Άρθρα-Συνεργασίες
Βιβλιοπαρουσίαση: «Σάββατα δίχως μύθο» του Κώστα Λογαρά-Γράφει η Μαρίνα Χριστοπούλου-Κουτσαγκουλάκη
Η σκέψη μου, μέσα από το κελί της φυλακής που την έχει καταδικάσει ο φόβος της κρίσης, με τις ματαιωμένες προσδοκίες, απόδρασε για λίγο από τα καλοστημένα παραμύθια που καθημερινά μας σερβίρονται, στα «Σάββατα δίχως μύθο» του Κώστα Λογαρά.
Αδύναμη να αντιδράσει, βρήκε καταφύγιο σ’ ένα αξιόλογο κατά την γνώμη μου λογοτεχνικό κείμενο, που με συντρόφευσε αρκετά, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντάς το με τον χείμαρρο των συναισθημάτων που με κατέκλυσε για την γενέθλια πόλη.
Το διάβασα το ’90, το ξαναδιάβασα 27 χρόνια μετά με τον εμπλουτισμό εικαστικών συνεργατών της Γκαλερί Cube με έργα πρωτότυπα για την έκδοση αυτή, δίνοντας την εικαστική διάσταση της πόλης.
«Τώρα χαϊδεύω με το βλέμμα μου τους σκεβρωμένους τοίχους των σπιτιών τους, που εξακολουθούν να κρύβουν πάντα το μυστήριο της φθοράς, καθώς το πέρασμα του χρόνου καταγράφεται αθόρυβα επάνω τους με όλα τα σημάδια και τα ίχνη του, όπως στην σάρκα των ανθρώπων.
Και τότε νοιώθεις ν’ αναδεύονται στους τοίχους οι σκιές, να αναδύονται οι μορφές, να ζωντανεύουν τα χιλιάδες σώματα που έζησαν σ’ αυτήν την πόλη πριν γεννηθείς…».
Βίωσα ένα νοσταλγικό ταξίδι των χρόνων της παιδικής αθωότητας, όπως τα κατέγραψε η περιέργεια και φαντασία της παιδικής μας μνήμης, τότε στις γειτονιές με τις φωνές και τα παιχνίδια στις αυλές μέσα από κήπους με γιασεμί και νυχτολούλουδα, στις πλατείες, μοναδικούς και αγαπημένους μας προορισμούς
Τότε που δεν υπήρχαν υπολογιστές και κινητά τηλέφωνα και τα αισθήματα και οι ευαισθησίες μας εύρισκαν διέξοδο στην παρέα, στη συζήτηση, στην καταγραφή.
Πιστεύω ότι στις σελίδες του βιβλίου βρίσκει κάτι ο καθένας από ’μας, γιγαντώνοντας την αγάπη του για την γενέθλια πόλη με την «ανερμήνευτη έλξη και οδυνηρή απώθηση… Την πόλη αυτή για να την αγαπήσεις πρέπει πρώτα να την αρνηθείς… Και όμως πρέπει κανείς να περπατήσει Σάββατο την πόλη, να τη διασχίσει απομεσήμερο τυλιγμένος στη σιωπή της και τη νύχτα βουλιαγμένος στις σκιές να τριγυρίσει άσκοπα στους δρόμους της. Την πόλη αυτή για να την αγαπήσεις, πρέπει να βάλεις πρώτα τα σημάδια σου στις σκοτεινές γωνίες της και στις αυθαίρετες σχεδόν χτισμένες γειτονιές…».
Και σ’ ένα άλλο σημείο ο συγγραφέας για την Πάνω Πόλη αναφέρει:
«Αν κάποτε βουλιάξει από το βάρος της αυτή η πόλη και πνιγεί στα βρώμικα νερά των οχετών της, τουλάχιστον η Πάνω μπορεί και να σωθεί. Γιατί μοιάζει με τρίγωνο πανάκι καραβιού, και αρκεί να σηκωθεί έν’ αεράκι μόνο, να τη σπρώξει ώς τη θάλασσα και εκείνη ν’ ανοιχτεί σαλπάροντας στο Πέλαγος και να φύγει μακριά…».
Ευχαριστώ τον συγγραφέα για το ταξίδι στ’ όνειρο που μου προσέφερε. Για τους δρόμους και τα σοκάκια που με περπάτησε, κρατώντας δέσμια την σκέψη μου της ιστορίας και της ομορφιάς της.
Κι αν μας απωθεί κάπου η ασχήμια της, υπάρχουν λύσεις, υπάρχουν χώροι δημιουργίας, αρκεί να το θελήσουμε όλοι μαζί.
Κι όπως λέει και ο ποιητής:
«Η πόλις θα σε ακολουθεί.
Πάντα στην πόλη αυτή θα φθάνεις.
Για τα αλλού -μη ελπίζεις-
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό».
ΜΑΡΙΝΑ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ-ΚΟΥΤΣΑΓΚΟΥΛΑΚΗ
*Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο gnomip.gr στις 24/8/2017