Τρίτη 28 Μαρτίου 2023
Connect with us

Άρθρα-Συνεργασίες

ΕΛΙΣΣΑΙΟΣ ΒΓΕΝΟΠΟΥΛΟΣ: Ο Άνθρωπος που Έβλεπε τα Τρένα να Περνούν… στις ράγες της επιθυμίας

Δημοσιεύθηκε

στις

 

 

Οι νέοι πριν υποψιαστούν τι θέλουν, ήδη, μέσω του σύντομου και αλάνθαστου δρόμου των ενστίκτων και των επιθυμιών το γνωρίζουν. Το κακό είναι μέχρι να  αφομοιώσουν αυτή τη γνώση, μέχρι να την κάνουν επιδερμίδα του κορμιού τους, μέχρι να την αισθανθούν ολοκληρωτικά, έχουν χάσει την ορμή και την τρέλα και έχουν απομείνει έρμοι και μόνοι μέσα στα γερατειά και την ακινησία, όπως τα τρένα σε απόσυρση έξω από τις ράγες της ζωής. Στο ταξίδι της ενηλικίωσης δυο αγωνίες οδηγούν στην ποθητή ολοκλήρωση, της γνώσης και της ερωτικής επιθυμίας. Η πρώτη είναι πιο εγκεφαλική και πιέζεται και από τον κοινωνικό περίγυρο αλλά η δεύτερη όταν δεν μπορεί να βρει τον δρόμο της μπορεί να αφανίσει τον αφιονισμένο νέο, να στείλει στα τάρταρα την αυτοπεποίθησή του και να σκορπίσει τον κόσμο γύρω του. Ένα ασφαλές μέτρο για την δύναμη ενός νέου ανθρώπου είναι η δύναμη, το σφρίγος και η ένταση αυτών που λαχταρά. Όλο αυτό το υπέροχο  παιχνίδι της γνώσης, του πόθου και της αδημονίας είναι ένα όμορφο ταξίδι αρκεί η «ολοκλήρωση» και ιδιαίτερα στον άνδρα να μην έρθει πιο γρήγορα από την επιθυμία.

«Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν» που βγήκε σε επανέκδοση σε νέες και αποκατεστημένες κόπιες, είναι η πιο γνωστή ταινία του τσέχικου σινεμά και έργο του υπέροχου νέου κύματος, η οποία βραβεύτηκε το 1968 με το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας. Είναι μια ασπρόμαυρη λεπτεπίλεπτη ιστορία ενηλικίωσης που αναπτύσσεται σ’ ένα μικρό σταθμό της Βοημίας, κατά τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου. Ένας δόκιμος υπάλληλος αποπειράται να κόψει τις φλέβες του, από ερωτική και όχι μόνο  απογοήτευση.

Ο Μίλος Χρμα, ένας νεαρός ετοιμάζεται να δουλέψει ως υπάλληλος τοπικού σταθμού τρένου, καμαρώνει για τη στολή του, γιατί έχει την εντύπωση ότι μέσω αυτής θα οδηγηθεί κατευθείαν στην καταξίωση και την ενηλικίωση. Ο πρωταγωνιστής μας εξιστορεί και συγκρατημένα χλευάζει τον ανέφελο και παρασιτικό τρόπο που ζει η οικογένειά του, με τον πατέρα του να κάθεται όλη μέρα, μετά από πρόωρη συνταξιοδότηση. Ο Μίλος συνδέεται με μία όμορφη κοπέλα, τη Μάσα και όλα πια για τον Μίλο γίνονται μύλος.

Τα τρένα πάνε κι έρχονται και ο ήρωάς μας δεν είναι καν ένα απλό εξάρτημά τους για να ξεκουνήσει από τη μικρή πόλη, μένει εκεί σαν ξεχασμένος από τη ροή της ζωής, να μετρά τρένα, βαγόνια, αμαξοστοιχίες και ανεκπλήρωτες επιθυμίες, ενώ κάποιοι άλλοι παραδίπλα του μετρούν συνευρέσεις, ερωτικές επιτυχίες και αναρίθμητες απαραίτητες υπαρξιακές επιβεβαιώσεις. Η ναζιστική εισβολή ολοκληρώνει το σκουρόχρωμο παζλ και η χιτλερική κατοχή δημιουργεί την ανάγκη αντίδρασης στο απάνθρωπο καθεστώς που ενσταλάζεται στη ζωή των ανθρώπων της πόλης.  

Κάποιες φορές, όταν θέλει κάποιος να μιλήσει για τα σοβαρά και τα σπουδαία, ένας είναι ο ενδεδειγμένος τρόπος, ο κωμικός. Όμως ο τρόπος αυτός βρίσκεται παρασάγγες μακριά από το χάχανο, τη ρηχή φάρσα και το εκβιασμένο γέλιο. Πρέπει να είναι  σάτιρα γεμάτη αιχμές, νύξεις, που το γέλιο γίνεται μεταποιημένο πικρό χαμόγελο και η συγκίνηση μοιάζει με αναποφάσιστο και ημιτελές δάκρυ.

Επειδή «Ερωτισμός είναι η στύση, όχι ο οργασμός» όπως έγραφε η Γαλλίδα συγγραφέας Emmanuelle Arsan, ο έρμος ο Μίλο την κρίσιμη ώρα που πρέπει να δείξει ότι μεγάλωσε, ωρίμασε αλλά κυρίως αντρείεψε, ο ανδρισμός του, τον προδίδει, του παίζει  παιχνίδια πρόστυχα, η συνεύρεση δεν ολοκληρώνεται επιτυχώς κι εκεί αρχίζει το μαρτύριο του ήρωά μας και ένα ταξίδι πάνω στις γραμμές της εναγώνιας ενηλικίωσης και τις πράξεις της ακατέργαστης, ενστικτώδους αντιστασιακής αντίδρασης, στον ζόφο που τον κατακλύζει. Ο μύλος αλέθει το προσωπικό δράμα του ήρωα με την σκοτεινή πραγματικότητα που απλώνεται γύρω του και προκύπτει ένα ασπρόμαυρο ποίημα κάτω από τη διεύθυνση του του 28χρονου, τότε, Γίρι Μένζελ ο οποίος μεταπλάθει γοητευτικά το μυθιστόρημα του Μπόχουμιλ Χράμπαλ, δημιουργώντας μια ταινία που θα λειτουργήσει σαν ατμάμαξα, η οποία θα τραβήξει ολόκληρο το τσέχικο σινεμά προς την ενηλικίωσή του, δίνοντας μας σπουδαίες ταινίες. Ανεξάρτητα από το ότι στη συνέχεια ο καημένος ο τσέχικος κινηματογράφος, κάτω από την καταπίεση του άλλου ολοκληρωτισμού, θα απομείνει να κοιτάζει τα καλύτερα και πιο ευαίσθητα μυαλά του, να περνούν, να φεύγουν για άλλες πολιτείες πιο ανοικτές, ελεύθερες, πιο ανθρώπινες, για να μπορέσουν να μιλήσουν με την κινηματογραφική γλώσσα που γνώριζαν καλά, γι αυτά που πονούν, θλίβουν και συντρίβουν τους ανθρώπους αυτού του πλανήτη. 

Όταν το κύμα της έκρηξης, φέρει το καπέλο της ευαισθησίας στον σταθμό που περιμένουν οι ιδιοτελείς, οι ευπροσάρμοστοι, οι «ιδεολόγοι» όλων των ιδεολογιών και οι «καλοσυνάτοι» όλης της υποκρισίας, καλύτερα να «λείπουμε σε ταξίδι για δουλειές». Σε αυτή τη μικρή ζωή που μας έχει χαριστεί, το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι αλλού είμαστε και αλλού θέλουμε να βρισκόμαστε, αυτό ισχύει και κυριολεκτικά, (μπορεί να έχω επηρεαστεί κι από κάποιο ημιτελές ταξίδι), αλλά και μεταφορικά, , μην ψάχνουμε για κάποιο στριφνό, ακατανόητο, κρυμμένο νόημα, ο Τσάρλι Τσάπλιν μας το είπε καθαρά, ορθά και κοφτά, «Για ποιο λόγο χρειάζεστε ένα νόημα; Η ζωή είναι επιθυμία, όχι νόημα».

Άρθρα-Συνεργασίες

ΑΦΙΕΡΩΜΑ 1821: Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, η γυναίκα – σύμβολο γενναιότητας

Δημοσιεύθηκε

στις

της ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΥΚΟΠΟΥΛΟΥ

Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα το γένος Πινότση είχε καταγωγή από την Ύδρα. Η Λασκαρίνα έκανε δύο γάμους, τον πρώτο στα 17 χρόνια με το Δημήτρη Γιάννουζα, με τον οποίο απέκτησε τρία παιδιά, και τον δεύτερο στα 30 της με τον Δημήτριο Μπούμπουλη, με τον οποίο απέκτησε τέσσερα παιδιά. Ο Μπούμπουλης είχε πάρει μέρος στη ναυμαχία της Ίμβρου και της Τενέδου κατά των Τούρκων και παρασημοφορήθηκε. Αφού και οι δύο σύζυγοι της Λασκαρίνας σκοτώθηκαν σε ναυμαχίες, εγκαταστάθηκε πλέον στις Σπέτσες ενώ από τον Μπούμπούλη πήρε και το όνομά της και έγινε Γνωστή ως Μπουμπουλίνα.

Το 1811 όταν πέθανε ο δεύτερος σύζυγός της, η Μπουμπουλίνα ήταν 40 ετών πια, είχε επτά παιδιά και τεράστια περιουσία την οποία είχε κληρονομήσει από τους συζύγους της.  Στην Κωνσταντινούπολη φαίνεται ότι μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1819 όπου ήταν και η μοναδική γυναίκα μέλος της.  Στις 13 Μαρτίου 1821 η Μπουμπουλίνα υψώνει τη δική της σημαία με τον αετό με την άγκυρα και τον φοίνικα στο κατάρτι του ξακουστού πλοίου Αγαμέμνων και την χαιρετίζει με κανονιοβολισμούς μπροστά στο λιμάνι των Σπετσών. Στις 3 Απριλίου, ανήμερα των Βαΐων, επαναστατούν οι Σπέτσες πρώτες από τα υπόλοιπα νησιά.

Σε μια έφοδο των Τούρκων του Κεχαγιάμπεη σκοτώθηκε ο γιος της Γιάννης ή Γιαννάκης Γιάννουζας ωστόσο συνέχισε δυναμικά τον αγώνα της συμβάλλοντας τα μέγιστα στην πολιορκία του φρουρίου της Μονεμβασιάς. Μέσα στα δύο πρώτα χρόνια της Επανάστασης ξόδεψε ολόκληρη την περιουσία της, ενώ μετά την κατάληψη του Ναυπλίου στις 30 Νοεμβρίου 1822 της δόθηκε ένα μέρος για να μείνει στην πόλη, ως ανταμοιβή για την προσφορά της στο έθνος.

Στα τέλη του 1824 η Ελλάδα υποφέρει από τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο με αποτέλεσμα να υπερισχύσει η κυβέρνηση Κουντουριώτη έναντι του συνασπισμού των κοτζαμπάσηδων και των στρατιωτικών της Πελοποννήσου. Η Μπουμπουλίνα αντιδρά στη φυλακή Κολοκοτρώνη και κρίνεται και η ίδια επικίνδυνη από την κυβέρνηση, συλλαμβάνεται δύο φορές και φυλακίζεται. Εν τέλει εξορίζεται στις Σπέτσες χάνοντας την περιουσία που της είχε δοθεί από το κράτος στο Ναύπλιο.

Όταν μαθαίνει για την απόβαση του Ιμπραήμ ετοιμάζεται να φύγει από τις Σπέτσες για να βοηθήσει και πάλι τον αγώνα όμως δυστυχώς την προλαβαίνει ο θάνατος. Ο μικρότερος γιος από τον πρώτο της γάμο ερωτεύτηκε μια νέα όμως η οικογένειά της βλέποντας την οικονομική κατάσταση της Μπουμπουλίνας δεν ήθελαν να γίνει αυτός ο γάμος και οι δύο νέοι κλέβονται και πηγαίνουν στο πατρικό σπίτι. Εκεί γίνεται μία συμπλοκή ανάμεσα στις δύο οικογένειες και η Μπουμπουλίνα πέφτει νεκρή.

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Κωνσταντάρας Κ., Τα πρόσωπα του 1821, τ. Β’, Αθήνα, 2021

Παπαρρηγόπουλος Κ., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Δ’ (Πεντάτομη έκδοση)

Περισσότερα

Άρθρα-Συνεργασίες

ΑΦΙΕΡΩΜΑ 1821: Διδάσκαλοι του Γένους στη Δυτική Ελλάδα, κατά την Τουρκοκρατία

Δημοσιεύθηκε

στις

της ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΥΚΟΠΟΥΛΟΥ

Τρεις σπουδαίες μορφές Διδασκάλων του γένους σχετίζονται με την Πάτρα και τη Δυτική Ελλάδα. Πρόκειται για τον Άγιο Δαμάσκηνο τον Στουδίτη ο οποίος εκοιμήθη το 1577 ως Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αρτης, τον Ηλία Μηνιάτη, επίσκοπο Κερνίτσης και Καλαβρύτων, έναν από τους σπουδαιότερους εκκλησιαστικός ρήτορες της Τουρκοκρατία, ο οποίος καταγόταν από το Ληξούρι της Κεφαλλονιάς και απεβίωσε στην Πάτρα το 1714 σε ηλικία μόλις 45 ετών, και τον ιερομάρτυρα και εθνομάρτυρα Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό (1714 – 1779) ο οποίος σύμφωνα με τους βιογράφους του, κατά την δεύτερη ιεραποστολική του περιοδεία το 1763 – 1773 κήρυξε και στην Αχαΐα.

 

Α) Δαμασκηνός ο Στουδίτης

Ο Δαμασκηνός Στουδίτης ήταν Έλληνας λόγιος του 16ου αιώνα από τη Θεσσαλονίκη και άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Γεννήθηκε περί το 1520 στη Θεσσαλονίκη και πρόγονός του ήταν ο Θεσσαλονικεύς Δωρόθεος.

Αργότερα μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και εκεί παρακολούθησε τα μαθήματα του διδασκάλου Θεοφάνους Ελεαβούλκου. Μετά τις σπουδές του εισήλθε στη Μονή Στουδίου της Κωνσταντινουπόλεως όπου χειροτονήθηκε υποδιάκονος.

Το 1560 στον Ναό των Αρχαγγέλων («Ροτόντα») της Θεσσαλονίκης ο Ιερομόναχος Δαμασκηνός χειροτονήθηκε Επίσκοπος «Λητής και Ρενδίνης» από τον Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Θεωνά. Η επισκοπή Λητής και Ρεντίνης υπάχθηκε τελικά στη Μητρόπολη Πολυανής και ο Δαμασκηνός πήρε τον τίτλο του «Προέδρου Πολυανής» ). Το 1574 κατεστάθη μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτης. Στη μητρόπολη αυτή πέθανε το 1577.

Ο Δαμασκηνός Στουδίτης χαρακτηρίσθηκε ως ο πιο λόγιος και ενάρετος κληρικός του καιρού του. Επίγραμμα αναφερόμενο στον Άγιο, πλέκει τον έπαινό του, χαρακτηρίζοντας τον Δαμασκηνό ως «σοφία τῶν Ἑλλήνων» και τον θάνατό του ως κακή στιγμή, η οποία άφησε τους φιλέλληνες ορφανούς: «Ἑλλήνων μὲν τὴν σοφίαν βαρὺς ὤλεσεν αἰών. Ὃς δὲ φιλέλληνας πάντας ἀπωρφάνισεν».

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον κατέταξε στο αγιολόγιο της Εκκλησίας το 2013 και η μνήμη του εορτάζεται την 27η Νοεμβρίου.

 

 

Β) Ηλίας Μηνιάτης

Γεννήθηκε στην Κεφαλλονιά το 1669. Γονείς του ήταν ο ιερέας Φραγκίσκος Μηνιάτης και η Μορεζίνα Περιστιάνου. Από το 1681 έως το 1689, φοίτησε στο Φλαγγινιανό Φροντιστήριο της Βενετίας, κάτω από την προστασία του Μελέτιου Τυπάλδου, ιεροκήρυκα και δασκάλου της ελληνικής κοινότητας της πόλης. Όταν ο Μελέτιος Τυπάλδος έγινε μητροπολίτης Φιλαδελφείας, ο Μηνιάτης έγινε γραμματέας του και την ίδια χρονιά έγινε διάκονος και ιεροκήρυκας στην ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Γεωργίου της Βενετίας. Παράλληλα δίδαξε στη Φλαγγίνειο Σχολή από το 1688 ως το 1690, καθώς και κατά τα έτη 1698 με 1699. Στο διάστημα 1691 έως 1698 έζησε και δίδαξε στην Κεφαλονιά, τη Ζάκυνθο και την Κέρκυρα, και μετά τη σύντομη παραμονή του στη Βενετία έμεινε επί επτά χρόνια στην Κωνσταντινούπολη.

Το 1704 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γαβριήλ Γ΄ τον αναγόρευσε διδάσκαλο και του ανέθεσε την «επιστασία του διδασκαλικού υπουργήματος». Το 1710 χειροτονήθηκε επίσκοπος Κερνίτσης και Καλαβρύτων. Δεν ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στην επισκοπή του, για τον λόγο ότι είχε σπουδάσει στη Βενετία. Πέθανε την 1η Αυγούστου 1714 στην Πάτρα. Μετά τον θάνατό του, το λείψανό του ενταφιάστηκε από τον πατέρα του στον ναό του Αγίου Νικολάου των Μηνιατών στο Ληξούρι.

 

Γ) Κοσμάς ο Αιτωλός

Γεννήθηκε στα 1714 στο Μέγα Δένδρο Αιτωλοακαρνανίας και μαθήτευσε στα διδασκαλεία της Παρνασσίδας και της Ναυπακτίας πλάι σε ονομαστούς ιεροδιδασκάλους. Τα στοιχειώδη γράμματα τα έμαθε από τον ιεροδιάκονο Γεράσιμο Λύτσικα, ενώ γύρω στα είκοσι έλαβε τα γραμματικά, δηλαδή την εγκύκλιο παιδεία από τον ιεροδιάκονο Ανανία, ενώ δίδασκε συγχρόνως και ως υποδιδάσκαλος. Το 1749 πήγε στην Αθωνιάδα Σχολή του Αγίου Όρους, όπου έκανε σπουδές ανωτέρου επιπέδου στη θεολογία και τη φιλοσοφία. Εκεί υπήρξε μοναχός για δύο περίπου χρόνια στη Μονή Φιλοθέου του Αγίου Όρους. Το 1759 εγκατέλειψε το μοναστήρι και με εντολή του Πατριάρχη Σεραφείμ ξεκίνησε τις περιοδείες του στη Δυτική και Βόρεια Ελλάδα και την Ήπειρο, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον αυξανόμενο τότε εξισλαμισμό των Χριστιανών.

Παρακινούσε με θέρμη τους Ορθοδόξους Χριστιανούς να ιδρύσουν σχολεία που θα διδάσκουν την ορθοδοξία. Το σχολείο αντιμετωπίζεται από τον Κοσμά σαν απαραίτητη προϋπόθεση για την προώθηση της ορθοδοξίας και η εκπαίδευση σαν ένα εργαλείο κατήχησης στην ορθοδοξία. Εκτός από τη σημασία της Ελληνικής γλώσσας ο Κοσμάς ο Αιτωλός αναφέρεται συχνά και στο «ποθούμενο», που ήταν η απελευθέρωση του γένους. Η αποδοχή του κηρύγματός του συνδέεται με την αναβίωση των χιλιαστικών δοξασιών στα μέσα του 18ου αιώνα. Ένα από τα χαρακτηριστικά του είναι η απόλυτη αφιλοχρηματία. Έλεγε επί λέξει: «Δεν έχω άλλο ράσο από αυτό που φορώ».

Αναφέρεται ότι μέσα σε 16 χρόνια ίδρυσε περίπου 200 σχολεία. Στις Διδαχές του παρότρυνε τους γονείς να σπουδάζουν τα παιδιά τους ελληνικά, τα οποία είναι η «γλώσσα της Εκκλησίας».

«Να σπουδάζετε και εσείς, αδελφοί μου, να μανθάνετε γράμματα όσον ημπορείτε. Και αν δεν εμάθετε οι πατέρες, να σπουδάζετε τα παιδιά σας, να μανθάνουν τα ελληνικά, διότι και η Εκκλησία μας είνε εις την ελληνικήν. Και αν δεν σπουδάσεις τα ελληνικά, αδελφέ μου, δεν ημπορείς να καταλάβης εκείνα οπού ομολογεί η Εκκλησία μας».

Ο Κοσμάς σχετιζόταν με τον Ευγένιο Βούλγαρη και την Αθωνιάδα Σχολή, ενώ ο Πατριάρχης Σεραφείμ συνδεόταν με την πολιτική της Ρωσίας στην Οθωμανική αυτοκρατορία.  Το 1770, μετά την αποτυχία των Ορλωφικών στην Πελοπόννησο, μιας αντιοθωμανικής εξέγερσης των Ρωμιών με ρωσική υποκίνηση, οι Τούρκοι τον υποπτεύονταν ως πράκτορα των Ρώσων. Κατά άλλους ερευνητές στην καταδίκη του Κοσμά συνέβαλαν κάποιοι Εβραίοι της Ηπείρου, διότι με το κήρυγμά του κατόρθωσε να μεταφερθεί η διενέργεια του παζαριού από την Κυριακή στο Σάββατο, γεγονός που έφερε οικονομικές ζημίες στους Εβραίους. Τελικά συνελήφθη και εκτελέστηκε στις 24 Αυγούστου 1779, ημέρα Σάββατο, στο χωριό Κολικόντασι κοντά στην πόλη του Βερατίου στη σημερινή Αλβανία.

Ο Άγιος συχνά αναφερόταν στα κηρύγματά του αρνητικά για τους Εβραίους, πάντως σε κήρυγμά του είχε πει ρητά: «Όσοι αδικήσατε χριστιανούς ή Εβραίους ή Τούρκους, να δώσετε το άδικον οπίσω». Εναντίον του στρέφονταν επίσης οι Ενετοί, οι κοτσαμπάσηδες, οι πλούσιοι και άλλοι ισχυροί, οι οποίοι θεωρούσαν ότι θίγονται. Αντίθετα ο Κοσμάς είχε τη λαϊκή στήριξη από Χριστιανούς και ακόμα και από Τούρκους. Δεν υπήρξε καμία επίσημη κατηγορία εναντίον του, ούτε δικάστηκε πριν το θάνατό του. Για την καχυποψία των Ενετών απέναντί του σώζονται μέχρι σήμερα αναφορές κατασκόπου τους στα ενετικά αρχεία.

Αργότερα, υπό την επίδραση εθνικιστικού μύθου, ο Κοσμάς θεωρήθηκε πρόωρος εκφραστής των εθνικών ιδεωδών. Παρόμοια άποψη εκφράζουν και οι εκπρόσωποι της αλβανικής εθνικιστικής διανόησης, οι οποίοι τον θεωρούν είτε πράκτορα του σουλτάνου είτε σπορέα της ελληνικής εθνικής ιδεολογίας στο αλβανικό έδαφος. Το μένος των Αλβανών εθνικιστών εναντίον του ιερομάρτυρα Πατροκοσμά εκδηλώθηκε και στην επέτειο των 300 χρόνων από τη γέννησή του, το 2014 στον εορτασμό της μνήμης του στο χώρο όπου μαρτύρησε στο Κολικόντασι.

Είναι γεγονός ότι ο Πατροκοσμάς είχε μια ηπιότερη στάση έναντι των μουσουλμάνων σε σύγκριση με τους εβραίους ή τους καθολικούς, ίσως λόγω του ότι οι πρώτοι αποδέχονταν τη δυνατότητα της μετάνοιας. Αυτή του η πεποίθηση επιβεβαιώθηκε με έναν δραματικό τρόπο, καθώς ο Αλή Πασάς, είτε για λόγους ευγνωμοσύνης είτε σε ένδειξη μετάνοιας, ζήτησε να γίνει η ανακομιδή των λειψάνων του αγίου και να χτιστεί ναός στο όνομά του, ο οποίος ολοκληρώθηκε το 1814.

Ανακηρύχθηκε επίσημα άγιος από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως στις 20 Απριλίου 1961 και η μνήμη του τιμάται στις 24 Αυγούστου. Εκτός από την Ελλάδα τιμάται συχνά και στη Ρωσία, τη Σερβία, τη Βουλγαρία, την Αρμενία, τις ΗΠΑ, την Κύπρο, την Ουκρανία, τη Ρουμανία, το Μαυροβούνιο και τα Σκόπια.

 

Περισσότερα

Άρθρα-Συνεργασίες

 «Χρέος μας να γίνουμε ένα σύγχρονο κράτος…»        

Δημοσιεύθηκε

στις

Του Παναγιώτη Καρασπήλιου (*)

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 αποτελεί ένα σπουδαίο ορόσημο στην ιστορία του έθνους μας, αποτελεί ένα σπουδαίο ελληνικό γεγονός, αλλά και ένα ευρωπαϊκό ιστορικό ορόσημο που στέφθηκε με επιτυχία.

Οι Έλληνες μετά από 400 χρόνια υποδούλωσης στους Οθωμανούς, αλλάξανε τον ρου της ιστορίας και επαναστάτησαν για να αλλάξουν τις τύχες τις δικές τους και των επόμενων γενιών, για να μην γεννηθεί και να μην μεγαλώσει κανένας άλλος σκλαβωμένος.

Ο άσβεστος πόθος για την ελευθερία και τη δημιουργία ανεξάρτητου και κυρίαρχου εθνικού κράτους, κινητοποίησε διαφορετικά δυναμογόνα στοιχεία του έθνους και συνέθεσε ένα επαναστατικό μωσαϊκό ανθρώπων, που τους περιελάμβανε όλους, κανένας δεν μπορούσε να λείψει και κανένας δεν περίσσευε από αυτόν τον αγώνα. Ήταν ένας καθολικός εθνικός αγώνας. Ήταν η επανάσταση όλων αυτών των υψηλών ιδανικών και των πανανθρώπινων αξιών που εμφορούνταν οι πρόγονοί μας και η βαθιά ανάγκη τους να παραδώσουν μια ελεύθερη πατρίδα στις επόμενες γενιές, μια πατρίδα με μέλλον, όχι με σκλαβιά και μαρασμό του έθνους, όχι μια επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με πολίτες δεύτερης κατηγορίας.

Στο σήμερα, 202 χρόνια μετά, έχοντας κάνει σίγουρα αλματώδη βήματα με μια ελεύθερη και ανεξάρτητη πατρίδα, το διακύβευμα χάρη στην απαράμιλλη αυτοθυσία των προγόνων μας δεν είναι η απελευθέρωση της πατρίδας από κάποιον δυνάστη, αλλά να αποτινάξουμε από πάνω μας το αναχρονιστικό κράτος, που βασίστηκε σε κακώς κείμενα και παθογένειες ετών. Το διακύβευμα είναι να μετεξελιχθούμε σε ένα σύγχρονο κράτος και ο στόχος μας πρέπει να είναι μόνο να τα καταφέρουμε. Για να επιτευχθεί όμως αυτό, χρειάζεται να κάνουμε ότι μας δίδαξαν οι πρόγονοί μας, να επαναστατήσουμε ιδεολογικά και να συγκρουστούμε με όσα μας κρατάνε δέσμιους στον αναχρονισμό και στο παρελθόν.

Να συγκρουστούμε με τις λανθασμένες νοοτροπίες, με τις παλαιοκομματικές νοοτροπίες, το κομματικό και πελατειακό κράτος, την αναξιοκρατία, την ρουσφετολογία, το κράτος ενός αργοκίνητου δημοσίου συστήματος που δεν ελέγχεται, που δεν εξελίσσεται. Να συγκρουστούμε με όσα δεν μας αφήνουν να προχωρήσουμε μπροστά. Αυτό απαιτεί αλλαγή νοοτροπίας και σοβαρή αυτοκριτική, προκειμένου να γίνουν ριζικές αλλαγές. Να αλλάξουμε πρώτα εμείς, για να αλλάξουν όλα. Ο καθένας από το μετερίζι του να τιμά τους αγώνες και τις αξίες των προγόνων μας με τη διαχρονική του στάση και να τις κάνει πράξη ζωής, ώστε να αλλάξει και το κράτος και η κοινωνία μας κατ’ επέκταση.

Οι πρόγονοί μας στον καιρό τους εκπλήρωσαν το χρέος τους και μας παρέδωσαν μια ελεύθερη και υπερήφανη πατρίδα. Το χρέος το δικό μας στο σήμερα είναι να απελευθερωθούμε από το αναχρονιστικό κράτος και να θέσουμε τα θεμέλια για ένα σύγχρονο κράτος με νέες προοπτικές, ένα κράτος ευέλικτο, μεταρρυθμιστικό, λειτουργικό και ορθολογικό, ένα κράτος που θα αξιολογείται δίκαια, ένα κράτος που θα θέτει στο επίκεντρο τον πολίτη και τις ανάγκες του, ένα κράτος για όλους χωρίς εξαιρέσεις. Με εθνική ενότητα, ομόνοια και σύμπνοια να φτιάξουμε ένα κράτος αντάξιο των αγώνων των προγόνων μας, δικαιώνοντάς τους αγώνες που έδωσαν με αυταπάρνηση και αυτοθυσία για όλους εμάς.

Οι αγώνες τους και οι αξίες που μας παρέδωσαν ως ιερή παρακαταθήκη είναι ο λαμπρός φάρος που πρέπει να φωτίζει το δρόμο μας για να αντέχουμε στις εθνικές δυσκολίες, να προχωράμε μπροστά με εθνική υπερηφάνεια, ομοψυχία και αδερφοσύνη και να οδηγούμε την Ελλάδα μας εκεί που της αξίζει, σε ένα καλύτερο αύριο με ελπίδα και αισιοδοξία, για εμάς και τα παιδιά μας.

Η Επανάσταση του 1821, παραμένει και θα παραμένει πάντα διαχρονική και επίκαιρη και το σημείο αναφοράς για τις σύγχρονες επαναστάσεις του σήμερα, αυτές που έχουμε ανάγκη για να γίνουμε από ελεύθερο κράτος που το χρωστάμε στους προγόνους μας σύγχρονο και ισχυρό κράτος!

 

(*) Ο Παναγιώτης Καρασπήλιος είναι εκπαιδευτικός Ειδικής Αγωγής και Πρόεδρος Συλλόγου Αρκάδων Πάτρας «Θεόδωρος Κολοκοτρώνης»

 

 

Περισσότερα
Advertisement

Ροή ειδήσεων

Advertisement

Αυτή την εβδομάδα