Τρίτη 19 Μαρτίου 2024
Connect with us

Πολιτισμός

ΒΑΡΒΑΡΑ ΧΡΙΣΤΙΑ: Προσεγγίζει, με λυγερή παράθεση τους στίχους ‘

Δημοσιεύθηκε

στις

Aπό τη στήλη του Σωτήρη Νικολακόπουλου “Παρέα με την ποίηση τότε και τώρα από την Πάτρα”

Γεννήθηκετο 1968 στην ορεινή Ναυπακτία. Σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στην Πολυτεχνική Σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών. Ζει και εργάζεται στην Πάτρα. Ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε συλλογές, ανθολογίες,θεατρικά έργα,έχουν μελοποιηθεί, έχουν αποσπάσει διακρίσεις, βραβεία και επαίνους,έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, εφημερίδες,ιστολόγιατης Ελλάδας και του εξωτερικού και έχουν μεταφραστείστα Αγγλικάκαι στα Ινδικά.

Έχει συμμετάσχει σε παρουσιάσεις Ελλήνων λογοτεχνών και σε εκδηλώσεις-ημερίδες ποίησης και λογοτεχνίας, καθώς και σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς ως  μέλος της κριτικής επιτροπής.

Το 2019, εκδόθηκε από τις εκδόσεις Πικραμένος, η ποιητική της συλλογή «Ασυμφωνία Τύπου Ξι», με 80 ποιήματα. Είναι υπό έκδοση η νέα της ποιητική συλλογή. Η Γραφή της

 

Κι έπειτα,

τι, νομίζεις, είναι η ποίηση;

Λόγια είναι που δεν πρόλαβες να πεις.

Γράμματα που ’γραψες και ποτέ δεν έστειλες.

Φόνοι που σχεδίασες,

μα δεν είχες την ψυχή να διαπράξεις.

Επαναστάσεις είναι,

επαναστάσεις που φοβήθηκες να κάνεις.

Συγγνώμες που δεν είπες

και σε πνίγουν.

Μυστικά που σου καίν’ τα σωθικά.

Κορμιά που πόθησες,

μα δείλιασες ν’ αγκαλιάσεις.

Πέλαγα που ποτέ σου δεν αρμένισες.

Δεκανίκι είναι η ποίηση,

δεκανίκι για το σπασμένο πόδι του ποιητή.

 

‘Όπως δεν έχουμε ιδέα πόσο πονάει ένα λουλούδι όταν ανοίγει για πρώτη φορά τα πέταλά του, έτσι δεν ξέρουμε πόσο πονάει ο ποιητής κάθε φορά που καταθέτει λέξη τη λέξη τον λόγο του. Με βεβαιότητα, εδώ, μπορώ να πω πως, γδέρνεται η ποιήτρια, καταπίνει καρφιά, παλεύει με τη λευκότητα του κενού και τη σιωπή που την τρομάζει.

 

Πάνδημη σιωπή

Δες, σώπασαν κι οι ποιητές,

με βυθισμένα πόδια στην ιλύ

των εκβολών του Έβρου,

με διδυμότειχα ακροδάχτυλα

σε εικονικές σκανδάλες περασμένα.

 

Δες, σώπασαν κι οι ποιητές,

ηχούν μονάχα συριγμοί

από παιδιάστικα πνευμόνια στο αρχιπέλαγος,

ερπύστριες οι θύελλες

ισοπεδώνουν της Σαπφούς τη νήσο.

 

Δες, σώπασαν κι οι ποιητές,

με χέρια άχρηστα κουπιά,

ριγμένα στ’ ακρογιάλι

-στης πανδημίας τον καιρό

εμπύρετοι οι φόβοι –             

με δισκοπότηρα και σύριγγες

κρεμάμενά τους περιδέραια,

ιχνηλατούν απελπισμένα, λέξεις

 

και σιωπούν,

γερνούν,

μέρα τη μέρα,

κύτταρο το κύτταρο,

φόβο τον φόβο.

 

Δίσεχτοι κι ύπουλοι οι καιροί, θα πεις.

Πάνδημη τούτη η σιωπή

και με τρομάζει.

 

Πιστεύω πως η ποίηση είναι ένας εντελώς μοναχικός δρόμος, ένας απόλυτα ιδιωτικός χώρος, συχνά ένας πολύ προσωπικός λυγμός, ακόμα κι όταν σ’ αυτήν εντοπίζουμε οικουμενικές αξίες ή οραματισμούς πολλών ανθρώπων.

Σ’ αυτήν την απόλυτα προσωπική έκφραση, συχνά τόσο γρήγορη όσο ένα ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων, αλλά και συχνά τόσο πυκνή που αρκούν λίγες λέξεις για να παραθέσουν ολόκληρα κομμάτια ζωής, κάθε άλλος λόγος, πλην ο λόγος τού ποιητή, περιττεύει. Και ο λόγος της Βαρβάρας Χριστιά, είναι αρκετά ευρύς και βαθύς, που κάθε άλλος λόγος μάλλον περιττεύει.

Όμως, επειδή πιστεύω, και πως η ποίηση μάς ξανασυστήνει τον κόσμο, αλλά, και κάνει πιο υποφερτή τη συνειδητοποίηση της πίκρας, θαρρώ πως έχω χρέος να καταθέσω τον σεβασμό μου απέναντι στις γραφές της

Η συνειδητοποίηση της πίκρας και της αγανάκτησης , στο ποίημα με τον τίτλο «Τα Χριστούγεννα του Αιλαν» οι εικόνες  γίνονται δυο χούφτες, που αντί να κρατούν από ένα μήλο, κρατούν τη θλίψη για κάποια χαμένη άδικα ψυχή:

 

Τα Χριστούγεννα του Αϊλάν

Ρηχή η μνήμη

μα η θάλασσα βαθιά.

Λύκοι οι άνθρωποι Αϊλάν

και βέβηλες οι μέρες.

Κι εσύ πεσμένος μπρούμυτα,

ακόμη με στοιχειώνεις.

Κοχύλια πια σου σμίλεψε

στα μάτια σου το κύμα.

Οι κόρες τους ορθάνοιχτες,

σμαράγδια παγωμένα.

 

Πες μου κρυώνεις τώρα εκεί;

Πες μου,

πεινάς; διψάς; φοβάσαι;

Φτερούγισε τα χέρια σου

στ’ αστέρια να στεγνώσουν.

Στο αρμυρό κρεβάτι σου

κρινάκια να ανθίσουν.

 

Χριστούγεννα είναι Αϊλάν

μα πέρασες στη λήθη.

Παιδί αντίπαλου θεού

σε σκέπασε η άμμος.

Συγχώρα με που σε ξυπνώ,

κοιμήσου άγγελέ μου.

Με όνειρα γαρύφαλλα

χτίσε απαρχής τον κόσμο.

Με της Αγάπης τα υλικά

ξαναθεμέλιωσε τον.

 

Να ’χει μια φάτνη να χωρά,

παιδιά ξεριζωμένα.

* Για τον μικρό πρόσφυγα Αϊλάν,

που πνίγηκε στο Αιγαίο

 

Οι ποιητές κατοικούν στην ποίηση και η ποίηση κατοικεί εντός τους. Μια σχέση αλλόκοτη, παράξενη, ανερμήνευτη. Ενίοτε γράφουν για ν’ αποκαλύψουν, αλλά κάποιες φορές γράφουν και για να κρύψουν. Κλειδί για την αποκρυπτογράφηση είναι ο συναισθηματικός κόσμος τού αναγνώστη. Το κλειδί για την ποίηση της Βαρβάρας είναι ίσως να διαβάσουμε το ποίημα τόσες φορές, όσες να μας δώσει την πεποίθηση ότι το κάναμε δικό μας, σαν ο ποιητής να το έγραψε για μας και μόνο.

 

Φως

Παραμονή Χριστούγεννα

κι η πόλη απαστράπτουσα

βουίζει

βεβηλωμένη από ανόητα βήματα.

 

Κάποια κρυστάλλινη παλάμη

επαιτεί καρτερικά λίγη αγάπη.

Απλώνω άδειο το μάλλινο χέρι μου.

Ένας λευκός σπινθήρας ξεπηδάει στο άγγιγμα.

 

«Θα ’ναι το φως των Χριστουγέννων»

συλλογίστηκα.

Κι άκουσα κάπου απόμακρα

ένα μωρό να κλαίει.

 

Ο κόσμος, όπως διαμορφώνεται μέσα στην ποιητρια μετριέται μ’ έναν θρυμματισμένο χρόνο στα όρια του «είναι» και του «αισθάνομαι». Μετέωρες σκέψεις εκεί που η λύτρωση κοστίζει όσο και η ελευθερία.

Ποιος χρόνος; Ο γραμμικός; Ο κυκλικός; Ή αυτός που μας ζητά τα ρέστα μιας ζωής για όσα διστάσαμε να ζήσουμε;

 

Μικρές Αναστάσεις

Για κείνες τις μικρές αναστάσεις θα μιλώ

σε αίθουσες χειρουργείων,

σε χαμηλοτάβανα σχολειά,

σε στοές ανθρακορυχείων,

σε χούφτες που από καρφιά αιμορραγούν

μα σφίγγονται κι υψώνοντ’ από περηφάνια.

 

Για κείνες τις μικρές αναστάσεις,

της ανεμώνης που σπάει την πέτρα και ανθίζει,

της ανασαιμιάς που επιμένει

σε βομβαρδισμένα σπιτιών κουφάρια,

του επαίτη που κόβει τη μπουκιά στα δυο

και με τ΄ αδέσποτο μοιράζεται,

του χεριού που απλώνεται

στον ναυαγό, στην πόρνη, στον εξαρτημένο,

του στόματος που λέει

«αγάντα αδερφέ μου και θ΄ αντέξουμε»

 

της αυλής που μοσχοβολάει ασβέστη

της τσιγγάνας που χορεύει στα λασπόνερα,

της καλημέρας,

της ελπίδας,

της συγγνώμης,

των παιδιάστικων βλεμμάτων,

του «σ΄ αγαπώ» που ψιθυρίζει ο ερωτευμένος.

 

Αυτών, που το φεγγάρι στη χάση του τ΄ αρπάζουν

και με ένα γέλιο τους το μετατρέπουν σε πανσέληνο.

 

Για κείνες τις μικρές αναστάσεις θα μιλώ,

που όσες σταυρώσεις κι αν προηγηθούν,

πάντα κι αλάνθαστα στην ώρα τους, θα φθάνουν.

 

Το συναίσθημα της  βρίσκεται σε μια περιδίνηση σχεδιασμού, εντοπιότητας, παράδοσης και αυτόβουλης έκφρασης στο κοινωνικό πεδίο που κινείται το άτομο. Η διάθεση της επικοινωνίας, της συνέκφρασης, της κοινωνικής αντιστοίχησης και διαδρομής, της προσωπικής βούλησης του ατόμου, γίνεται σταδιακά ένας οίστρος πανερωτικής προσέγγισης της, σ΄ όλο το μεγαλείο της λαϊκής έκφρασης, της απλότητας και της περιεκτικότητας που συνυπάρχει στο γλωσσικό μας δυναμικό, της ανθρώπινης πάντα, συμπεριφοράς, σ΄ ένα πεδίο σεβασμού, αλληλοεκτίμησης και βαθύτατης αγάπης, σ΄ όλες τις συναισθηματικές διακυμάνσεις που έχει η λαϊκή μούσα της ποίησης, το ομόηχο και το μετρικό της απόδοσης του στίχου και το εσωτερικό φλόγιστρο της ελεύθερης έκφρασης και διατύπωσης.

Η Βάρβαρα Χριστιά προσεγγίζει, με λυγερή παράθεση στίχων, ό,τι ο νους και η καρδιά, στη παρόρμηση της στιγμής, αγγίζει και αγιάζει τον έσω άνθρωπο της βιοτής, του ταξιδιού, της μητρότητας, της θυσίας, της αγάπης, της δοκιμασίας, της συστολής και της αυθορμησίας του λόγου, στα κοινωνικά μας πράγματα. Μέσα σ΄ ένα πεδίο πολυθεματικής και κοινωνικής παράδοσης και κουλτούρας, ανιχνεύει και ποιητικά ερμηνεύει τον άνθρωπο, από τη γέννησή του ως τα στερνά του, στη μετρική της απλότητα, θέλοντας και επιδιώκοντας η ποίηση, σ΄ όλες τις εκφάνσεις της ζωής, να γίνεται το αναπόσπαστο βάθρο της ψυχικής και αισθητικής πανέκφρασης και συνδιαλλαγής των ανθρώπων.

Με πηγαιότητα ποίησης ρέουσα, κεντρωμένη τις ρίζες και τις πηγές της ποίησης, με ουσιαστική προσέγγιση στα καθημερινά μας και με πολλά στοιχεία  καλοκάγαθης διάθεσης και πρόσβασης στη ζωή, ενωτίζεται τα γεγονότα και με πραγματικό και Μεράκι μας τα προσφέρει.

 

Τα παιδιά της γης

Έγρουζε ο χειμώνας,

πυκνή η αντάρα

πνιχτοί καπνοί από τζάκια

και μυρωδιά από ξύλο εμποτισμένο.

Γέρναν τα δέντρα.

Θαρρείς βαστούσαν ακόμη κρεμασμένους

από καιρό πολέμου στα κλαδιά τους.

 

Έπιασε να χιονίζει.

Μα ένα χιόνι αλλιώτικο.

Όπου επάνω του έπεφτε

κόκκινα ανθίζαν τριαντάφυλλα.

 

Κι αυτός νεκρός από καιρό

-με πράξη ληξιαρχική

δηλώσεις δημάρχων και παπάδων-

σήκωσε τα μισολιωμένα του μανίκια

έπιασε να τσακίζει τα κλαδιά

και ν΄ αρμαθιάζει προσανάμματα και ξύλα.

 

«Χριστούγεννα είναι» συλλογίστηκε

«και τα παιδιά της γης κρυώνουν».

 

Η Βαρβάρα μας παίρνει από την πλανερή καθημερινότητα και με το μαγικό της μανδύα, μας επιτρέπει την είσοδο στον κόσμο των ιδεών, όπου η αλήθεια και το συναίσθημα συναντώνται σε μια αρμονία που μόνο αυτή καταφέρνει να συνθέσει.

Εμείς οι άλλοι την ευγνωμονούμε για αυτές τις στιγμές που μας προσφέρει.

Στη σημερινή εποχή όπου η φαντασία είναι εξαιρετικά φθαρ­μένη ο εαυτός δεν αναγνωρίζει τον ίδιο του τον εαυτό η δε δυσκο­λία να συνεννοηθεί μαζί του τεράστια ως επίσης και δύσκολο το έργο να τον αναλάβει και να τον διαχειριστεί, όπου οι απλές ερω­τήσεις πληθαίνουν οι δε αινιγματικές απαντήσεις περισσεύουν και γίνονται ταυτόχρονα σοφιστείες. Μέσα σ’ αυτή τη συγχορδία των ασυμφωνιών έρχεται η Βαρβάρα  και καθώς η ποίηση προη­γείται της σκέψης και η σκέψη προηγείται της φιλοσοφίας και την υπερβαίνει το δε μυστικό της ποιητικότητας δύσκολα εξιχνιάζεται με τρόπο ποιητικά γαλήνιο, γλαφυρό, μας εισάγει σε ένα γνώριμο πεδίο και μα δίδει το λυτρωτικό νόημα της ζωής όπου η τελική του σκέψη ώριμη κι αξιωμένη συνοψίζεται στην απλή αλήθεια ότι ο εαυτός μας και οι άλλοι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του ίδιου αστερισμού.

Με αποκορύφωμα και σημείο αναφοράς στην ποίηση της ότι το εσώτατο μυστικό κρύβετε από την κατανόηση διαφεύγει προς το παρελθόν, αγνοείται από το παρόν, και διαφεύγει προς το μέλλον.

Αγαπητή μου Βαρβάρα , περιμένουμε με λυτρωτική αγωνία το νέο σου έργο, μέσα στην άνυδρη λογοτεχνική μας εποχή. Αυτό που σε διακρίνει είναι η ικανότητα να αξιολογείς τους κραδασμούς που δέχεσαι και να τους μετουσιώνεις σε στίχους  «Σε στιγμές κραδασμών και αναζήτησης γαλήνης» Ο λόγος σου μεστός και απέριττος μας οδηγεί στα μονοπάτια της αναζήτησης και μαζί του περιπλανιόμαστε στα βαθύτερα νοήματα του λόγου.

Εμπνέεσαι και με τους στίχους σου εκφράζεις βαθιά αισθήματα αγάπης, πίστης, συνέ­πειας, ελπίδας, αλτρουισμού, αυτά που ονομάζονται «σμαράγδια», για να διανύσει τους ατραπούς της πεζής καθημερινότητας μας

Είναι παρήγορο στη σημερινή εποχή να υπάρχουν φωτεινά μυαλά, ευαίσθητες ψυχές, που καθημερινά τοποθετώντας το λι­θαράκι τους στο ανθρώπινο οικοδόμημα, ξεφεύγουν από τη γήινη πραγματικότητα, και εισέρχονται με όραμα στο χώρο της νόησης και της σκέψης. Μια στάση ζωής δοσμένη με την ευαίσθητη πέννα της Βαρβάρας

 

 ΓΥΝΑΙΚΑ

Δώδεκα χέρια ξεδυπλώνεις

από την καρδιά.

Απ’ την παλάμη σου σαν πετονιά

η γραμμή ζωής,

κεντάει αόρατα αγάπη

σε καμβάδες.

Με δύο πόρους μυστικούς

θηλάζεις τη ζωή,

σβήνεις την πείνα του παιδιού,

δαμάζεις την ορμή του άντρα.

Με δάκρυ απήγανο

ξορκίζεις μάγισσες κακές και ξωτικά.

Φοράς στην πλάτη σου

θύελλες πανωφόρια.

Στ’ αχτένιστά σου

τα νυχτερινά μαλλιά

νέα φεγγάρια ηλεκτροδοτούνται.

Βαθιά στα σπλάχνα σου

θεμελιώνεις τη ζωή.

Γιατί εσύ

γεννήθηκες Γυναίκα.

 

Αγαπητή μου Βαρβάρα Σου εύχομαι ολόψυχα να έχεις μια μακρόπνοη και ευδόκιμη πορεία και να φτερουγίζεις σαν ταξιδιάρικο πουλί μέσα στους χώρους του έντεχνου λόγου.

Είσαι ζωντανός άνθρωπος του καιρού μας, που ξέρει να οδεύει σταθερά με νεανική ορμή και με τα πλούσια βιώματα που έχεις, ας μείνεις, ως το τέλος, η συνείδησης της πνευματικής μας κοινότητας.

Κλείνω με την ευχή  να έχεις την Υγεία σου να είσαι χαρούμενη και ευτυχισμένη κοντά στους δικούς σου ανθρώπους και οι στόχοι σου πάντα να ικανοποιούνται.    Επίσης  σου εύχομαι πάντοτε οι στίχοι σου να λάμπουν σαν ήλιος μέσα στα πνευματικά σκοτάδια και να ακτινοβολούν ευφρόσυνα, ευφλόγιστα, λυσιτελή και λυτρωτικά συναισθήματα μέσα σε κάθε διψασμένη ψυχή.

 

Από την σημερινή έντυπη έκδοση της εφημερίας “ΓΝΩΜΗ” των Πατρών

 

Περισσότερα


Ροή ειδήσεων

Advertisement