Connect with us

Άρθρα-Συνεργασίες

Κίνημα Αλλαγής- Του Σίμου Ανδρονίδη

Published

on

 

Στις 12 Δεκεμβρίου, στο δεύτερο γύρο των εσωκομματικών εκλογών για την εκλογή νέου πρόεδρου στο Κίνημα Αλλαγής, ο Νίκος Ανδρουλάκης, ευρωβουλευτής του Κινήματος Αλλαγής, επικράτησε με άνεση του έτερου διεκδικητή της προεδρίας, Γιώργου Παπανδρέου, συγκεντρώνοντας ποσοστό άνω του 60%. 

Σαφώς, ήδη έχουν υπάρξει αρκετές αναλύσεις που έχουν εστιάσει στο εκλογικό αποτέλεσμα, πρώτου και δευτέρου γύρου, στο εγκάρσιο σημείο όπου πλέον, το Κίνημα Αλλαγής (και το ΠΑΣΟΚ, κατ’ επέκταση), με την εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη, εισέρχονται στη μετα-Φώφη Γεννηματά περίοδο, με βασικό υπόστρωμα την συμμετοχή των 270.000 πολιτών στον πρώτο εκλογικό γύρο της 5ης Δεκεμβρίου του 2021. 

Όμως, θεωρητικά όσο και πολιτικά, οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί, διότι, η αυξημένη συμμετοχή στον πρώτο εκλογικό γύρο, δεν συνεπάγεται, μεταφυσικώ τω τρόπω, την αύξηση της κοινωνικής και πολιτικής επιρροής του ΠΑΣΟΚ/Κινήματος Αλλαγής, εκεί όπου, για να αυξηθούν οι πιθανότητες για κάτι τέτοιο, πρέπει να συντρέξουν μία σειρά από παράγοντες. 

Σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερη σημασία αποκτά η παρατήρηση του Peter Mair: «Εξακολουθούμε να αναστοχαζόμαστε το πολιτικό ως μια λίγο πολύ αυτόματη αντανάκλαση του κοινωνικού. Έτσι, όταν αλλάζει η κοινωνία, υποθέτουμε ότι αλλάζει αυτομάτως και η πολιτική και, όταν γίνονται δυσδιάκριτοι οι ταξικοί ή άλλοι κοινωνικοί διαχωρισμοί, υποθέτουμε ότι ακολουθεί αναπότρεπτα η εκλογική μεταβολή. Η πραγματικότητα, ωστόσο, εμφανίζεται συχνά διαφορετική, καθώς, παρά τις ταξικές και τις άλλες κοινωνικές μεταβολές, οι πολιτικές διαιρέσεις και οι κομματικές ευθυγραμμίσεις μπορεί να επιβιώσουν και να συντηρηθούν».

 Έτσι, είναι απλοϊκή η προσέγγιση εκείνη που βλέπει στο κοινωνικό (αυξημένη συμμετοχή και στους δύο εκλογικούς γύρους), μία αυτόματη μεταβολή του πολιτικού (ισχυροποίηση του Κινήματος Αλλαγής), ακριβώς διότι μία τέτοια προσέγγιση παραβλέπει βαθύτερες κοινωνικές-πολιτικές διεργασίες, ιεραρχήσεις αξιών και προτεραιοτήτων (που μεταβάλλονται), κομματικές-παραταξιακές συσχετίσεις και ταυτίσεις, τις στρατηγικές που θα σπεύδουν να διαμορφώσουν τα υπόλοιπα κόμματα, και ιδίως η Νέα Δημοκρατία και ο Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ), ώστε να ανταποκριθούν στα νέα δεδομένα που φέρει η εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής. 

Υπό αυτό το πρίσμα, δύναται να σημειώσουμε πως, το βασικό διακύβευμα αυτής της περιόδου για το Κίνημα Αλλαγής, καθίσταται ακριβώς το να καταφέρει να διατηρήσει το θετικό momentum που απέκτησε, διατηρώντας ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας με το σώμα των εκλογέων, και επιδιώκοντας, σταδιακά, να συγκροτήσει μία σχέση εμπιστοσύνης μαζί τους, αποφεύγοντας βεβιασμένες και άτσαλες κινήσεις που θα μπορούσαν να τους αποξενώσουν. 

Οι πολιτικές απευθύνσεις προς αυτό το σώμα των εκλογέων, οφείλουν να τίθενται εμπρόθετα, με τρόπο ώστε να ανανεώνουν τα κίνητρα πολιτικής συμμετοχής και εγρήγορσης των εκλογέων, κάτι που σε ένα πρώτο στάδιο, μπορεί να συμβεί μέσω της επικαιροποίησης της πολιτικοϊδεολογικής πλατφόρμας του κόμματος.

 Και, πέραν αυτού, μέσω του καλέσματος σε μέλη και φίλους, ώστε οι τελευταίοι να συνδράμουν με θέσεις και προτάσεις, στην επικαιροποίηση της πολιτικοϊδεολογικής πλατφόρμας, η οποία πρέπει να είναι σύγχρονη και συνθετική. 

Η ενδιαφέρουσα μορφή του ‘ανοιχτού κόμματος’ που έχει προτείνει, και με αρκετή πειστικότητα, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, μπορεί να αποτελέσει, όχι μορφή προς αντιγραφή και δη απλή αντιγραφή, αλλά, ως κομματικό μορφή η οποία θεωρούμε πως είναι σε θέση να ανταποκριθεί στη συνθετότητα της περιόδου που διανύουμε και στις πολλαπλές προκλήσεις, καθότι θέτει στο επίκεντρο την ώσμωση κόμματος, μελών και πολιτών (τριγωνική σχέση), ως όρο και για την επιβίωση ενός πολιτικού κόμματος στις σύγχρονες συνθήκες, αλλά και για την ενίσχυση του συμβολικού του κεφαλαίου. 

Το μοντέλο του ‘ανοιχτού κόμματος’ θα μπορούσε να εφαρμοσθεί ανοιχτά και διαλεκτικά, εκκινώντας από έναν σχεδιασμό αναδιαμόρφωσης των δράσεων και του εντός κόμματος ρόλου των Τοπικών Οργανώσεων, οι οποίες και πρέπει να συμμετάσχουν πιο ενεργά στην διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του κόμματος, υποκείμενες στις διάφορες κοινωνικές τάσεις. Το επόμενο διάστημα, θα έχει ενδιαφέρον. Αν κάτι δεν χρειάζεται το Κίνημα Αλλαγής, αυτό είναι η εμβάπτιση της κοινοτοπίας στα νάματα της ‘ρήξης.’ 

*διδάκτωρ τμήματος Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ

Ροή ειδήσεων

Advertisement