνο δρόμο. Δε θα πληγώνει τα ματάκια σου η απουσία. Γείρε στην αγκαλιά μου, έφτασες πια στην πατρίδα σου!

 


Ροή ειδήσεων

Advertisement