Connect with us

Ελλάδα

Roadtrip: Από το ανατολικό στο κεντρικό Ζαγόρι – Άγρια φύση και ολιγόλεπτες στάσεις σε σημεία με απίθανη θέα

Published

on

Από τα 46 χωριά που απλώνονται σε ποικίλα υψόμετρα στο Ζαγόρι, τα περισσότερα ανήκουν στο Κεντρικό, στο βόρειο ακριβώς κομμάτι των Ιωαννίνων. 24 πανέμορφοι οικισμοί, πέτρινοι κατά κανόνα, ξεπροβάλλουν από την καταπράσινη «ζωγραφιά» της Πίνδου, μέσα από έλατα, κέδρο και καστανιές. Για τον ταξιδιώτη, μοιάζουν σαν οάσεις μέσα στον παράδεισο της βλάστησης, των παραπόταμων και των χαραδρών, να ξεκουράσει λίγο το μάτι του από την απέραντη φύση που τον έχει συνεπάρει, ενώ κάνει τον περίπατό του στα σοκάκια τους ή απολαμβάνει τον καφέ ή το γεύμα του.

Έχει μεσημεριάσει, και αναρωτιόμαστε με τον Νικόλα, τον φωτογράφο, αν έχουμε ήδη αργήσει. Ολοκληρώσαμε την βόλτα μας στη Βοβούσα του ανατολικού Ζαγορίου, όπου και μένουμε, και είμαστε έτοιμοι για το road trip που συζητούσαμε από την προηγούμενη, ένα μίνι οδοιπορικό προς δυσμάς. Πρέπει να βιαστούμε. Ο καιρός είναι ηλιόλουστος μεν, με ουρανό καθαρισμένο από τα χθεσινά σύννεφα, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Η κατά τόπους ομίχλη καθόλου δεν αποκλείεται, και καλό θα ήταν να προλάβουμε το σούρουπο του Οκτώβρη, κάπου γύρω στις 7 το απόγευμα, σε μια περιοχή όπου τα μόνα φώτα στα οποία μπορείς να βασιστείς είναι εκείνα του αυτοκινήτου σου.

Ξεκινάμε από τη δυτική πλευρά του ποταμού Αώου στη Βοβούσα και πορευόμαστε νοτιοδυτικά. Ο δρόμος καλός, άσφαλτος παντού, τόσο που αναρωτιέσαι πώς να «φυτεύτηκε» όλο αυτό το οδικό δίκτυο μέσα στα βουνά και τα λαγκάδια. Μετά από 15 περίπου χιλιόμετρα άγριας φύσης και ολιγόλεπτων στάσεων σε σημεία με απίθανη θέα -ας μην υποτιμούμε την ομίχλη, σκεπάζει ακόμα πολλούς ορεινούς όγκους- και έχοντας περάσει μέσα από το Ελατοχώρι και το Μακρίνο, πλησιάζουμε τον Καστανώνα, ένα από τα τελευταία «συνοριακά» χωριά του ανατολικού Ζαγορίου. «Πιάτο» απέναντι, στην πλαγιά του όρους Τσούκα Ρόσσα (Κόκκινη Κορυφή στα βλάχικα), το Φλαμπουράρι, τυπικό χωριό ξυλοκόπων και βοσκών. Άλλη μια στάση για φωτογραφία.

Κάτι σαν «μπαλκόνι» στην ανατολική Πίνδο, ο Καστανώνας είναι ένα φυσικό ντεκόρ. Παρκάρουμε στον κεντρικό δρόμο, στο σημείο με την ταμπέλα που δείχνει προς την «πλατεία», και κατηφορίζουμε στα λιθόστρωτα δρομάκια προς το καφενείο. Δυστυχώς, κλειστό. Απογοητευόμαστε, ξέρουμε όμως πως είναι απόλυτα λογικό. Είμαστε σε ένα μικρό χωριό που αριθμεί το πολύ 20 μόνιμους κατοίκους, και είναι μεσημέρι, μέσα φθινοπώρου. Ο μαγαζάτορας, που έχει αναγκαστικά και άλλες απασχολήσεις, δεν μπορεί να διαβιώσει μονάχα με την εστίαση. Άλλωστε, τρέχει ο ίδιος για τις προμήθειες από τα γύρω χωριά ή τις κοντινές πόλεις, όπως και ο Στέφανος στη Βοβούσα.

Συνεχίζουμε τη βόλτα στα πλακόστρωτα καλντερίμια, ανάμεσα στις καστανιές, που κάποτε αποτελούσαν βασική πηγή εισοδήματος για τους ντόπιους, και στα πέτρινα σπίτια, που θαρρείς πως έχουν χτιστεί αιώνες πριν, κι όμως έχουν ηλικία μόλις μεταπολεμική. Ο Καστανώνας είναι από τα χωριά που κάηκαν σχεδόν ολοσχερώς από τους Γερμανούς, όπως εξάλλου και τα περισσότερα του ανατολικού Ζαγορίου. Ξαναχτίστηκε με χρηματοδότηση του σχεδίου Μάρσαλ, και έχει κρατήσει μέρος μονάχα της παραδοσιακής του αρχιτεκτονικής. Έστω κι έτσι, εκπέμπει μια σπάνια ομορφιά, που έχει να κάνει και με τους ήχους. Είναι το φυσικό sound design που συνοδεύει μόνιμα το ντεκόρ. Ενώ το μάτι περιεργάζεται το τοπίο, τα αφτιά χαϊδεύει η βοή του νερού που, κατεβαίνοντας από το βουνό, κυλάει στα αυλάκια σε κάθε λιθόστρωτο.

Φεύγουμε από τον Καστανώνα και ξαναμπαίνουμε στη φύση. Κάπου εδώ ξεκινά και το κεντρικό Ζαγόρι. Βαθμιαία, παρατηρούμε πως αλλάζει και το ανάγλυφο της βλάστησης, γίνεται πιο κυματιστό. Το μαυρόπευκο σπανίζει πλέον, και τα κωνοφόρα και τα πλατύφυλλα κάνουν παρέα με είδη πιο μεσογειακά -βελανιδιά, κέδρο, κουμαριά, πουρνάρι. Η «ζωγραφιά» είναι ατελείωτη μέχρι να φθάσουμε στον επόμενο προορισμό μας, τους Κήπους, όπου σκοπεύουμε να σταθμεύσουμε για λίγο, να πιούμε τον καφέ που λέγαμε.

Είναι σχεδόν γεμάτη η ταβέρνα του Μιχάλη, κεντρικότατο μαγαζί στο χωριό, με αυλή μεγάλη και ξεχωριστό κιόσκι για καφέ, τσιγάρα και κάποια τυποποιημένα είδη διατροφής. Λίγα τραπέζια έχουν πάρει καφέ σαν κι εμάς, οι περισσότεροι -οικογένειες, παρέες, αρκετοί τουρίστες- τρώνε το μεσημεριανό τους γεύμα. Οι Κήποι, αμφιθεατρικά χτισμένοι πάνω σε έναν βραχώδη λόφο σχετικά χαμηλού υψομέτρου (800 μέτρα) μεταξύ των ορέων Μιτσικέλι και Τύμφη, είναι το χωριό με τον περισσότερο κόσμο που έχουμε δει στην τριήμερη εκδρομή μας στο Ζαγόρι. Πράγμα που δε μας εκπλήσσει, αφού είναι το πιο κοντινό ορμητήριο για τους εκδρομείς από τα Γιάννενα (39 χιλιόμετρα) και ένας οικισμός, εκτός από γραφικότατος, καλά οργανωμένος.

Λιθόχτιστα σπίτια, τοξοειδή χαγιάτια και παμπάλαιες βρύσες συναντά κανείς στη βόλτα του εδώ, χώρια οι κήποι που «κόβονται» (και βρέχονται) από τον Μπαγιώτικο, παραπόταμο του Βίκου, και επικοινωνούν με πολλά πέτρινα γιοφύρια, χτισμένα επί τουρκοκρατικών χρόνων ώστε το κεφαλοχώρι να έχει πρόσβαση σε κάθε κατεύθυνση. Υπάρχει και λαογραφικό μουσείο με πλήθος παραδοσιακών εκθεμάτων, ενώ ουκ ολίγα είναι τα καταλύματα, μιας και είναι ιδανική επιλογή για πεζοπόρους που θέλουν να εντρυφήσουν στα φυσικά κάλλη του τόπου και (οι πιο ανθεκτικοί) να εκδράμουν στο φαράγγι του Βίκου.

Η ώρα όμως περνάει και, ως γνωστόν, τα χιλιόμετρα στο βουνό δεν εξαντλούνται όπως σε μια λεωφόρο. Φεύγουμε προς τα βόρεια, να προλάβουμε να πάρουμε μια γεύση Τσεπέλοβου πριν απογευματιάσει για τα καλά, για να επιστρέψουμε μετά στη Βοβούσα από έναν δασικό δρόμο πριν τη Λάιστα, όπως προγραμματίζαμε. Με τόσα γιοφύρια, όμως, και το Ζαγόρι έχει δεκάδες, πώς να μείνεις συνεπής στο αρχικό πλάνο; Τρία θα συναντήσουμε βγαίνοντας από τους Κήπους -και θα «κολλήσουμε» και στα τρία.

Διαδοχικά, στη μονότοξη γέφυρα Κοντοδήμου ή Λαζαρίδη ακριβώς στην έξοδο του χωριού, που πήρε το διπλό της όνομα από τον χτίστη της Τόλη Κοντοδήμο από το Βραδέτο (1753) και τον ιδιοκτήτη του γειτονικού νερόμυλου, τα ερείπια του οποίου υπάρχουν ακόμα. Λίγο πιο κάτω, στο μισό χιλιόμετρο από τους Κήπους, στο συμμετρικά τρίτοξο, μήκους 56 μέτρων γεφύρι Καλογερικό ή Πλακίδα. Δύο ονόματα κι εδώ, το πρώτο από τον καλόγερο που χορήγησε το χτίσιμό του το 1814 για να αντικαταστήσει την παλιά προϋπάρχουσα ξύλινη γέφυρα (ο Ηγούμενος Σεραφείμ της Μονής του Προφήτη Ηλία Βίτσας) και το δεύτερο από τα αδέλφια Ανδρέα και Αλέξανδρο Πλακίδα που το επισκεύασαν στα 1863. Και τέλος, το πιο γραφικό, το γεφύρι του Νούτσου ή του Κόκκορη, που έχουμε δει πολλάκις σε διαφημιστικά. Ο Νούτσος Καραμεσίνης από το Καπέσοβο το έχτισε το 1768 και ο Κόκκορος από το γειτονικό Κουκούλι χρηματοδότησε την επισκευή του το 1910.

Με αυτά και με εκείνα, η επίσκεψή μας στο Τσεπέλοβο, στην πρωτεύουσα του κεντρικού Ζαγορίου, θα περιοριστεί σε ένα σεργιάνι στα λιθόστρωτα σοκάκια του παραδοσιακού οικισμού. Οι Γερμανοί δεν άγγιξαν το βλαχοχώρι, του οποίου η «γέννηση» χρονολογείται τον 15ο αιώνα, κι έτσι τα περισσότερα κτίρια είναι διατηρητέα νεότερα μνημεία. Ανάμεσά τους και το Τσούφλειο Φαρμακείο, χτισμένο από τον εθνικό ευεργέτη Αναστάσιο Τσούφλη, που ξεκίνησε σαν φαρμακείο το 1874 πριν μετατραπεί στο ταχυδρομείο του χωριού και τώρα πλέον λειτουργεί ως δημοτική πινακοθήκη, με έργα του εικαστικού Πέτρου Παπαβασιλείου στον πάνω όροφο και έκθεση σύγχρονης φωτογραφίας στο ημιυπόγειο. Βρίσκεται δίπλα ακριβώς στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, τον πέτρινο ναό με το εξάγωνο καμπαναριό που χρονολογείται από το 1708, ενώ στην «αυλή» του κείτεται ο ποιητής και γιατρός Ιωάννης Βηλαράς, ο οποίος ενταφιάστηκε το 1823.

Όσο κι αν θέλουμε να ξαποστάσουμε στην κεντρική πλατεία λίγα μέτρα πιο πάνω, εκεί όπου στέκουν το Δημαρχείο και τα καφέ, να χαζέψουμε τα καλοδιατηρημένα αρχοντικά και τον χιλιόχρονο πλάτανο που τα «στεγάζει», ο χρόνος μας κυνηγά. Κι όμως, σαν να το κάνουμε επίτηδες. Πιάνουμε κουβέντα με ζευγάρι Γερμανών τουριστών που έχει παρκάρει το τροχόσπιτο δίπλα στο αμάξι μας και ρεμβάζει σε πτυσσόμενες καρέκλες. Γυρίζουν μέρες οι άνθρωποι και όπου τους βγάλει το Ζαγόρι. Εκστασιασμένοι.

Φεύγουμε, και το ερώτημα που μας ταλανίζει τώρα είναι το εξής: Αφού έβρεξε προχθές, πόσο λασπωμένος να είναι ο χωματόδρομος που θέλουμε να πάρουμε από τον Γυφτόκαμπο, μέσα από τα δάση, για να κατέβουμε Βοβούσα; Κι αν κολλήσει κάπου το 4Χ4; Αμ τις αρκούδες, πού τις βάζεις; Όπως και να έχει, κάνουμε δεξιά λίγο πριν το σαρακατσάνικο χωριό στην ανηφόρα που μας έχουν πει. Τέρμα η άσφαλτος, καλημέρα (ή μάλλον, καλησπέρα) λάσπη. Ευτυχώς, η ανάβαση είναι ανετότερη από ότι περιμέναμε, ας ειν’ καλά όμως και ο Νικόλας, που είναι αστέρι στο τιμόνι, το’ χουμε ξαναπεί. Από την άλλη, δυστυχώς, κοντεύει ήδη 7 το απόγευμα, και το σούρουπο φαντάζει ακόμα πιο έντονο όταν βρίσκεσαι βυθισμένος μέσα στην υψηλή βλάστηση. Που σημαίνει φωτογραφίες τέλος, ελάχιστα μακρινά θα αποτυπωθούν, ο, τι ζογκλεριλίκι και να κάνεις.

Και λέω μακρινά, γιατί σε ένα 20λεπτο περίπου από την είσοδό μας στον χωματόδρομο έχουμε φθάσει στο υψηλότερο σημείο, στη θέση Βρύση Τσούκα των 1350 μέτρων, από όπου η θέα στην Τύμφη και τον Γυφτόκαμπο φημίζεται. Φευ. Δεν πειράζει, συνεχίζουμε. Σε ένα τοιχίδιο σε μια στροφή, στη μέση του πουθενά, βλέπουμε το μπλε σημάδι από σπρέι που μας έχουν πει να προσέξουμε, μην τυχόν μπούμε σε κάναν τυφλό παράδρομο. Το ακολουθούμε. Έχουμε άλλα 20 περίπου χιλιόμετρα και η κατάβαση ξεκινά σταδιακά. Πολλά τα ζιγκ ζαγκ, εννοείται. Ξαφνικά, από την απέναντι «λωρίδα» ένα παλιό ΙΧ, δεν μπορώ να δω μάρκα αλλά για μοντέλο ΄80 το κάνω, τίγκα μέσα, τέσσερα άτομα. Πλησιάζουν τα αμάξια μας, σταματάμε παράθυρο με παράθυρο, ντόπιοι φανερά, μας κοιτούν από μέσα με ανάμεικτα συναισθήματα οίκτου, περιέργειας και αγριάδας. Deliverance, κανείς; Μπα, ίσα-ίσα που θα μας επιβεβαιώσουν τη διαδρομή οι άνθρωποι, και θα συνεχίσουμε ήσυχοι με το τί θα πρέπει να προσέξουμε.

Υπάρχει και το GPS βέβαια, που θα νόμιζα πως θα ανατιναζόταν εδώ, αλλά τα πάει καλά σχετικά. Έχει σκοτεινιάσει τώρα, και δε βλέπεις καθαρά την κοιλάδα του Αώου, αλλά διαφαίνονται κάποια αχνά φώτα από κάτω, από τη Βοβούσα. Υπάρχει κατά τόπους ομίχλη, όχι πυκνή, και τα λάστιχα μετράνε μαζί μας κοτρόνες και λάσπη σε εναλλαγή, χωρίς πρόβλημα. Δυο λαγοί περνάνε γρήγορα απέναντι. Πιο κάτω, ένα ποντίκι κάνει το ίδιο. Με κάθε στροφή 180 μοιρών, κατεβαίνουμε, πλησιάζουμε όλο και περισσότερο. Σε ένα πλάτωμα αριστερά στον δρόμο, μια αλεπού μας κοιτά άφοβα και επίμονα, αφήνει τα φώτα μας να αστράφτουν μέσα στις κόρες των ματιών της, πριν ξαναμπεί στη βλάστηση αργά και χαλαρά. Ο Δρυμός δεν έχει πάψει να μας αποκαλύπτει τα σπλάχνα του.

Περασμένες οκτώ, έχουμε πατήσει άσφαλτο. Λίγα λεπτά μας χωρίζουν από τον Παραδοσιακό Ξενώνα Βοβούσας και το ραντεβού που δώσαμε με τους ιδιοκτήτες, τον κύριο Βίκτωρα και την κυρία Φωτεινή, και τη Βαγγελίτσα από το Περιβόλι, που θα μείνει απόψε εδώ, να πάμε να φάμε στου Στέφανου. Μας περιμένουν, μας ρωτάνε τι και πως. Συνοψίζουμε το road trip, γρήγορα. Τώρα πεινάμε, θα μπούμε αργότερα σε λεπτομέρειες. Λιμοκτονώ κι εγώ, αλλά χρειάζομαι πρώτα ένα (δύο;) σφηνάκι τσίπουρο, να χωνέψω και να επεξεργαστώ τη μέρα που πέρασε. First things first.

travel.gr

Ροή ειδήσεων

Advertisement