Σάββατο 25 Μαρτίου 2023
Connect with us

Πολιτισμός

Πέθανε ο σπουδαίος ζωγράφος, Πωλ Σουλικιάς

Δημοσιεύθηκε

στις

Πέθανε ο επιφανής ζωγράφος Πωλ Σουλικιάς σκορπίζοντας θλίψη στον κόσμο της Τέχνης.

Ο Πωλ (Παλαιολόγος) Σουλικιάς, ο οποίος έζησε και αγάπησε τον Βόλο, νοσηλευόταν τις τελευταίες ημέρες στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας με πρόβλημα υγείας και χθες έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 96 ετών, βυθίζοντας στο πένθος την οικογένειά του, τον καλλιτεχνικό κόσμο και όσους τον γνώριζαν.

Το έργο που άφησε πίσω του αποτελεί το κληροδότημά του στον Βόλο και την Ελλάδα, αλλά και η κληρονομιά των παιδιών του που ακόμη και σήμερα βλέπουν πίνακές του να πωλούνται στο Μόντρεαλ του Καναδά, όπου έζησε για σημαντικό μέρος της ζωής του και καταξιώθηκε.

Ο Πωλ Σουλικιάς δεν αντιμετώπιζε ιδιαίτερα προβλήματα υγείας, παρά μόνο το τελευταίο χρονικό διάστημα που χρειάστηκε να νοσηλευτεί στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας, όπου υπηρετεί η κόρη του, σύμφωνα με την εφημερίδα «Ταχυδρόμος».

Ο γιος του, Αριστοφάνης, ο οποίος είναι αρχιτέκτονας και ζει στο Μόντρεαλ μόλις πληροφορήθηκε την κατάσταση υγείας του πατέρα του, επέστρεψε στον Βόλο και κατάφερε να τον δει και να τον αποχαιρετήσει πριν από το μεγάλο «ταξίδι» του.

Η κηδεία του θα γίνει πιθανότατα αύριο, στην Ανακασιά, όπου είναι και το σπίτι της οικογένειας.

Ο Σουλικιάς ζωγράφιζε σχεδόν αποκλειστικά με λάδι και έχει χαρακτηριστεί ως «χαρισματικός τοπογράφος» του Κεμπέκ και του Ανατολικού Καναδά. Τα θέματά του περιλαμβάνουν επίσης νεκρές φύσεις και προσωπογραφίες.

Άρθρα-Συνεργασίες

ΑΦΙΕΡΩΜΑ 1821: Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, η γυναίκα – σύμβολο γενναιότητας

Δημοσιεύθηκε

στις

της ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΥΚΟΠΟΥΛΟΥ

Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα το γένος Πινότση είχε καταγωγή από την Ύδρα. Η Λασκαρίνα έκανε δύο γάμους, τον πρώτο στα 17 χρόνια με το Δημήτρη Γιάννουζα, με τον οποίο απέκτησε τρία παιδιά, και τον δεύτερο στα 30 της με τον Δημήτριο Μπούμπουλη, με τον οποίο απέκτησε τέσσερα παιδιά. Ο Μπούμπουλης είχε πάρει μέρος στη ναυμαχία της Ίμβρου και της Τενέδου κατά των Τούρκων και παρασημοφορήθηκε. Αφού και οι δύο σύζυγοι της Λασκαρίνας σκοτώθηκαν σε ναυμαχίες, εγκαταστάθηκε πλέον στις Σπέτσες ενώ από τον Μπούμπούλη πήρε και το όνομά της και έγινε Γνωστή ως Μπουμπουλίνα.

Το 1811 όταν πέθανε ο δεύτερος σύζυγός της, η Μπουμπουλίνα ήταν 40 ετών πια, είχε επτά παιδιά και τεράστια περιουσία την οποία είχε κληρονομήσει από τους συζύγους της.  Στην Κωνσταντινούπολη φαίνεται ότι μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1819 όπου ήταν και η μοναδική γυναίκα μέλος της.  Στις 13 Μαρτίου 1821 η Μπουμπουλίνα υψώνει τη δική της σημαία με τον αετό με την άγκυρα και τον φοίνικα στο κατάρτι του ξακουστού πλοίου Αγαμέμνων και την χαιρετίζει με κανονιοβολισμούς μπροστά στο λιμάνι των Σπετσών. Στις 3 Απριλίου, ανήμερα των Βαΐων, επαναστατούν οι Σπέτσες πρώτες από τα υπόλοιπα νησιά.

Σε μια έφοδο των Τούρκων του Κεχαγιάμπεη σκοτώθηκε ο γιος της Γιάννης ή Γιαννάκης Γιάννουζας ωστόσο συνέχισε δυναμικά τον αγώνα της συμβάλλοντας τα μέγιστα στην πολιορκία του φρουρίου της Μονεμβασιάς. Μέσα στα δύο πρώτα χρόνια της Επανάστασης ξόδεψε ολόκληρη την περιουσία της, ενώ μετά την κατάληψη του Ναυπλίου στις 30 Νοεμβρίου 1822 της δόθηκε ένα μέρος για να μείνει στην πόλη, ως ανταμοιβή για την προσφορά της στο έθνος.

Στα τέλη του 1824 η Ελλάδα υποφέρει από τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο με αποτέλεσμα να υπερισχύσει η κυβέρνηση Κουντουριώτη έναντι του συνασπισμού των κοτζαμπάσηδων και των στρατιωτικών της Πελοποννήσου. Η Μπουμπουλίνα αντιδρά στη φυλακή Κολοκοτρώνη και κρίνεται και η ίδια επικίνδυνη από την κυβέρνηση, συλλαμβάνεται δύο φορές και φυλακίζεται. Εν τέλει εξορίζεται στις Σπέτσες χάνοντας την περιουσία που της είχε δοθεί από το κράτος στο Ναύπλιο.

Όταν μαθαίνει για την απόβαση του Ιμπραήμ ετοιμάζεται να φύγει από τις Σπέτσες για να βοηθήσει και πάλι τον αγώνα όμως δυστυχώς την προλαβαίνει ο θάνατος. Ο μικρότερος γιος από τον πρώτο της γάμο ερωτεύτηκε μια νέα όμως η οικογένειά της βλέποντας την οικονομική κατάσταση της Μπουμπουλίνας δεν ήθελαν να γίνει αυτός ο γάμος και οι δύο νέοι κλέβονται και πηγαίνουν στο πατρικό σπίτι. Εκεί γίνεται μία συμπλοκή ανάμεσα στις δύο οικογένειες και η Μπουμπουλίνα πέφτει νεκρή.

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Κωνσταντάρας Κ., Τα πρόσωπα του 1821, τ. Β’, Αθήνα, 2021

Παπαρρηγόπουλος Κ., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Δ’ (Πεντάτομη έκδοση)

Περισσότερα

Άρθρα-Συνεργασίες

ΑΦΙΕΡΩΜΑ 1821: Μαντώ Μαυρογένους, μαχητική και γεμάτη αυταπάρνηση

Δημοσιεύθηκε

στις

της ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΥΚΟΠΟΥΛΟΥ

Η Μαντώ (Μαγδαληνή) ήταν κόρη του Νικόλαου Μαυρογένη, μεγαλέμπορου που ήταν εγκατεστημένος στην Τεργέστη. Γεννήθηκε στα 1796 στο χωριό Μαρμαρά της Πάρου. Η μητέρα της, Ζαχαράτη Μπάτη, ήταν γεννημένη στη Μύκονο. Εγκαταστάθηκαν στην Τεργέστη και εκεί ο πατέρας της Νικόλαος ασχολήθηκε με το εμπόριο. Ο μεγάλος θείος του πατέρα της, Νικόλαος Μαυρογένης, ήταν δραγουμάνος του Οθωμανικού στόλου και ηγεμόνας της Βλαχίας, στον οποίο στα 1812, ο πατέρας της ανέθεσε τη μόρφωσή της, στην Τήνο.

Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, η Μαντώ Μαυρογένους δραστηριοποιήθηκε κυρίως στη Μύκονο. Μετά από δική της προτροπή, οι κάτοικοι του νησιού, ξεσηκώθηκαν εναντίον των Τούρκων. Η Μαυρογένους εξόπλισε πλοία από δικά της χρήματα και ηγήθηκε του αγώνα κατά των πειρατών που λυμαίνονταν τις Κυκλάδες και αργότερα πολέμησε στο Πήλιο, στη Φθιώτιδα, στην Κάρυστο και στη Λιβαδειά. Κάτοχος της γαλλικής γλώσσας, συνέταξε συγκινητική έκκληση προς τις γυναίκες της Γαλλίας, ζητώντας τη συμπαράστασή τους στον πληθυσμό της Ελλάδας. Επίσης εκτός από τη γαλλική, μιλούσε άπταιστα την ιταλική, αλλά και την τουρκική γλώσσα.

Με την έκρηξη της Επανάστασης του 1821 παίρνει μέρος στις συσκέψεις που γίνονται για συμμετοχή στον Ιερόν Αγώνα και αποφασίζει να πάει στην Μύκονο. Εξοπλίζει με δικές της οικονομίες δύο πλοία – με καπετάνιους τον Αζορμπά και τον Νικολή και τα στέλνει να πάρουν μέρος στον Αγώνα, μαζί με άλλα δύο μυκονιάτικα πλοία που εξόπλισαν οι Μυκονιάτες. Τον Ιούνιο του 1821 άλλα τέσσερα μυκονιάτικα πλοία εξοπλίζονται, με προτροπή της.

Στις 22 Οκτωβρίου 1822, με τα παλικάρια που είχε γυμνάσει, απέκρουσε και συνέτριψε την δύναμη διακοσίων Τούρκων που έκαναν απόβαση στην Μύκονο. Η Μαντώ, αψηφώντας το θάνατο, αναδείχθηκε άξιος οπλαρχηγός του Αγώνα.

Στις 10 Φεβρουαρίου 1823, επικεφαλής σώματος 800 ανδρών από Μυκονιάτες και άλλους Κυκλαδίτες, ξεκινάει από τη Μύκονο. Τους εκγύμνασε και εξόπλισε η ίδια σε 16 αποσπάσματα από 50 άντρες το καθένα, και με δικά τις οικονομικά εξεστράτευσε εναντίον των Τούρκων στην Εύβοια, στην Θεσσαλία και στην Ρούμελη. Σε όλη την εκστρατεία η Μαντώ όχι μόνο σκορπίζει τον ενθουσιασμό και εμψυχώνει τους μαχητές αλλά συμμετέχει άμεσα και πολεμάει παλικαρίσια στην πρώτη γραμμή.

Η Μαντώ πρόσφερε στον Αγώνα 700.000 γρόσια. Στα 1825 ζούσε σε ένα ερειπωμένο σπίτι στο Ναύπλιο. Το 1826 έδωσε να εκποιηθούν τα κοσμήματά της και να διατεθούν προς περίθαλψη δύο χιλιάδων Μεσολογγιτών που σώθηκαν από την Έξοδο.

Για τις υπηρεσίες στην Πατρίδα, της απένειμαν τον επίτιμο βαθμό του αντιστράτηγου από τον Καποδίστρια και της παραχώρησε κεντρικό σπίτι στο Ναύπλιο. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια (1831), τα πράγματα έγιναν πολύ άσχημα για την ηρωίδα, και απογοητευμένη από την άτυχη ερωτική περιπέτειά της με το Δημήτριο Υψηλάντη και καταδιωγμένη από τον Ιωάννη Κωλέττη, ξαναγύρισε στη Μύκονο κι έπειτα από λίγα χρόνια πέθανε πάμφτωχη στην Πάρο στα 1848. Η κηδεία της υπήρξε πάνδημη. Ο τάφος της βρίσκεται στο προαύλιο της Καταπολιανής.

Τη Μαντώ γνώρισε από κοντά ο Γάλλος Rybaud το 1821 και την περιγράφει σαν ευγενική προσωπικότητα με φλογερό πατριωτισμό. Συγκρίνοντάς την με τη Μπουμπουλίνα αναφέρει:

“Από τη μια μεριά [Μπουμπουλίνα] το θάρρος, σπάνιο σε γυναίκες, που συνοδεύεται όμως από τη βουλιμία για το κέρδος… Κι από την άλλη [Μαντώ] η φιλοπατρία σε όλη της την καθαρότητα, χωρίς ίχνος ιδιοτέλειας, η απόλυτη αυτοθυσία, η πιο συγκινητική απρονοησία για το προσωπικό μέλλον.”

Μου έλεγε η Μαντώ: “Δεν με νοιάζει τι θα γίνω αν είναι να ελευθερωθεί η πατρίδα μου. Όταν θα έχω χρησιμοποιήσει όλα όσα μπορώ να διαθέσω για την ιερή υπόθεση της ελευθερίας, θα τρέξω στο στρατόπεδο των Ελλήνων για να τους ενθαρρύνω με την απόφασή μου να πεθάνω, αν χρειαστεί, για την ελευθερία”.

Παρόμοια εντύπωση για τη Μαντώ σχημάτισε και ο Άγγλος Eduard Blaquire, ο οποίος προσθέτει ότι του έκανε εντύπωση η φιλοδοξία της να δει όλες τις τάξεις ενωμένες.

 

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Κωνσταντάρας Κ., Τα πρόσωπα του 1821, τ. Β’, 2021

Παπαρρηγόπουλος Κ., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Δ’ (Πεντάτομη έκδοση)

Περισσότερα

Άρθρα-Συνεργασίες

ΑΦΙΕΡΩΜΑ 1821: Χρήστος Καψάλης, ο ήρωας Μεσολογγίτης παράδειγμα αυτοθυσίας

Δημοσιεύθηκε

στις

της ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΥΚΟΠΟΥΛΟΥ

Ο Χρήστος Καψάλης γεννήθηκε στο Μεσολόγγι το 1751 και υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης στην πόλη του. Διέθεσε ολόκληρη την περιουσία του για το λαό του.

Καταγόταν από παλιά οικογένεια του Μεσολογγίου και ήταν πρόκριτος την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας. Όταν ο λόρδος Βύρων πήγε στο Μεσολόγγι του παραχώρησε ένα από τα σπίτια του. Ακόμη συμμετείχε στην επισκευή των προμαχώνων αλλά και στην εμψύχωση των πολιορκημένων. Το σπίτι του μάλιστα ήταν αποθήκη πυρίτιδας και πυρομαχικών.

Στις 8 Απριλίου του 1826 αποφασίστηκε η έξοδος του Μεσολογγίου όταν τέθηκε το ερώτημα τι θα απογίνουν τα γυναικόπαιδα οι γέροι και οι ανήμποροι ο Καψάλης δήλωσε ότι θα κλειστεί στο σπίτι του με όλους όσους δεν μπορούν να φύγουν και την κατάλληλη στιγμή θα το τινάξει στον αέρα. Αυτό και έγινε. Τη νύχτα της ηρωικής εξόδου συγκεντρώθηκαν 400 περίπου άτομα στο σπίτι του Καψάλη.  Τούρκοι είχαν κυκλώσει το σπίτι και προσπαθούσαν να μπουν. Τότε ο ηρωικός Καψάλης έριξε έναν αναμμένο δαυλό στην πυρίτιδα και μαζί τους τινάχτηκαν στον αέρα περίπου 1.000 άνδρες. Η προτομή του Καψάλη είχε στηθεί στην Ιερά Πόλη του Μεσολογγίου από το 1926.

 

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Σπυρομήλιος, Απομνημονεύματα της δευτέρας πολιορκίας του Μεσολογγίου, Αθήνα 1957

Φωτιάδης Δ. , Μεσολόγγι. Το έπος της μεγάλης πολιορκίας, Αθήνα 1977

Περισσότερα
Advertisement

Ροή ειδήσεων

Advertisement

Αυτή την εβδομάδα