Τρίτη 16 Απριλίου 2024
Connect with us

Άρθρα-Συνεργασίες

Το Δικαιϊκό Πλαίσιο πριν και κατά την Ελληνική Επανάσταση-Του Άγγελου Μπαρμπούνη

Νομικού-ΜSc Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας

Δημοσιεύθηκε

στις

 

 

 

 

Kατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης διαμορφώθηκαν τρείς αντιλεγόμενες μεταξύ τους δικαιοταξίες. Το επίσημο δίκαιο, ήτοι το οθωμανικό, το βυζαντινό και το λαϊκό εθιμικό. Φορέας του πρώτου ήταν ο τούρκος δυνάστης, που αντικατέστησε το δημόσιο δίκαιο των βυζαντινών και το επέβαλε δια των ιεροδικείων. Φορέας της δεύτερης δικαιοταξίας ήταν ο κλήρος που εφάρμοζε με τα προνόμια που δόθηκαν από τον κατακτητή, ουσιαστικά το βυζαντινό-ρωμαικό δίκαιο στις ιδιωτικές διαφορές, με όργανο τα εκκλησιαστικά δικαστήρια .Και ο τρίτος φορέας του άγραφου λαϊκού-εθιμικού δικαίου ήταν οι διάφορες κοινωνικές συσσωματώσεις (κοινότητες, συντεχνίες) των Ελλήνων με όργανο επιβολής τα λαϊκά δικαστήρια

Το λαϊκό, ως ζωντανό δίκαιο εξέφρασε μια δυναμική και βασιζόμενο πάνω στις γενικές ρήτρες της επιείκειας, της καλοπιστίας και δια της αιρετοκρισίας, απέσπασε και από την Εκκλησία σταδιακά και σε πολλές περιπτώσεις και αστικές διαφορές που υπάγονταν σ΄ αυτή και εξελίχθηκε κωδικοποιημένο πολλές φορές, κυρίως στη περιφέρεια των νήσων του Αιγαίου, όπου στην εξέλιξη του συμπεριέλαβε στοιχεία και αλλοδαπού δικαίου, όπως τον γαλλικό εμπορικό κώδικα  .

Με το ανεπανάληπτο αυτό φαινόμενο παράλληλων δικαστικών μηχανισμών των υποδούλων Ελλήνων στα πλαίσια του Οθωμανικού κράτους ,εξελίχθηκε μεταξύ αυτών των δικαιοταξιών μια αντιπαράθεση για την επικράτηση της μιας, απέναντι στις άλλες, μέσα στο πλαίσιο του πολυκρατισμού που κυριάρχησε κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, η οποία έφτασε μέχρι τα χρόνια της Επανάστασης και δυσχέρανε τις προσπάθειες για συγκρότηση ενιαίου κράτους και ενιαίου δικαίου ως ζητούμενο των εξεγερθέντων ελλήνων.

Οι επαναστατικές συνελεύσεις των Ελλήνων επηρεασμένες από το πνεύμα του διαφωτισμού και της γαλλικής επανάστασης διακήρυξαν στα καταστατικά τους κείμενα, με τρόπο πανηγυρικό, τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών στο ελεύθερο Ελληνικό κράτος, καθώς και την διασφάλιση τους. Αυτό προϋπόθετε την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας .Η εκτελεστική όμως εξουσία, τόσο στα τοπικά πολιτεύματα, όσο και στην Ελληνική πολιτεία, επενέβαιναν στην λειτουργία της δικαιοσύνης και σε πολλές περιπτώσεις την υποκαθιστούσαν, με κύριο στόχο την πολιτική επικράτηση .

Αναποτελεσματικά υπήρξαν και τα νομοθετικά μέτρα που ελήφθησαν για την οργάνωση της δικαιοσύνης και για λόγους αντικειμενικούς ,όπως η διεξαγωγή του πολέμου ,αλλά και οι ελλείψεις της απαραίτητης υποδομής (δικαστές και διαμορφωμένο δικαιϊκό πεδίο).

Οι πολίτες εθισμένοι στην επίλυση των διαφορών τους από τους δικαστικούς μηχανισμούς που αναπτύχθηκαν στην τουρκοκρατία, στα πλαίσια του κοινοτικού και εκκλησιαστικού περιβάλλοντος ,δυσφορούσαν στην προοπτική της ετερόνομης ρύθμισης των συμφερόντων τους, μέσω των δικαστικών επιτροπών και των έκτακτων δικαστηρίων που συγκροτήθηκαν από τα κυβερνητικά όργανα.

Με την έλευση του Καποδίστρια και την συγκρότηση ενιαίου κυβερνητικού σχήματος, έγινε απόπειρα άσκησης νομοθετικής πολιτικής για την οργάνωση της δικαιοσύνης στο πλαίσιο που καθόρισαν οι διατάξεις των τριών συνταγμάτων της Επανάστασης. Οι προσπάθειες αυτές αντιμετώπισαν πολλά εμπόδια, από τις δυνάμεις που έβλεπαν στις ενέργειες αυτές, πρόθεση να περιοριστεί η πολιτική τους επιρροή.

Ιδιαίτερα την δεύτερη καποδιστριακή περίοδο συνεχίστηκε η έντονη νομοθετική δραστηριότητα που είχε προοδευτικό πρόσημο και στόχευση στην προσαρμογή της δικαιοσύνης σε ευρωπαϊκά πρότυπα, όμως για να αντιμετωπιστεί η αντίδραση των πολιτικών αντιπάλων της καποδιστριακής διακυβέρνησης ,ασκήθηκε δυναμική πολιτική με σκοπό την υπαγωγή της δικαστικής λειτουργίας κάτω από κυβερνητική εποπτεία.

Η πολιτική αυτή έχει την ερμηνεία της στις δύσκολες συνθήκες που επικρατούσαν στην καθημαγμένη από τον πόλεμο χώρα και στις πολιτικές καταστάσεις ανωμαλίας που παρήγαγε ο φατριασμός της πολιτικής ζωής. Συνεπώς υπό το πρίσμα αυτό πρέπει να αξιολογηθούν τα βασικά νομοθετήματα της περιόδου αυτής, όπως ο διοργανισμός των δικαστηρίων (152 ψήφισμα της 15 Αυγούστου 1830) και η Πολιτική και Εγκληματική διαδικασία  που εκδόθηκαν ταυτόχρονα.

Διαπιστώνουμε επίσης ότι η αιρετοκρισία αργά αλλά σταθερά αναγνωρίζεται ως μέσο επίλυσης των ιδιωτικών διαφορών, από την νομοθεσία τόσο των επαναστατικών συνελεύσεων, όσο και της καποδιστριακής περιόδου ,παρά τις τάσεις να ακολουθηθούν παλαιά, όπως οι νόμοι των αυτοκρατόρων  και ξένα πρότυπα, όπως το γαλλικό δίκαιο.

Το κράτος υπεισήλθε στη διαδικασία αυτή της αυτόνομης δικαιοσύνης, που πολλοί έλληνες και κυρίως οι Μανιάτες θεωρούσαν νομικό τους φέουδο ,σαν διαιτητής κυρίως στο κλειστό πλαίσιο των αντιδικιών που προέρχονταν από ανθρωποκτονίες .Η διείσδυση αυτή ήταν δυσχερής γιατί δεν επρόκειτο για ζήτημα δικαίου, όπως πράγματι ήταν, αλλά για πρόβλημα τιμής που βασίζονταν στο κριτήριο του κοινωνικού ελέγχου και ιδιαίτερα στη Μάνη, που η τιμή ήταν πρώτη στο κώδικα της κοινωνικής συμπεριφοράς ,εν αντιθέσει με την αντίληψη του νομοθέτη που προέτασσε την ασφάλεια και τη ζωή, έναντι της τιμής. Υπό το πρίσμα αυτό αποτιμάται η προσπάθεια που έγινε για την παγίωση της ιδέας της δικαιοσύνης, μέσα από την νομοθετική πολιτική του Καποδίστρια.

Συμπερασματικά το σύνολο των νόμων για τη δικαιοσύνη στα πρώτα χρόνια της επανάστασης αποσκοπούσε στην οργάνωση σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους ,στόχος που τελικώς δεν επιτεύχθηκε ,αφού ο κύκλος που άρχισε με την πρώτη εθνοσυνέλευση και ολοκληρώθηκε με την πέμπτη δεν επέφερε σημαντική πρόοδο στην αποτελεσματική οργάνωση του δικαίου, ιδιαίτερα δε, μετά τη δολοφονία του κυβερνήτη και τα νομοθετικά μέτρα που ελήφθησαν, τα γεγονότα αυτά, απέδειξαν το πισωγύρισμα στις συνθήκες που επικρατούσαν με το ξεκίνημα της εθνικής προσπάθειας.

Περισσότερα

Ροή ειδήσεων

Advertisement