Παρασκευή 24 Μαρτίου 2023
Connect with us

Άρθρα-Συνεργασίες

ΑΠΟΨΗ: Οι πράξεις απέναντι στα λόγια

Δημοσιεύθηκε

στις

 

Η «συνέπεια» και η «συνέχεια» υπήρξαν το αφήγημα της κυβέρνησης και της Ν.Δ. από τον περασμένο Σεπτέμβριο μέχρι τώρα. Και θα συνεχίσει να υπάρχει, βέβαια, μέσω δράσεων και εκδηλώσεων που θα στοχεύουν να υπενθυμίζουν τα κυβερνητικά πεπραγμένα. Ωστόσο, είναι προφανές ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν θα φτάσει στις κάλπες μόνο με αυτό το αφήγημα.

Φτάνει η ώρα πλέον που θα αρχίσει να ξεδιπλώνεται το επόμενο μέρος της στρατηγικής του, με φόντο τις κάλπες. Και αυτό το «δεύτερο μέρος» περιλαμβάνει το προεκλογικό πρόγραμμα της Ν.Δ., ένα πρόγραμμα μάλιστα, το οποίο η κυβέρνηση θα φροντίσει να αρχίσει να ξεδιπλώνεται πριν από τις κάλπες, με στόχο οι πολίτες να καταλάβουν ότι δεν πρόκειται για «λόγια του αέρα» και απλές υποσχέσεις, αλλά για απτές δράσεις που ήδη εκκινούν. Και ένα πολύ καλό παράδειγμα είναι η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού που πάει πλέον για την 1η Απριλίου, δηλαδή πριν από τις κάλπες. Τα σενάρια που βλέπουν το φως της δημοσιότητας για κατώτατο μισθό στα 801 ευρώ δεν απέχουν από την πραγματικότητα. Και αυτή η αύξηση θα έρθει παράλληλα με ανακοινώσεις για νέες μειώσεις των ασφαλιστικών εισφορών, προκειμένου να συγκρατηθεί το κόστος για τις επιχειρήσεις.

Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνάμε τις αυξήσεις στις συντάξεις, την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος και μια σειρά από άλλες πρωτοβουλίες που θα ανακουφίσουν οικονομικά την κοινωνία. Και όπως καλά γνωρίζουμε όλοι το «οικονομικό» είναι το νο1 ζήτημα της κοινωνίας, ειδικά στις μέρες μας.

Είναι βέβαιο πως στον ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μείνουν με… σταυρωμένα χέρια. Ο Αλέξης Τσίπρας έχει ήδη κάνει εξαγγελίες από το βήμα της ΔΕΘ και στην πορεία θα κάνει και άλλες. Μεταξύ αυτών, η πάγια εξαγγελία, για μείωση των ειδικών φόρων και του ΦΠΑ σε μία σειρά από βασικά προϊόντα. Ωστόσο, στη Ν.Δ. πιστεύουν πως θα έχουν το πολιτικό και εκλογικό πλεονέκτημα. Την ώρα που ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ θα λέει πολλά «θα», η σημερινή κυβέρνηση ήδη θα νομοθετεί μέτρα και δράσεις. Απέναντι στα λόγια οι πράξεις, δηλαδή…

 

 

Άρθρα-Συνεργασίες

ΕΛΙΣΣΑΙΟΣ ΒΓΕΝΟΠΟΥΛΟΣ: Ενότητα «Χάρτινοι Ήρωες»- Μπλέκ ή «Απάνω τους ωρέ Έλληνες»

Δημοσιεύθηκε

στις

«Ο προς την θάλασσαν πύργος, είναι εξαίρετον δείγμα Ιταλικής φρουριακής τέχνης. Έχει το φρούριον εμβαδόν 24  στρεμμάτων, ήτοι όσον και το Παλαμήδι. Η άμυνα διεξήγετο εις δύο τομείς, τα οχυρώματα των επάλξεων άνω και από κάτω από έν σύστημα δωματίων με πολεμίστρας. Είναι το πλέον ενδιαφέρον από μερικάς απόψεις όλων των Ελληνικών». Κάστρων, συμπλήρωνα ποντάροντας περισσότερο στην τύχη, θολωμένος από τα παράξενα κι ακαταλαβίστικα που διάβαζα. Η χοντρή κυρία μας αποφασισμένη ν’ ατιμάσει το σαββατοκύριακο που ερχόταν στρουμπουλό – στρουμπουλό όλο χάρη κατά πάνω μας, έδωσε την τελευταία και χαριστική προσταγή. «Θα διαβάσετε και θα γράψετε για ένα μνημείο της πόλης και τη Δευτέρα, πρώτα ο Θεός, θα φέρετε  την εργασία σας». «Πρώτα ο Θεός και πρώτα ο Θεός», είχαμε βρει το διάολο μας μ’ αυτή τη δασκάλα, που κάθε τρεις και λίγο όλο κάτι της θυμόταν για να στραγγίσει, όση ώρα υπέθετε ότι θα μας έμενε ελεύθερη από τις αυτονόητες υποχρεώσεις του υπόλοιπου διαβάσματος. Τώρα που είχαμε και την 25η Μαρτίου ακόμα χειρότερα για μας. Έκλεινε τη βδομάδα η κυρία «Πρώτα ο Θεός» φροντίζοντας να πνίξει κάθε πιθανότητα αλητείας στην περιφέρεια της τεμπελιάς, της σχόλης και της αγίας οκνηρίας.

-Πήγε δώδεκα η ώρα, δεν θα κοιμηθείς; ψιθύρισε η μάνα μου στο χώρο. Γύρισα και την είδα να στέκεται πίσω μου, φωτιζόταν από το μικρό πορτατίφ του στεκόταν στο μικρό τραπεζάκι. Είχε στο πρόσωπο  τη συγκρατημένη αυστηρότητα  της Αγίας Αικατερίνης λίγο πριν τον βασανισμό της, που ξεφλουδιζόταν σε ωχρή γλυκύτητα όπως  την αποτύπωσε  κάποιος αγιογράφος ένα ξημέρωμα.

-Τώρα σε λίγο, γαμώ τη μου, δεν τα καταλαβαίνω αυτά που γράφει, ρε μαμά.

-Άστα τώρα κοιμήσου, αύριο θα είναι εδώ τα παιδιά, θα  βάλουμε κάποιον να στα εξηγήσει.

-Ναι αλλά πρέπει να τα γράψω κιόλας, η χοντρέλα τα θέλει και γραμμένα. Είπα, αναθαρρημένος από τη λύση που είχε βρεθεί.

-Ε, θα σου λέει κάποιο παιδί και συ θα γράφεις. Άντε κοιμήσου τώρα. Είπε, πλησίασε κι άρχισε κατά πως το συνήθιζε, όταν ήταν να κοιμηθώ, να παραχώνει τις κουβέρτες γύρω μου και σταματούσε μόνο όταν έβλεπε ότι με είχε σχεδόν μουμιοποιήσει και δεν υπήρχε περίπτωση να τρυπώσει το κρύο από κάποια ανοιχτή εσοχή.

-Να κλείσω το φως; είπε και κινήθηκε προς το τραπεζάκι.

-Ας το θα το κλείσω εγώ σε λίγο, της απάντησα βιαστικά και γύρισα στο χοντρόδετο βιβλίο.

Με καληνύχτισε, φορτώθηκε τις έγνοιες της και κινήθηκε να βγει. Η σκιά της, μικρό πεινασμένο σκυλάκι έτρεξε πίσω της ντυμένη το σκότος του δωματίου, της συνοικίας και του σύμπαντος. Νόμιζα πως η μάνα μου ποτέ δεν είχε προβλήματα και στεναχώριες, λες και τα φόρτωνε στο αντιφέγγισμά της, λες και ήταν κακό και μιαρό να τα δει κανείς στο πρόσωπο της, τα στρίμωχνε στο είδωλο της. Το βράδυ δεν ήξερα καθώς έγερνε και δεν μπορούσε να γεννηθεί  ούτε είδωλο ούτε σκιά, μήπως οι έγνοιες τρύπωναν μέσα της και της έτρωγαν τα σωθικά. Η σκιά της μεγάλωσε λίγο πριν την πόρτα  και γλίστρησαν σαν λάμια και οσία μαζί από το μικρό δωματιάκι. Πίσω της άφηνε λιβάνι από σιγουριά, θυμάρι από ζεστασιά και κίτρο από πίστη, όλα αυτά τα στάλαζε η νύχτα αργά – αργά και τα φτιάχνε μέχρι την αυγή ελπίδα και  ζωή.

Αφού ο φύλακας άγγελός έβγαλε το βάρος της ευθύνης από πάνω μου, ανέσυρα κι εγώ τον Μπλεκ κάτω από τα σκεπάσματα και είπα να κάνω κάνα μισάωρο συντροφιά με τον αγαπημένο μου επαναστάτη με το γούνινο καπέλο, τα μυώδη μπράτσα του και το φωτοστέφανο του αγνού και αμόλυντου  πατριώτη. Πάντως δεν απέσυρα και τον τόμο από πάνω μου, τον κράτησα να κρύβει τον Μπλεκ και τα ανδραγαθήματά του και να μην αποκαλυφθεί η μικρή παρασπονδία μου.

«Οι Τούρκοι, ενώ έβλεπον  επικειμένην την Επανάστασην, ελάχιστα εφρόντισαν δια την Ακρόπολιν. Πάντως ο δειλός  Μουσταφά βέης των Πατρών δι αγγαρείας των Ελλήνων ανύψωσε τα τείχη της επί τη εμφανίσει προ του λιμένος στολίσκου, ο οποίος απλώς μετέφερε το χαρέμι του Βελή πασά κατά Μάρτιον 1821. Προ της πύλης υπήρχεν ωραία και πολυχρόνιος πλάτανος, με κρήνην πολύκρουνον. Ήτο ο τόπος της συνήθους συναντήσεως των Οθωμανών και υπήρχεν εκεί καφενείον».   

Βαρύς αχός ακουγόταν. Ο τόπος είχε γεμίσει καπνό, σκόνη και μαυρίλα. Αγαρηνοί, τούρκοι και μαυριδεροί Αιγύπτιοι με αλαλαγμούς ορμούσαν στην τσιμεντένια ανηφόρα του κάστρου για να το καταλάβουν. 

Μια ομάδα για τις ανάγκες του εγχειρήματος, παρέκαμψε κι ένα παρκαρισμένο ξεβαμμένο μπλε φορτηγάκι, φορτωμένο με πάγο που ήταν εκεί για να επιτύχει κάποιο χτύπημα στη βόρεια πλευρά του κάστρου. 

Μέσα Έλληνες, από την άκρη του χρόνου μέχρι τα βάθη της άγνοιας μου, γενναία αγωνιζόντουσαν να κρατήσουν το φρούριο.

Μπλεγμένοι σε αναπάντεχη εθνική, ιστορική και αφαιρετική ομοψυχία πολεμούσαν πλάι – πλάι ο  Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος, οι τριακόσιοι του Λεωνίδα, ο συνταγματάρχης Βαρντάνης, ο Παπαφλέσας στο πρόσωπο του Δημήτρη Παπαμιχαήλ κι εγώ σε ρόλο κάτι μεταξύ Ζορό, Ταρζάν και βέβαια Μπλεκ, πώς θα μπορούσε να λείπει ο αγνός επαναστάτης μου;

Η Ελληνική γλώσσα είναι μία και αδιαίρετη σαν την Αγία Τριάδα, το διαπίστωνα παντού γύρω μου, από τις φωνές και τις κραυγές των συμπολεμιστών μου στα δεξιά,  «Απάνω του ορέ Έλληνες» από τις ιαχές των άλλων στ’ αριστερά μου «αέρα», και από την ευγενική διαπίστωση ενός σπαθοφόρου στη μέση της αλάνας «Νενικήκαμεν».

Στραπατσάδα από  ιστορία που είχα καταπιεί αμάσητη, από τις παραγωγές του Τζεημς Πάρις, από δημοτικά τραγούδια και σκηνές από τον τηλεοπτικό Άγνωστο πόλεμο, που εξυμνούσαν την ανδρεία των Ελλήνων σε όλη τη λαμπρότητα της και ακόμα λίγο. 

Η μάχη ήταν άνιση παρά την μεροληπτική στάση του ονειροπόλου δημιουργού της και την τεχνολογική ανωτερότητα των αμυνομένων. Γιατί μπορεί οι τριακόσιοι να πολεμούσαν με τόξα, αλλά κροτάλιζαν εδώ και κει πολυβόλα που τιμήθηκαν στον ένδοξο πόλεμο του ‘’ΟΧΙ’’ και κάμποσοι όλμοι από το έπος του «κομουνιστοσυμοριτοπόλεμου». Χάριν κάποιας ανεξήγητης τηλεθεάσεως η μάχη έπρεπε να είναι αμφίρροπη.  

Μέχρι που κι εγώ ο ανίκητος ήρωας όλων μαζί των ηρωικών κόμικς της δεκαετίας τραυματίστηκα, αισθανόμουν τον ιδρώτα να κυλάει στο πρόσωπό μου και το στήθος μου το ένιωθα  βαρύ.

-Παιδάκι μου τι στο δαίμονα το θελες να διαβάζεις μες τη νύχτα, αυτό είναι τέρας δεν είναι βιβλίο.

Άκουσα τη μάνα μου να  μονολογεί και πήρε τον τόμο του «Ελευθερουδάκη» από το στήθος μου. Ξαλάφρωσα και γύρισα πλευρό για ν’ αποφύγω τις παρατηρήσεις, τράβηξα τα βαριά σκεπάσματα με  τη μικρή ελπίδα μήπως και κατάφερνα να συνεχίσω το όνειρο για να νικήσουμε επιτέλους στη μάχη. Εξ άλλου κανείς δεν θα μ’ εμπόδιζε να ενισχύσω των Ελλήνων την ανδρεία με μερικά τάνκς και δεν το χα σε τίποτα να ‘ριχνα στη μάχη και λίγα F 86, που τα είχα  δει να πετούν στην τελευταία παρέλαση πάνω από την πόλη. Μαζί απέσυρα διακριτικά και το τεύχος του Μπλεκ και το τρύπωσα κάτω από το μαξιλάρι μου. Ο Καθηγητής Μυστήριος, ο Ρόντυ και ο ομώνυμος ήρωας, θα έδιναν, για καιρό, σε κάθε γρίφο, σε κάθε δύσκολη στιγμή μου, σε κάθε αμφίρροπη μάχη μου, λαχταριστές, ετοιμοπαράδοτες λύσεις, τις οποίες ακόμα θυμάμαι με γλυκόπικρη νοσταλγία και ηλεκτρισμένη λαχτάρα .

Μπήκα στο δωμάτιο που μύριζε Κυριακάτικη τσίκνα, λαχανιασμένη επιβίωση και αιώνια καρτερία. Η μάνα μου πηγαινορχόταν στην κουζίνα, ανακατεύοντας το φαγητό, φροντίζοντας τον πατέρα μου, τακτοποιώντας το μέλλον. Τα αδέρφια μου κοιμόντουσαν ακόμα και ο πατέρας μου πλάι στο λαχανί ραδιοφωνάκι άκουγε το τελευταίο δελτίο ειδήσεων του ραδιοφωνικού σταθμού της Ιεράς Πόλεως του Μεσολογγίου.

Ανάμεσα στα παράσιτα του ραδιοφώνου άκουσα τις λέξεις «Επί τη επετείω», «θα ακολουθήσει ρίψεις φωτοβολίδων, εις την Ακρόπολιν της πόλεως των Πατρών». Δεν ήξερα αν είχα καταλάβει καλά και κοίταζα καθ’ όλη την διάρκεια του σήματος τέλους των ειδήσεων τον πατέρα μου. Εκείνος νωχελικά γύρισε και με κοίταξε μάλλον αποφασισμένος και σίγουρος για την απάντησή μου.

-Θα πάμε θα ρίξουν πυροτεχνήματα για την 25ης Μαρτίου;

-Αμέ απάντησα, υπολογίζοντας ότι είχα καταλάβει καλά κι ας μην είχα ακούσει ποιας ακριβώς «επετείω».

Πέρασα το πρωινό με τον αδελφό μου να μου μεταφράζει το δυσνόητο κείμενο της εγκυκλοπαίδειας για το κάστρο. Συναντήθηκα με τις λαμπρές στιγμές του φρουρίου, με χρόνους μακρινούς, με ιππότες και πολέμους τρομερούς. Συναντήθηκα και με ήρωες της επανάστασης, είναι αλήθεια όχι πρώτης γραμμής αλλά πάντως ήρωες, έτσι που το χα σίγουρο ότι δεν χρειάζονταν τανκς και F 86 για να κατατροπωθούν οι άπιστοι. Καθώς ο αδελφός μου διάβαζε το κείμενο και μετά το εξηγούσε εξοικειώθηκα λίγο και με καταλάμβανε η εθνική έπαρσις πριν τη μετάφραση. «Διακρίθησαν ως τολμηρότεροι εις την πολιορκίαν οι Παναγιώτης Καρατζάς και Σταμάτης Κουμανιώτης. Τολμηροί οι Έλληνες έστησαν κατά του φρουρίου έξ κανόνια μετακομισθέντα εκ των εν τω λιμένι Ιονίων πλοίων. Από του ναού Παντοκράτορος αφηρείτο η εκ χαλκού στέγη προς παρασκευήν φυσιγγίων.

Περισσότερα

Άρθρα-Συνεργασίες

ΑΦΙΕΡΩΜΑ 1821: Μαντώ Μαυρογένους, μαχητική και γεμάτη αυταπάρνηση

Δημοσιεύθηκε

στις

της ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΥΚΟΠΟΥΛΟΥ

Η Μαντώ (Μαγδαληνή) ήταν κόρη του Νικόλαου Μαυρογένη, μεγαλέμπορου που ήταν εγκατεστημένος στην Τεργέστη. Γεννήθηκε στα 1796 στο χωριό Μαρμαρά της Πάρου. Η μητέρα της, Ζαχαράτη Μπάτη, ήταν γεννημένη στη Μύκονο. Εγκαταστάθηκαν στην Τεργέστη και εκεί ο πατέρας της Νικόλαος ασχολήθηκε με το εμπόριο. Ο μεγάλος θείος του πατέρα της, Νικόλαος Μαυρογένης, ήταν δραγουμάνος του Οθωμανικού στόλου και ηγεμόνας της Βλαχίας, στον οποίο στα 1812, ο πατέρας της ανέθεσε τη μόρφωσή της, στην Τήνο.

Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, η Μαντώ Μαυρογένους δραστηριοποιήθηκε κυρίως στη Μύκονο. Μετά από δική της προτροπή, οι κάτοικοι του νησιού, ξεσηκώθηκαν εναντίον των Τούρκων. Η Μαυρογένους εξόπλισε πλοία από δικά της χρήματα και ηγήθηκε του αγώνα κατά των πειρατών που λυμαίνονταν τις Κυκλάδες και αργότερα πολέμησε στο Πήλιο, στη Φθιώτιδα, στην Κάρυστο και στη Λιβαδειά. Κάτοχος της γαλλικής γλώσσας, συνέταξε συγκινητική έκκληση προς τις γυναίκες της Γαλλίας, ζητώντας τη συμπαράστασή τους στον πληθυσμό της Ελλάδας. Επίσης εκτός από τη γαλλική, μιλούσε άπταιστα την ιταλική, αλλά και την τουρκική γλώσσα.

Με την έκρηξη της Επανάστασης του 1821 παίρνει μέρος στις συσκέψεις που γίνονται για συμμετοχή στον Ιερόν Αγώνα και αποφασίζει να πάει στην Μύκονο. Εξοπλίζει με δικές της οικονομίες δύο πλοία – με καπετάνιους τον Αζορμπά και τον Νικολή και τα στέλνει να πάρουν μέρος στον Αγώνα, μαζί με άλλα δύο μυκονιάτικα πλοία που εξόπλισαν οι Μυκονιάτες. Τον Ιούνιο του 1821 άλλα τέσσερα μυκονιάτικα πλοία εξοπλίζονται, με προτροπή της.

Στις 22 Οκτωβρίου 1822, με τα παλικάρια που είχε γυμνάσει, απέκρουσε και συνέτριψε την δύναμη διακοσίων Τούρκων που έκαναν απόβαση στην Μύκονο. Η Μαντώ, αψηφώντας το θάνατο, αναδείχθηκε άξιος οπλαρχηγός του Αγώνα.

Στις 10 Φεβρουαρίου 1823, επικεφαλής σώματος 800 ανδρών από Μυκονιάτες και άλλους Κυκλαδίτες, ξεκινάει από τη Μύκονο. Τους εκγύμνασε και εξόπλισε η ίδια σε 16 αποσπάσματα από 50 άντρες το καθένα, και με δικά τις οικονομικά εξεστράτευσε εναντίον των Τούρκων στην Εύβοια, στην Θεσσαλία και στην Ρούμελη. Σε όλη την εκστρατεία η Μαντώ όχι μόνο σκορπίζει τον ενθουσιασμό και εμψυχώνει τους μαχητές αλλά συμμετέχει άμεσα και πολεμάει παλικαρίσια στην πρώτη γραμμή.

Η Μαντώ πρόσφερε στον Αγώνα 700.000 γρόσια. Στα 1825 ζούσε σε ένα ερειπωμένο σπίτι στο Ναύπλιο. Το 1826 έδωσε να εκποιηθούν τα κοσμήματά της και να διατεθούν προς περίθαλψη δύο χιλιάδων Μεσολογγιτών που σώθηκαν από την Έξοδο.

Για τις υπηρεσίες στην Πατρίδα, της απένειμαν τον επίτιμο βαθμό του αντιστράτηγου από τον Καποδίστρια και της παραχώρησε κεντρικό σπίτι στο Ναύπλιο. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια (1831), τα πράγματα έγιναν πολύ άσχημα για την ηρωίδα, και απογοητευμένη από την άτυχη ερωτική περιπέτειά της με το Δημήτριο Υψηλάντη και καταδιωγμένη από τον Ιωάννη Κωλέττη, ξαναγύρισε στη Μύκονο κι έπειτα από λίγα χρόνια πέθανε πάμφτωχη στην Πάρο στα 1848. Η κηδεία της υπήρξε πάνδημη. Ο τάφος της βρίσκεται στο προαύλιο της Καταπολιανής.

Τη Μαντώ γνώρισε από κοντά ο Γάλλος Rybaud το 1821 και την περιγράφει σαν ευγενική προσωπικότητα με φλογερό πατριωτισμό. Συγκρίνοντάς την με τη Μπουμπουλίνα αναφέρει:

“Από τη μια μεριά [Μπουμπουλίνα] το θάρρος, σπάνιο σε γυναίκες, που συνοδεύεται όμως από τη βουλιμία για το κέρδος… Κι από την άλλη [Μαντώ] η φιλοπατρία σε όλη της την καθαρότητα, χωρίς ίχνος ιδιοτέλειας, η απόλυτη αυτοθυσία, η πιο συγκινητική απρονοησία για το προσωπικό μέλλον.”

Μου έλεγε η Μαντώ: “Δεν με νοιάζει τι θα γίνω αν είναι να ελευθερωθεί η πατρίδα μου. Όταν θα έχω χρησιμοποιήσει όλα όσα μπορώ να διαθέσω για την ιερή υπόθεση της ελευθερίας, θα τρέξω στο στρατόπεδο των Ελλήνων για να τους ενθαρρύνω με την απόφασή μου να πεθάνω, αν χρειαστεί, για την ελευθερία”.

Παρόμοια εντύπωση για τη Μαντώ σχημάτισε και ο Άγγλος Eduard Blaquire, ο οποίος προσθέτει ότι του έκανε εντύπωση η φιλοδοξία της να δει όλες τις τάξεις ενωμένες.

 

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Κωνσταντάρας Κ., Τα πρόσωπα του 1821, τ. Β’, 2021

Παπαρρηγόπουλος Κ., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Δ’ (Πεντάτομη έκδοση)

Περισσότερα

Άρθρα-Συνεργασίες

ΑΠΟΨΗ: Μετωπική με το «βαθύ κράτος»

Δημοσιεύθηκε

στις

 

 

Η συνέντευξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στον Σταύρο Θεοδωράκη, πρώτον ξεκαθάρισε τον μήνα των εκλογών. Θα είναι ο Μάιος. Οπότε, αυτομάτως, καίγονται όλα τα «σενάρια» που μιλούσαν για το ενδεχόμενο (των πρώτων) εκλογών μέσα στο κατακαλόκαιρο (Ιούλιο). Βεβαίως, εκλογές μέσα στο κατακαλόκαιρο μπορεί να έχουμε, αλλά θα είναι οι δεύτερες.

Είναι σημαντικό που έστω και χωρίς ακριβή ημερομηνία ξεκαθάρισε ο χρόνος των εκλογών προκειμένου να πάψουν αφενός να διακινούνται διάφορες φήμες και αφετέρου, οι υποψήφιοι των κομμάτων που εδώ και καιρό αισθάνονται ως… ποδοσφαιριστές σε μόνιμη προθέρμανση, να αποκτήσουν επιτέλους έναν χρονικό ορίζοντα δράσης.

Επίσης, η συνέντευξη του πρωθυπουργού όμως, έβαλε και ένα νέο ζητούμενο στον δημόσιο διάλογο και στην προεκλογική ατζέντα. Όπως είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εάν η ΝΔ έχει την κοινοβουλευτική ευχέρεια, θα δρομολογήσει νέα αναθεώρηση του Συντάγματος, η οποία θα περιλαμβάνει την κατάργηση του άρθρου 16 για τα ΑΕΙ, οδηγώντας στην ίδρυση ιδιωτικών Πανεπιστημίων.  Και είναι ακόμα πιο σημαντικό ότι ο πρωθυπουργός δεν αναφέρθηκε στο άρθρο 16 επειδή ρωτήθηκε. Το έκανε αυτοβούλως. Γιατί, άραγε; Μήπως για να εγείρει νέα αντιπολιτευτικά πυρά που θα μιλάνε για «ιδιωτικοποίηση της παιδείας»; Η απάντηση είναι εύκολη: Ακριβώς, γι’ αυτό!

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται πως έχει αποφασίσει να βάλει πολύ ψηλά στην προγραμματική του ατζέντα πλέον, τη μάχη απέναντι σε οτιδήποτε εκφράζει το «βαθύ κράτος» και τις αντιλήψεις που έρχονται από το χθες και δεν επιτρέπουν στη χώρα να εκσυγχρονιστεί. Θεωρεί πως η τραγωδία στα Τέμπη αναδεικνύει αυτό το «βαθύ κράτος», καθώς έργα που θα έπρεπε να έχουν γίνει εδώ και 20 χρόνια, ακόμα εκκρεμούν. Και το πολιτικό του αισθητήριο του «λέει» πως η ελληνική κοινωνία είναι πολύ πιο έτοιμη τώρα να ταχθεί στο πλευρό του για μία μάχη με κάθε τι που καθυστερεί την πρόοδο έστω και αν φοράει τον μανδύα του «προοδευτικού». Νομίζουμε ότι δεν κάνει λάθος. Αλλά, καθώς ο χρόνος μέχρι τις κάλπες δεν είναι πια και τόσο μεγάλος…. «Κυριακή κοντή γιορτή»!

Περισσότερα
Advertisement

Ροή ειδήσεων

Advertisement

Αυτή την εβδομάδα