Παρασκευή 19 Απριλίου 2024
Connect with us

Άρθρα-Συνεργασίες

Ο Κριμαϊκός Πόλεμος έφερε την… χολέρα που έπληξε Αθήνα και Πειραιά το 1854-Τα μέτρα για την επιδημία

Δημοσιεύθηκε

στις

Η σύγχρονη πανδημία μας προσφέρει μιαν ευκαιρία να μεταφερθούμε σε μιαν ανάλογη επιδημία τού 19ου αιώνα και να διαπιστώσουμε πώς αντιμετωπίστηκε από τις αρμόδιες αρχές τής εποχής, αλλά και από τον απλό κόσμο.

Συγκεκριμένα το 1854 επιδημία χολέρας έπληξε κυρίως τον Πειραιά και την Αθήνα. Η χολέρα είναι ένα νόσημα που προκαλείται από το βακτήριο δονάκιο (vibrio cholerae) και χαρακτηρίζεται από έντονη διάρροια, η οποία μπορεί να προκαλέσει σοβαρή αφυδάτωση. Οφείλεται στην κατανάλωση νερού, γάλακτος ή τροφών που έχουν μολυνθεί εξαιτίας των ανθυγιεινών τρόπων λειτουργίας των συστημάτων ύδρευσης και αποχέτευσης.
Η επιδημία προέκυψε ως εξής: Στο πλαίσιο τού Κριμαϊκού Πολέμου, τον Μάιο τού 1854 Άγγλοι και Γάλλοι στρατιώτες αποβιβάστηκαν στον Πειραιά και τον κατέλαβαν, με στόχο να ξεκαθαρίσουν στο παλάτι ότι πρέπει να σταματήσουν την δράση τους οι Έλληνες αντάρτες στην Θεσσαλία και την Ήπειρο, που τις κατείχαν ακόμη οι Τούρκοι.
Αυτό γιατί κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο η Ρωσία πολεμούσε εναντίον τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την οποία συνέδραμαν Βρετανία και Γαλλία. Η παραμονή των ξένων στον Πειραιά, που αριθμούσε 25.000 κατοίκους περίπου, δεν έφερε μόνο πολιτική ταπείνωση και πίεση, αλλά και χολέρα. Μια φονική επιδημία που εξαπλώθηκε και στην Αθήνα.
Τα πρώτα κρούσματα τής ασθένειας εμφανίστηκαν στον Πειραιά τον Ιούνιο, σε μέλη τού αγγλογαλλικού πληρώματος. Γι’ αυτό η συγκεκριμένη επιδημία ονομάστηκε «η Ξένη τού 1854». Αρχικώς η κατάσταση υποτιμήθηκε. Ο Γάλλος διοικητής δεν ενέκρινε να τεθεί ο Πειραιάς σε καραντίνα ούτε την δημιουργία ειδικής ζώνης που θα απέκλειε τον Πειραιά από την Αθήνα. Οι τοπικές αρχές αδράνησαν. Μόνο όταν έγιναν γνωστοί οι πρώτοι θάνατοι, ο Πειραιάς τέθηκε σε καραντίνα.
Ο Δήμαρχος Πειραιά Πέτρος Σκυλίτσης (1784-1872) θεωρήθηκε υπεύθυνος και επαύθη από τα καθήκοντά του, ενώ οι αρχές στην Αθήνα τέθηκαν σε επιφυλακή. Ωστόσο το έργο τους ήταν δύσκολο, γιατί οι ξένοι στρατιώτες παρέβαιναν τον αποκλεισμό τού Πειραιά και επισκέπτονταν την Αθήνα.
Εν τω μεταξύ οι Πειραιώτες εγκατέλειπαν μαζικά τα σπίτια τους για να μην κολλήσουν χολέρα. Οι περισσότεροι κατέφυγαν στα νησιά τού Αργοσαρωνικού, ενώ οι πιο πλούσιοι έφτασαν μέχρι την Σύρο και το Ναύπλιο. Η πρώτη φάση τής εξάπλωσης περιορίστηκε στον Πειραιά και διήρκεσε μέχρι τον Αύγουστο τού 1854, οπότε επανήλθε και η επικοινωνία Αθήνας – Πειραιά.
Έτσι δεν είναι απολύτως σαφές πώς έφτασε η ασθένεια στην Αθήνα. Το επικρατέστερο σενάριο είναι ότι ήλθε μέσω Σύρου με τα εμπορικά πλοία και διήρκεσε από τον Οκτώβριο ώς τον Δεκέμβριο. Οι κάτοικοι τής πρωτεύουσας αντιμετώπισαν την επιδημία όπως και οι Πειραιώτες, με μαζική φυγή. Το Μαρούσι, η Κηφισιά, η Χασιά και τα Καλύβια ήσαν οι πιο δημοφιλείς σωτήριοι προορισμοί!
Στην Αθήνα παρέμειναν οι φτωχότεροι, ενώ υπολογίζεται ότι από τον πληθυσμό τής πόλεως, περίπου 30.000, χάθηκαν σχεδόν 3.000 ψυχές.
Αμέσως ελήφθησαν μέτρα από τις Αρχές για τον καθαρισμό των αγορών (κρεοπωλείων, οπωροπωλείων), που θεωρούνταν εστίες μόλυνσης. Οι ειδικοί συμβούλευαν τον κόσμο να αποφεύγει το κρύο, τον αέρα και την υγρασία, καθώς συντελούσαν στην επιδείνωση τής νόσου. Τα σχολεία έκλεισαν, καθώς και τα καταστήματα, όπου μπορούσε να επικρατήσει συνωστισμός, όπως μαγειρεία και οινοπωλεία.
Σύντομα η κατάσταση έγινε έκρυθμη, αφού Υπουργοί, δημόσιοι υπάλληλοι, ο ίδιος ο Δήμαρχος εγκατέλειψαν την θέση τους, η διοικητική μηχανή εξαρθρώθηκε, η αγορά παρέλυσε και η κερδοσκοπία οργίαζε. Αν δεν υπήρχε ισχυρή φρουρά και αν δεν παρέμεναν οι Βασιλείς Όθων και Αμαλία, οι οποίοι με καθημερινές εμφανίσεις σε διάφορα μέρη τής πόλης έδειχναν την αλληλεγγύη τους, σίγουρα θα είχαν γίνει πολλές εξεγέρσεις και λεηλασίες.
Σύμφωνα με τις γλαφυρές περιγραφές τού Εμμανουήλ Λυκούδη, ο οποίος τιμήθηκε αργότερα με το αξίωμα τού Νομικού Συμβούλου τού Κράτους, οι γιατροί τής εποχής «υπήρξαν ήρωες, γεμάτοι αφοσίωσι, θάρρος, αφιλοκέρδεια. Ένας εξ αυτών, εργαζόμενος άνευ αμοιβής, ο Σταυρίδης, έδωκε και την ζωή του την πολύτιμη».

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΣΑΚΕΙΟ

Ο Μητροπολίτης Αθηνών Νεόφυτος έκλεισε τους ναούς, ενώ πολλοί ιερείς δεν δέχονταν καν να θάψουν τους νεκρούς, αλλά ο λαός ζητούσε να γίνουν λιτανείες για να εκλείψει το κακό. Η επίσημη Εκκλησία που απέδωσε την χολέρα στην απομάκρυνση τού ανθρώπου από τον Θεό, συνέστησε μετάνοια, ενώ εδέχθη να διοργανώσει λιτανείες για να σωθεί ο κόσμος. Δεν έλειπαν βέβαια και τότε οι ζηλωτές ιερείς που αντιδρούσαν στο κλείσιμο των εκκλησιών και διαμαρτύρονταν εντόνως…
Η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία με την διαχρονική προσφορά στην Παιδεία τού Έθνους, κλήθηκε λίγα χρόνια μετά την ίδρυσή της (1836) να διαχειριστεί την επιδημία, προκειμένου να προστατεύσει τις μαθήτριες που διέμεναν στο οικοτροφείο της. Βέβαια τα σχολεία έκλεισαν και οι περισσότερες μαθήτριες είχαν ακολουθήσει τους δικούς τους στα γύρω χωριά. Όμως οι εσωτερικές μαθήτριες είχαν αποκλεισθεί στο Εκπαιδευτήριο, το οποίο με δυσκολίες φρόντιζε για την διατροφή, την καθαριότητα και την υγεία των μαθητριών. Σημειώνεται ότι η Φ.Ε. έχασε τρία ιδρυτικά μέλη της ως απώλειες τής επιδημίας: Τον Διδάσκαλο τού Γένους Γεώργιο Γεννάδιο, τον αγωνιστή και Πρόεδρο τού Αρείου Πάγου Ιωάννη Σωμάκη και τον αγωνιστή Ιωάννη Ζαφειρόπουλο. Μάλιστα ο Γεννάδιος και ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, επίσης θύμα τής επιδημίας, υπήρξαν και ιδρυτικά μέλη τής Φιλικής Εταιρείας.
Το πλέον αξιοπερίεργο είναι ότι η επιδημία φαίνεται ότι στέρησε μιαν τελευταία ευκαιρία να επισκεφθεί την Αθήνα ο Ευεργέτης Απόστολος Αρσάκης. Το Σχολείο είχε εγκατασταθεί στο νέο μεγαλοπρεπές κτήριο από τον Νοέμβριο τού 1852 . Επειδή δεν κατέστη τότε δυνατόν να παρευρεθεί ο Αρσάκης, αποφασίστηκε η επίσημη τελετή να γίνει μαζί με τα θυρανοίξια τού ναού, τα οποία κατόπιν αναβολών ορίστηκαν στις 22 Μαΐου 1855. Ούτε και τότε όμως ήλθε ο Αρσάκης λόγω «των πολιτικών περιστάσεων». Εννοούσε προφανώς τον Κριμαϊκό Πόλεμο στον οποίο είχε εμπλακεί η Ελλάδα, αλλά και τις συνέπειες τη οδυνηρής επιδημίας που είχε πλήξει την χρονιά εκείνη την χώρα…

 

Ροή ειδήσεων

Advertisement