Άρθρα-Συνεργασίες
ΕΛΙΣΣΑΙΟΣ ΒΓΕΝΟΠΟΥΛΟΣ: Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικόν Μέτωπον
Στους Ουκρανούς αμυνόμενους του ανατολικού μετώπου
Δημοσιεύθηκε
1 εβδομάδα πρνστις

Θα βγάλουμε το συμπέρασμα ότι η ανθρωπότητα έγινε κάπως σοφότερη όταν πάψουν να γίνονται πόλεμοι, όταν οι άνθρωποι πάψουν να φέρονται σαν θηρία, όταν οι κοινωνίες συνειδητοποιήσουν, ότι ο πόλεμος είναι ο πιο οδυνηρός, πιο ακριβός και ο πιο απάνθρωπος τρόπος επίλυσης των διαφορών του. Μέχρι τότε θα γνωρίζουμε ότι θα κερδίζει αυτός που ξέρει, πότε και πού να πολεμήσει και το Μακιαβελικό ότι ο πόλεμος αρχίζει όταν θέλει κάποιος «πυροβολημένος», «τρελαμένος», αφιονισμένος ηγέτης αλλά δεν τελειώνει όταν αυτός αποφασίσει να κατεβάσει το όπλο, αλλά όταν η καταστροφή είναι πλήρης και ολοκληρωτική.
Στην ταινία «Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικόν Μέτωπον» (η οποία στην τελετή των προσφάτως απονεμηθέντων Οσκαρ, χωρίς να αδικηθεί, δεν έλαβε κι αυτά που της αναλογούσαν), βρισκόμαστε στις αρχές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε όλες τις γερμανικές πόλεις επικρατεί ενθουσιασμός για τον πόλεμο που είναι σε εξέλιξη και την επιστράτευση που κορυφώνεται. Όλοι στους δρόμους πανηγυρίζουν ο καθηγητής του Γυμνασίου απευθύνεται στους μαθητές του με στόμφο και υπερηφάνεια τους προτρέπει να καταταχτούν εθελοντικά για να είναι μέρος της μεγάλης νίκης που επίκειται. Εμβατήρια, παρελάσεις, πλήθη από άνδρες, γυναίκες και παιδιά που παραληρούν και ραίνουν με άνθη τους εθελοντές, μαζί και τον Πάουλ Μπόιμερ τον 18χρονο ήρωά μας και όλη την τάξη του, που έτρεξαν κάτω από την εθνικιστική σαγήνη του καθηγητή του να καταταγεί σύσσωμη.
Οι ανυποψίαστοι νεαροί μαθητές στον στρατώνα αισθάνονται ότι έχουν πάει σε κατασκήνωση, απολαμβάνουν την αναμονή της μάχης και είναι βέβαιοι πως ακολουθείται από τη μέθη της νίκης και το στεφάνι της δόξας. Η διαταγή φτάνει για το πολυπόθητο μέτωπο και τη συνάντηση με την νίκη. Εκεί, στο Δυτικό Μέτωπο όμως τους περιμένει μια άλλη πραγματικότητα, φρικτή και απάνθρωπη.
Μέσα στα λασπόνερα, την ακινησία στο βυθό των ορυγμάτων, τους αλλεπάλληλους τραυματισμούς και θανάτους, οι νεαροί εθελοντές μας, αντιλαμβάνονται γρήγορα και με βάναυσο τρόπο, ότι ο πόλεμος δεν είναι ένα ταξίδι στο λαμπρό δρόμο της δόξας και της τιμής όπως «Δεν είναι ούτε κατηγορία ούτε ομολογία», όπως έγραφε για το έργο του ο ίδιος ο συγγραφέας Ε. Μ. Ρεμάρκ «και κυρίως δεν είναι περιπέτεια, γιατί ο θάνατος δεν είναι περιπέτεια, για όσους τον αντιμετωπίζουν πρόσωπο με πρόσωπο».
Ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ γεννήθηκε το 1898 στο Όσναμπρυκ της Γερμανίας και μεγάλωσε μέσα στη νοσηρή ατμόσφαιρα που προηγήθηκε του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1916 πήγε στρατιώτης όπου βρέθηκε μπροστά στο «μεγαλύτερο ομαδικό έγκλημα στην ιστορία». Το 1929 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Ουδέν νεότερον από το δυτικό μέτωπο», που θεωρήθηκε η πιο ειλικρινής και σπαρακτική μαρτυρία για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και γνώρισε διεθνή επιτυχία. Το 1933 τα βιβλία του κάηκαν από το ναζιστικό καθεστώς και ο ίδιος αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία. Το 1940 μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες και λίγα χρόνια αργότερα πήρε την αμερικανική υπηκοότητα. Πέθανε στο Λοκάρνο το 1970. Ανάμεσα στα μυθιστορήματά του περιλαμβάνονται “Ο μαύρος οβελίσκος”, “Τρεις σύντροφοι”, “Η αψίδα του θριάμβου” και “Ο παράδεισος δεν έχει ευνοουμένους”, που εκδόθηκε το 1958 και μεταφράστηκε αμέσως στα αγγλικά. Ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ έγραψε επίσης σενάρια για το Χόλλυγουντ όπου πέρασε τα χρόνια της ωριμότητάς του.
Τα γεγονότα διαδραματίζονται στα χαρακώματα και στα πεδία μάχης του Δυτικού Μετώπου καθ’ όλη τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Μερικές άλλες σκηνές αναπτύσσονται στα νοσοκομεία, όπου βλέπουμε στοιβαγμένους εκατοντάδες σοβαρά τραυματισμένους ανθρώπους, οι οποίοι πολεμούν στην αρχή για την πατρίδα τους και προσπαθεί ο ένας να δώσει θάρρος στον άλλον και στη συνέχεια για την επιβίωση τη δική τους και των φίλων τους. Σε όλες τις σκηνές μετά τους πρώτους ενθουσιασμούς και τις τυμπανοκρουσίες, τα συναισθήματα που κυριαρχούν είναι η αγωνία, ο φόβος και η απόγνωση, αλλά αυτό που σκεπάζει τα πάντα είναι ο τρόμος του θανάτου. Κάθε σκηνή με ακρίβεια μας περιγράφει πώς ζούσαν οι στρατιώτες στα χαρακώματα, ανάμεσα σε τρωκτικά, λασπόνερα, βρώμα και δυσωδία, εγκατάλειψη και απελπισία.
Οι επιθέσεις είναι συνεχείς και επαναλαμβανόμενες, άφηναν πίσω τους χιλιάδες νεκρούς, ακρωτηριασμένους και τραυματίες. Σε μία από αυτές, ενώ η επίθεση είναι σε πλήρη ανάπτυξη ο Πάουλ Μπόιμερ παλεύει σώμα με σώμα με ένα Γάλλο κι αφού τον μαχαιρώνει απανωτά τον εγκαταλείπει μισοπεθαμένο στην άκρη του κρατήρα μιας βόμβας, όπου είχαν εγκλωβιστεί. Στην προσπάθειά του να φύγει από το φρικτό μέρος αντιλαμβάνεται ότι τα πυρά είναι τόσο πυκνά που ήταν αδύνατο να ξεμυτίσει. Ο Γάλλος στρατιώτης βογκά από τους πόνους και ο Πάουλ Μπόιμερ αντιλαμβάνεται ότι δίπλα του δεν υπάρχει ένας απειλητικός εχθρός αλλά ένας συνάνθρωπος μισοπεθαμένος που υπέφερε από τους πόνους των πληγών και την απόγνωση του θανάτου. Συγκλονισμένος από την τόσο απλή και τρομερή αλήθεια που του αποκαλύπτεται, φροντίζει με όλες του τις περιορισμένες δυνάμεις τον άμοιρο στρατιώτη μέσα στη συντριβή, τις τύψεις, τον πόνο και την απελπισία. Η περιγραφή της σκηνής στο βιβλίο είναι ανυπέρβλητη αλλά και η προσαρμογή της στην ταινία είναι έντονη και με υποδόριο τρόπο διαβρώνει όλες τις πολεμικές πομφόλυγες και τις ψευτοηρωικές φλύκταινες των απανταχού πολεμοκαπήλων.
«Είμαι νέος, μόλις έκλεισα τα 20· από τη ζωή δεν ξέρω παρά μόνο την απελπισία, το θάνατο, το φόβο και μια αλυσίδα από ανόητες επιπολαιότητες, πάνω από μια άβυσσο πόνων και θλίψεων. Βλέπω λαούς να ορμούν σε άλλους λαούς, να σκοτώνουν και να σκοτώνονται, χωρίς ούτε κι εκείνοι να ξέρουν το γιατί, υπακούοντας σ΄ αυτούς που τους στέλνουν, χωρίς συναίσθηση του κινδύνου ή της ευθύνης τους» Ε.Μ.Ρεμάρκ
Μέσα σε απαστράπτοντα γραφεία μεταξύ τυρού και αχλαδιού, αυτοί που προκάλεσαν τον πόλεμο και όλον αυτόν τον αφανισμό, προσπαθούν να βρουν τρόπο να σταματήσουν τον φοβερό πόλεμο των χαρακωμάτων. Κάτω από την ασύλληπτη δύναμη πυρός της Αντάντ και την είσοδο των Αμερικανών στον πόλεμο, ο Κάιζερ παραιτείται και η νεοδημιουργηθείσα σοσιαλδημοκρατική γερμανική κυβέρνηση, ασμένως, υπογράφει ειρήνη άνευ όρων. Αλλά η παράνοια βρίσκει τρόπο να επιβιώσει. Ο ανώτατος στρατιωτικός υπεύθυνος της περιοχής, ο οποίος διοικεί την μονάδα του Πάουλ Μπρόιμερ, διατάσσει επίθεση την τελευταία μισή ώρα πριν μπει σε εφαρμογή το σύμφωνο κατάπαυσης του πυρός, την 11η ώρα, της 11ης ημέρας του 11ου μήνα, για την κατάληψη κάποιων, ελαχίστων μέτρων γης. Αποτέλεσμα αυτής της παράλογης απόφασης ήταν να ξολοθρευτούν, χωρίς κανένα σοβαρό λόγο, κάμποσοι νέοι άνθρωποι, ξεγελασμένοι στρατιώτες, οι οποίοι την προηγούμενη νύχτα πανηγύριζαν την επίτευξη της πολυπόθητης ειρήνης και γιόρταζαν την επιστροφή στα σπίτια τους. Τι ειρωνεία! ο στρατιώτης σβήνει τη στιγμή που από το βάθος ακούγεται το πολυπόθητο σάλπισμα της ειρήνευσης ακριβώς την 11η ώρα, της 11ης ημέρας του 11ου μήνα του 1918.
Το «Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικόν Μέτωπον» είναι κατ’ αρχάς ένα αντιπολεμικό μυθιστόρημα και κατ’ επέκταση η ταινία αφού έχει ως βάση της το βιβλίο κι αυτή έχει έντονο τον αντιπολεμικό χαρακτήρα. Παρουσιάζουν τον πόλεμο με μια νέα οπτική σκοπιά. «Χάσαμε πια κάθε αίσθημα αλληλεγγύης. Μόλις μπορούμε να διατηρήσουμε την αυτοκυριαρχία μας, όταν η ματιά μας —ματιά κυνηγημένου ζώου— φωτίζει τη μορφή κάποιου συνανθρώπου μας. Είμαστε αναίσθητοι, νεκροί, που κάποια τρομερή μαγεία δίνει τη δύναμη να τρέχουμε και να σκοτώνουμε». Ε.Μ.Ρεμάρκ
Η αντιμετώπιση μιας σύρραξης ήταν διαφορετική από την λεγόμενη επική ή ηρωική σκοπιά, με την οποία παρουσιαζόταν ο πόλεμος από την εποχή του Ομήρου ως τις αρχές του 20ού αιώνα. Όταν εκδόθηκε το βιβλίο το 1929 «τάραξε τα νερά» της λογοτεχνίας από το αντιπολεμικό του πνεύμα, με αποτέλεσμα να απαγορευτεί η κυκλοφορία του και να καεί από τους Ναζί. Αυτό έγινε διότι η αντιηρωική ματιά του απλού στρατιώτη, η ειρηνιστική του διάθεση και η καταγγελία του πολέμου ερχόταν σε αντιπαράθεση με τα σχέδια των Ναζί. Επίσης, όπως και το βιβλίο, έτσι και η ταινία που βασίστηκε σε αυτό απαγορεύτηκε, ενώ ο ίδιος ο Ε.Μ.Ρεμάρκ αντιμετωπίστηκε ως εχθρός της πατρίδας του, η δε αδελφή του συγγραφέα εκτελέστηκε από τους Ναζί, με την κατηγορία υπονόμευσης του γερμανικού λαού.
Ειρήσθω εν παρόδω και λαμβάνοντας υπ’ όψη όλα τα παραπάνω, πάντα αναρωτιόμουν κατά πόσο μια αντιπολεμική ταινία, που φιλοδοξεί να είναι τέτοια, πώς μπορεί να το πετύχει όταν η αναπαράσταση του πολέμου είναι από μόνο του ένα εντυπωσιακό υπερθέαμα. Πώς μπορεί να διατηρεί τον αντιπολεμικό της χαρακτήρα μια ταινία, όταν δείχνει συνεχείς μάχες, φτιαγμένες με ρεαλιστικό τρόπο, απανωτούς νατουραλιστικούς σκοτωμούς, εντυπωσιακά πλάνα εκρήξεων, πλήθη κινούμενα το ένα εναντίον του άλλου, ογκώδεις πολεμικές μηχανές, τανκς, οχήματα μεταφοράς ή χιλιάδες άλογα και κομπάρσους και όλα αυτά χορογραφημένα με θαυμαστή ακρίβεια και με εντυπωσιακά οπτικά και ηχητικά αποτελέσματα σε μια συμφωνία θανάτου; Η φιλμογραφία είναι πια πλούσια σε ταινίες με «αντιπολεμικά» μηνύματα όπως, «Η Γέφυρα του Ποταμού Κβάι, Γράμματα από την Ιβο Τζίμα, Η Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν, Δουνκέρκη, Καλλίπολη 1915, Σταυροί στο Μέτωπο, Τα Κανόνια του Ναβαρόνε, Η Λεπτή Κόκκινη Γραμμή, Αποκάλυψη Τώρα, ΠΛΑΤΟΥΝ, 1917, Σταυροί στο Μέτωπο, Full Metal Jacket κ.ά», το ερώτημα παραμένει πώς ένα γοητευτικό υπερθέαμα, που σαγηνεύει τις αισθήσεις και προκαλεί τον θαυμασμό, μπορεί να έχει και χαρακτήρα φιλειρηνικό; Αρκούν οι νύξεις του περιεχομένου για να κάνουν μια ταινία αντιπολεμική την στιγμή που η μορφή και το πλαίσιο είναι εντυπωσιακά φιλοπολεμικό μέχρι τελευταίου πλάνου;
Το μυθιστόρημα του Ρεμάρκ πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη, το 1930, σε σκηνοθεσία του Λιούις Μάιλστοουν, η ταινία αποσπά τα Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερης Σκηνοθεσίας. Το 1979 μεταφέρθηκε και στη μικρή οθόνη από τον Ντέλμπερτ Μαν. Το «All Quiet on the Western Front» είναι η πρώτη γερμανόφωνη μεταφορά του βιβλίου και η επίσημη επιλογή της Γερμανίας για το Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς. Η ταινία έλαβε συνολικά εννέα υποψηφιότητες για το πολυθρύλητο αγαλματίδιο του θείου Όσκαρ. Τελικά έλαβε τα βραβεία Διεθνούς ταινίας, Φωτογραφίας, Μουσικής και σκηνογραφίας.
Τα γυρίσματα έγιναν στην Τσεχία, τη Γερμανία και το Βέλγιο και είναι η πιο ακριβή γερμανική ταινία του Netflix. Η σκηνοθεσία είναι του Γερμανού Έντουαρντ Μπέργκερ ο οποίος σπούδασε και στην Αμερική και ζει στο Βερολίνο. Ο Φέλιξ Κάμερερ υποδύεται τον 17χρονο Πάουλ Μπάουμερ ο οποίος κάνει τα πάντα, ώστε να μπορέσει να καταταγεί στον στρατό και να φτάσει στην πρώτη γραμμή, αλλά γρήγορα αντιλαμβάνεται, από τις πρώτες συγκρούσεις, τη φρίκη του πολέμου και με πειστικό τρόπο μας αποκαλύπτει τη διάψευση των προσδοκιών του και ότι κάθε άλλο παρά εύκολα, ηρωικά και δοξαστικά είναι τα πράγματα, όπως νόμιζε στην αρχή αυτός και οι συμμαθητές του.
Κάποιοι συγκρίνοντας την ταινία του Έντουαρντ Μπέργκερ με το οσκαρικό «1917» του Σαμ Μέντες, βρίσκουν ότι υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία. Όμως μεταξύ των δύο ταινιών υπάρχουν και αρκετές διαφορές. Κατ’ αρχάς, το «All Quiet» ισχυρίζονται, «δεν είναι τόσο συναρπαστικά, συνταρακτικά κινηματογραφικό. Είναι όμορφα γυρισμένο, αλλά υπάρχουν μακροσκελείς σεκάνς στις οποίες δεν συμβαίνουν πολλά. Αυτό ενδεχομένως να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά είναι αργό», σύμφωνα, με τον Μάικλ Ο’Σάλιβαν της Washington Post. Όμως εδώ ακριβώς είναι το ενδιαφέρον του «Ουδέν Νεώτερον από το Δυτικόν Μέτωπον» τα «ειρηνικά» κομμάτια της ταινίας θεωρούμε τα πιο σημαντικά του εγχειρήματος, εκεί αναδύεται ο όποιος αντιπολεμικός χαρακτήρας του, εκεί αναδεικνύεται η ανθρώπινη πλευρά των πραγμάτων. Όλες οι πολεμικές ταινίες πια, τις σκηνές των μαχών τις αποτυπώνουν με εντυπωσιακό ρεαλισμό. Οι εκρήξεις, οι πολεμικές συγκρούσεις και ο θάνατος δεν μπορούν να κάνουν τη διαφορά, τη διαφορά θα την βρούμε στα ελεγειακά κομμάτια της πολεμικής ταινίας, στις ήσυχες στιγμές της, εκεί που η κλοπή μιας πάπιας, κάτι μεταξύ σοβαρού και αστείου και η αναπάντεχη εν ψυχρώ εκτέλεση του στρατιώτη από ένα 10χρονο αγροτόπαιδο λύνει τους αρμούς και αφήνει εμβρόντητο και συντετριμμένο τον θεατή.
Σχετικά θέματα
-
ΕΛΙΣΣΑΙΟΣ ΒΓΕΝΟΠΟΥΛΟΣ: Ενότητα «Χάρτινοι Ήρωες»- Μπλέκ ή «Απάνω τους ωρέ Έλληνες»
-
ΕΛΙΣΣΑΙΟΣ ΒΓΕΝΟΠΟΥΛΟΣ: Περιμένοντας τα ΟΣΚΑΡ
-
ΕΛΙΣΣΑΙΟΣ ΒΓΕΝΟΠΟΥΛΟΣ: Η Αφροδίτη με τη γούνα
-
ΕΛΙΣΣΑΙΟΣ ΒΓΕΝΟΠΟΥΛΟΣ: Τα Πνεύματα του Ινισέριν- Με τον νου και την ψυχή στην Τραγωδία των Τεμπών
-
ΕΛΙΣΣΑΙΟΣ ΒΓΕΝΟΠΟΥΛΟΣ: Ο Μικρός Ήρωας 70 χρόνια* (24/2/1953 – 24/2/2023)- Ο Γιώργος Θαλάσσης σε νέες περιπέτειες
-
ΕΛΙΣΣΑΙΟΣ ΒΓΕΝΟΠΟΥΛΟΣ: Aftersun- Είναι η καλύτερη ταινίας της χρονιάς που πέρασε;- Οι πληγές της μνήμης
Άρθρα-Συνεργασίες
ΑΦΙΕΡΩΜΑ 1821: Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, η γυναίκα – σύμβολο γενναιότητας
Δημοσιεύθηκε
2 ώρες πρνστις
25 Μαρτίου 2023 10:48
της ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΥΚΟΠΟΥΛΟΥ
Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα το γένος Πινότση είχε καταγωγή από την Ύδρα. Η Λασκαρίνα έκανε δύο γάμους, τον πρώτο στα 17 χρόνια με το Δημήτρη Γιάννουζα, με τον οποίο απέκτησε τρία παιδιά, και τον δεύτερο στα 30 της με τον Δημήτριο Μπούμπουλη, με τον οποίο απέκτησε τέσσερα παιδιά. Ο Μπούμπουλης είχε πάρει μέρος στη ναυμαχία της Ίμβρου και της Τενέδου κατά των Τούρκων και παρασημοφορήθηκε. Αφού και οι δύο σύζυγοι της Λασκαρίνας σκοτώθηκαν σε ναυμαχίες, εγκαταστάθηκε πλέον στις Σπέτσες ενώ από τον Μπούμπούλη πήρε και το όνομά της και έγινε Γνωστή ως Μπουμπουλίνα.
Το 1811 όταν πέθανε ο δεύτερος σύζυγός της, η Μπουμπουλίνα ήταν 40 ετών πια, είχε επτά παιδιά και τεράστια περιουσία την οποία είχε κληρονομήσει από τους συζύγους της. Στην Κωνσταντινούπολη φαίνεται ότι μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1819 όπου ήταν και η μοναδική γυναίκα μέλος της. Στις 13 Μαρτίου 1821 η Μπουμπουλίνα υψώνει τη δική της σημαία με τον αετό με την άγκυρα και τον φοίνικα στο κατάρτι του ξακουστού πλοίου Αγαμέμνων και την χαιρετίζει με κανονιοβολισμούς μπροστά στο λιμάνι των Σπετσών. Στις 3 Απριλίου, ανήμερα των Βαΐων, επαναστατούν οι Σπέτσες πρώτες από τα υπόλοιπα νησιά.
Σε μια έφοδο των Τούρκων του Κεχαγιάμπεη σκοτώθηκε ο γιος της Γιάννης ή Γιαννάκης Γιάννουζας ωστόσο συνέχισε δυναμικά τον αγώνα της συμβάλλοντας τα μέγιστα στην πολιορκία του φρουρίου της Μονεμβασιάς. Μέσα στα δύο πρώτα χρόνια της Επανάστασης ξόδεψε ολόκληρη την περιουσία της, ενώ μετά την κατάληψη του Ναυπλίου στις 30 Νοεμβρίου 1822 της δόθηκε ένα μέρος για να μείνει στην πόλη, ως ανταμοιβή για την προσφορά της στο έθνος.
Στα τέλη του 1824 η Ελλάδα υποφέρει από τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο με αποτέλεσμα να υπερισχύσει η κυβέρνηση Κουντουριώτη έναντι του συνασπισμού των κοτζαμπάσηδων και των στρατιωτικών της Πελοποννήσου. Η Μπουμπουλίνα αντιδρά στη φυλακή Κολοκοτρώνη και κρίνεται και η ίδια επικίνδυνη από την κυβέρνηση, συλλαμβάνεται δύο φορές και φυλακίζεται. Εν τέλει εξορίζεται στις Σπέτσες χάνοντας την περιουσία που της είχε δοθεί από το κράτος στο Ναύπλιο.
Όταν μαθαίνει για την απόβαση του Ιμπραήμ ετοιμάζεται να φύγει από τις Σπέτσες για να βοηθήσει και πάλι τον αγώνα όμως δυστυχώς την προλαβαίνει ο θάνατος. Ο μικρότερος γιος από τον πρώτο της γάμο ερωτεύτηκε μια νέα όμως η οικογένειά της βλέποντας την οικονομική κατάσταση της Μπουμπουλίνας δεν ήθελαν να γίνει αυτός ο γάμος και οι δύο νέοι κλέβονται και πηγαίνουν στο πατρικό σπίτι. Εκεί γίνεται μία συμπλοκή ανάμεσα στις δύο οικογένειες και η Μπουμπουλίνα πέφτει νεκρή.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Κωνσταντάρας Κ., Τα πρόσωπα του 1821, τ. Β’, Αθήνα, 2021
Παπαρρηγόπουλος Κ., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Δ’ (Πεντάτομη έκδοση)
Άρθρα-Συνεργασίες
ΕΛΙΣΣΑΙΟΣ ΒΓΕΝΟΠΟΥΛΟΣ: Ενότητα «Χάρτινοι Ήρωες»- Μπλέκ ή «Απάνω τους ωρέ Έλληνες»
Δημοσιεύθηκε
21 ώρες πρνστις
24 Μαρτίου 2023 15:45
«Ο προς την θάλασσαν πύργος, είναι εξαίρετον δείγμα Ιταλικής φρουριακής τέχνης. Έχει το φρούριον εμβαδόν 24 στρεμμάτων, ήτοι όσον και το Παλαμήδι. Η άμυνα διεξήγετο εις δύο τομείς, τα οχυρώματα των επάλξεων άνω και από κάτω από έν σύστημα δωματίων με πολεμίστρας. Είναι το πλέον ενδιαφέρον από μερικάς απόψεις όλων των Ελληνικών». Κάστρων, συμπλήρωνα ποντάροντας περισσότερο στην τύχη, θολωμένος από τα παράξενα κι ακαταλαβίστικα που διάβαζα. Η χοντρή κυρία μας αποφασισμένη ν’ ατιμάσει το σαββατοκύριακο που ερχόταν στρουμπουλό – στρουμπουλό όλο χάρη κατά πάνω μας, έδωσε την τελευταία και χαριστική προσταγή. «Θα διαβάσετε και θα γράψετε για ένα μνημείο της πόλης και τη Δευτέρα, πρώτα ο Θεός, θα φέρετε την εργασία σας». «Πρώτα ο Θεός και πρώτα ο Θεός», είχαμε βρει το διάολο μας μ’ αυτή τη δασκάλα, που κάθε τρεις και λίγο όλο κάτι της θυμόταν για να στραγγίσει, όση ώρα υπέθετε ότι θα μας έμενε ελεύθερη από τις αυτονόητες υποχρεώσεις του υπόλοιπου διαβάσματος. Τώρα που είχαμε και την 25η Μαρτίου ακόμα χειρότερα για μας. Έκλεινε τη βδομάδα η κυρία «Πρώτα ο Θεός» φροντίζοντας να πνίξει κάθε πιθανότητα αλητείας στην περιφέρεια της τεμπελιάς, της σχόλης και της αγίας οκνηρίας.
-Πήγε δώδεκα η ώρα, δεν θα κοιμηθείς; ψιθύρισε η μάνα μου στο χώρο. Γύρισα και την είδα να στέκεται πίσω μου, φωτιζόταν από το μικρό πορτατίφ του στεκόταν στο μικρό τραπεζάκι. Είχε στο πρόσωπο τη συγκρατημένη αυστηρότητα της Αγίας Αικατερίνης λίγο πριν τον βασανισμό της, που ξεφλουδιζόταν σε ωχρή γλυκύτητα όπως την αποτύπωσε κάποιος αγιογράφος ένα ξημέρωμα.
-Τώρα σε λίγο, γαμώ τη μου, δεν τα καταλαβαίνω αυτά που γράφει, ρε μαμά.
-Άστα τώρα κοιμήσου, αύριο θα είναι εδώ τα παιδιά, θα βάλουμε κάποιον να στα εξηγήσει.
-Ναι αλλά πρέπει να τα γράψω κιόλας, η χοντρέλα τα θέλει και γραμμένα. Είπα, αναθαρρημένος από τη λύση που είχε βρεθεί.
-Ε, θα σου λέει κάποιο παιδί και συ θα γράφεις. Άντε κοιμήσου τώρα. Είπε, πλησίασε κι άρχισε κατά πως το συνήθιζε, όταν ήταν να κοιμηθώ, να παραχώνει τις κουβέρτες γύρω μου και σταματούσε μόνο όταν έβλεπε ότι με είχε σχεδόν μουμιοποιήσει και δεν υπήρχε περίπτωση να τρυπώσει το κρύο από κάποια ανοιχτή εσοχή.
-Να κλείσω το φως; είπε και κινήθηκε προς το τραπεζάκι.
-Ας το θα το κλείσω εγώ σε λίγο, της απάντησα βιαστικά και γύρισα στο χοντρόδετο βιβλίο.
Με καληνύχτισε, φορτώθηκε τις έγνοιες της και κινήθηκε να βγει. Η σκιά της, μικρό πεινασμένο σκυλάκι έτρεξε πίσω της ντυμένη το σκότος του δωματίου, της συνοικίας και του σύμπαντος. Νόμιζα πως η μάνα μου ποτέ δεν είχε προβλήματα και στεναχώριες, λες και τα φόρτωνε στο αντιφέγγισμά της, λες και ήταν κακό και μιαρό να τα δει κανείς στο πρόσωπο της, τα στρίμωχνε στο είδωλο της. Το βράδυ δεν ήξερα καθώς έγερνε και δεν μπορούσε να γεννηθεί ούτε είδωλο ούτε σκιά, μήπως οι έγνοιες τρύπωναν μέσα της και της έτρωγαν τα σωθικά. Η σκιά της μεγάλωσε λίγο πριν την πόρτα και γλίστρησαν σαν λάμια και οσία μαζί από το μικρό δωματιάκι. Πίσω της άφηνε λιβάνι από σιγουριά, θυμάρι από ζεστασιά και κίτρο από πίστη, όλα αυτά τα στάλαζε η νύχτα αργά – αργά και τα φτιάχνε μέχρι την αυγή ελπίδα και ζωή.
Αφού ο φύλακας άγγελός έβγαλε το βάρος της ευθύνης από πάνω μου, ανέσυρα κι εγώ τον Μπλεκ κάτω από τα σκεπάσματα και είπα να κάνω κάνα μισάωρο συντροφιά με τον αγαπημένο μου επαναστάτη με το γούνινο καπέλο, τα μυώδη μπράτσα του και το φωτοστέφανο του αγνού και αμόλυντου πατριώτη. Πάντως δεν απέσυρα και τον τόμο από πάνω μου, τον κράτησα να κρύβει τον Μπλεκ και τα ανδραγαθήματά του και να μην αποκαλυφθεί η μικρή παρασπονδία μου.
«Οι Τούρκοι, ενώ έβλεπον επικειμένην την Επανάστασην, ελάχιστα εφρόντισαν δια την Ακρόπολιν. Πάντως ο δειλός Μουσταφά βέης των Πατρών δι αγγαρείας των Ελλήνων ανύψωσε τα τείχη της επί τη εμφανίσει προ του λιμένος στολίσκου, ο οποίος απλώς μετέφερε το χαρέμι του Βελή πασά κατά Μάρτιον 1821. Προ της πύλης υπήρχεν ωραία και πολυχρόνιος πλάτανος, με κρήνην πολύκρουνον. Ήτο ο τόπος της συνήθους συναντήσεως των Οθωμανών και υπήρχεν εκεί καφενείον».
Βαρύς αχός ακουγόταν. Ο τόπος είχε γεμίσει καπνό, σκόνη και μαυρίλα. Αγαρηνοί, τούρκοι και μαυριδεροί Αιγύπτιοι με αλαλαγμούς ορμούσαν στην τσιμεντένια ανηφόρα του κάστρου για να το καταλάβουν.
Μια ομάδα για τις ανάγκες του εγχειρήματος, παρέκαμψε κι ένα παρκαρισμένο ξεβαμμένο μπλε φορτηγάκι, φορτωμένο με πάγο που ήταν εκεί για να επιτύχει κάποιο χτύπημα στη βόρεια πλευρά του κάστρου.
Μέσα Έλληνες, από την άκρη του χρόνου μέχρι τα βάθη της άγνοιας μου, γενναία αγωνιζόντουσαν να κρατήσουν το φρούριο.
Μπλεγμένοι σε αναπάντεχη εθνική, ιστορική και αφαιρετική ομοψυχία πολεμούσαν πλάι – πλάι ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος, οι τριακόσιοι του Λεωνίδα, ο συνταγματάρχης Βαρντάνης, ο Παπαφλέσας στο πρόσωπο του Δημήτρη Παπαμιχαήλ κι εγώ σε ρόλο κάτι μεταξύ Ζορό, Ταρζάν και βέβαια Μπλεκ, πώς θα μπορούσε να λείπει ο αγνός επαναστάτης μου;
Η Ελληνική γλώσσα είναι μία και αδιαίρετη σαν την Αγία Τριάδα, το διαπίστωνα παντού γύρω μου, από τις φωνές και τις κραυγές των συμπολεμιστών μου στα δεξιά, «Απάνω του ορέ Έλληνες» από τις ιαχές των άλλων στ’ αριστερά μου «αέρα», και από την ευγενική διαπίστωση ενός σπαθοφόρου στη μέση της αλάνας «Νενικήκαμεν».
Στραπατσάδα από ιστορία που είχα καταπιεί αμάσητη, από τις παραγωγές του Τζεημς Πάρις, από δημοτικά τραγούδια και σκηνές από τον τηλεοπτικό Άγνωστο πόλεμο, που εξυμνούσαν την ανδρεία των Ελλήνων σε όλη τη λαμπρότητα της και ακόμα λίγο.
Η μάχη ήταν άνιση παρά την μεροληπτική στάση του ονειροπόλου δημιουργού της και την τεχνολογική ανωτερότητα των αμυνομένων. Γιατί μπορεί οι τριακόσιοι να πολεμούσαν με τόξα, αλλά κροτάλιζαν εδώ και κει πολυβόλα που τιμήθηκαν στον ένδοξο πόλεμο του ‘’ΟΧΙ’’ και κάμποσοι όλμοι από το έπος του «κομουνιστοσυμοριτοπόλεμου». Χάριν κάποιας ανεξήγητης τηλεθεάσεως η μάχη έπρεπε να είναι αμφίρροπη.
Μέχρι που κι εγώ ο ανίκητος ήρωας όλων μαζί των ηρωικών κόμικς της δεκαετίας τραυματίστηκα, αισθανόμουν τον ιδρώτα να κυλάει στο πρόσωπό μου και το στήθος μου το ένιωθα βαρύ.
-Παιδάκι μου τι στο δαίμονα το θελες να διαβάζεις μες τη νύχτα, αυτό είναι τέρας δεν είναι βιβλίο.
Άκουσα τη μάνα μου να μονολογεί και πήρε τον τόμο του «Ελευθερουδάκη» από το στήθος μου. Ξαλάφρωσα και γύρισα πλευρό για ν’ αποφύγω τις παρατηρήσεις, τράβηξα τα βαριά σκεπάσματα με τη μικρή ελπίδα μήπως και κατάφερνα να συνεχίσω το όνειρο για να νικήσουμε επιτέλους στη μάχη. Εξ άλλου κανείς δεν θα μ’ εμπόδιζε να ενισχύσω των Ελλήνων την ανδρεία με μερικά τάνκς και δεν το χα σε τίποτα να ‘ριχνα στη μάχη και λίγα F 86, που τα είχα δει να πετούν στην τελευταία παρέλαση πάνω από την πόλη. Μαζί απέσυρα διακριτικά και το τεύχος του Μπλεκ και το τρύπωσα κάτω από το μαξιλάρι μου. Ο Καθηγητής Μυστήριος, ο Ρόντυ και ο ομώνυμος ήρωας, θα έδιναν, για καιρό, σε κάθε γρίφο, σε κάθε δύσκολη στιγμή μου, σε κάθε αμφίρροπη μάχη μου, λαχταριστές, ετοιμοπαράδοτες λύσεις, τις οποίες ακόμα θυμάμαι με γλυκόπικρη νοσταλγία και ηλεκτρισμένη λαχτάρα .
Μπήκα στο δωμάτιο που μύριζε Κυριακάτικη τσίκνα, λαχανιασμένη επιβίωση και αιώνια καρτερία. Η μάνα μου πηγαινορχόταν στην κουζίνα, ανακατεύοντας το φαγητό, φροντίζοντας τον πατέρα μου, τακτοποιώντας το μέλλον. Τα αδέρφια μου κοιμόντουσαν ακόμα και ο πατέρας μου πλάι στο λαχανί ραδιοφωνάκι άκουγε το τελευταίο δελτίο ειδήσεων του ραδιοφωνικού σταθμού της Ιεράς Πόλεως του Μεσολογγίου.
Ανάμεσα στα παράσιτα του ραδιοφώνου άκουσα τις λέξεις «Επί τη επετείω», «θα ακολουθήσει ρίψεις φωτοβολίδων, εις την Ακρόπολιν της πόλεως των Πατρών». Δεν ήξερα αν είχα καταλάβει καλά και κοίταζα καθ’ όλη την διάρκεια του σήματος τέλους των ειδήσεων τον πατέρα μου. Εκείνος νωχελικά γύρισε και με κοίταξε μάλλον αποφασισμένος και σίγουρος για την απάντησή μου.
-Θα πάμε θα ρίξουν πυροτεχνήματα για την 25ης Μαρτίου;
-Αμέ απάντησα, υπολογίζοντας ότι είχα καταλάβει καλά κι ας μην είχα ακούσει ποιας ακριβώς «επετείω».
Πέρασα το πρωινό με τον αδελφό μου να μου μεταφράζει το δυσνόητο κείμενο της εγκυκλοπαίδειας για το κάστρο. Συναντήθηκα με τις λαμπρές στιγμές του φρουρίου, με χρόνους μακρινούς, με ιππότες και πολέμους τρομερούς. Συναντήθηκα και με ήρωες της επανάστασης, είναι αλήθεια όχι πρώτης γραμμής αλλά πάντως ήρωες, έτσι που το χα σίγουρο ότι δεν χρειάζονταν τανκς και F 86 για να κατατροπωθούν οι άπιστοι. Καθώς ο αδελφός μου διάβαζε το κείμενο και μετά το εξηγούσε εξοικειώθηκα λίγο και με καταλάμβανε η εθνική έπαρσις πριν τη μετάφραση. «Διακρίθησαν ως τολμηρότεροι εις την πολιορκίαν οι Παναγιώτης Καρατζάς και Σταμάτης Κουμανιώτης. Τολμηροί οι Έλληνες έστησαν κατά του φρουρίου έξ κανόνια μετακομισθέντα εκ των εν τω λιμένι Ιονίων πλοίων. Από του ναού Παντοκράτορος αφηρείτο η εκ χαλκού στέγη προς παρασκευήν φυσιγγίων.
Άρθρα-Συνεργασίες
ΑΦΙΕΡΩΜΑ 1821: Μαντώ Μαυρογένους, μαχητική και γεμάτη αυταπάρνηση
Δημοσιεύθηκε
1 ημέρα πρνστις
24 Μαρτίου 2023 10:00
της ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΥΚΟΠΟΥΛΟΥ
Η Μαντώ (Μαγδαληνή) ήταν κόρη του Νικόλαου Μαυρογένη, μεγαλέμπορου που ήταν εγκατεστημένος στην Τεργέστη. Γεννήθηκε στα 1796 στο χωριό Μαρμαρά της Πάρου. Η μητέρα της, Ζαχαράτη Μπάτη, ήταν γεννημένη στη Μύκονο. Εγκαταστάθηκαν στην Τεργέστη και εκεί ο πατέρας της Νικόλαος ασχολήθηκε με το εμπόριο. Ο μεγάλος θείος του πατέρα της, Νικόλαος Μαυρογένης, ήταν δραγουμάνος του Οθωμανικού στόλου και ηγεμόνας της Βλαχίας, στον οποίο στα 1812, ο πατέρας της ανέθεσε τη μόρφωσή της, στην Τήνο.
Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, η Μαντώ Μαυρογένους δραστηριοποιήθηκε κυρίως στη Μύκονο. Μετά από δική της προτροπή, οι κάτοικοι του νησιού, ξεσηκώθηκαν εναντίον των Τούρκων. Η Μαυρογένους εξόπλισε πλοία από δικά της χρήματα και ηγήθηκε του αγώνα κατά των πειρατών που λυμαίνονταν τις Κυκλάδες και αργότερα πολέμησε στο Πήλιο, στη Φθιώτιδα, στην Κάρυστο και στη Λιβαδειά. Κάτοχος της γαλλικής γλώσσας, συνέταξε συγκινητική έκκληση προς τις γυναίκες της Γαλλίας, ζητώντας τη συμπαράστασή τους στον πληθυσμό της Ελλάδας. Επίσης εκτός από τη γαλλική, μιλούσε άπταιστα την ιταλική, αλλά και την τουρκική γλώσσα.
Με την έκρηξη της Επανάστασης του 1821 παίρνει μέρος στις συσκέψεις που γίνονται για συμμετοχή στον Ιερόν Αγώνα και αποφασίζει να πάει στην Μύκονο. Εξοπλίζει με δικές της οικονομίες δύο πλοία – με καπετάνιους τον Αζορμπά και τον Νικολή και τα στέλνει να πάρουν μέρος στον Αγώνα, μαζί με άλλα δύο μυκονιάτικα πλοία που εξόπλισαν οι Μυκονιάτες. Τον Ιούνιο του 1821 άλλα τέσσερα μυκονιάτικα πλοία εξοπλίζονται, με προτροπή της.
Στις 22 Οκτωβρίου 1822, με τα παλικάρια που είχε γυμνάσει, απέκρουσε και συνέτριψε την δύναμη διακοσίων Τούρκων που έκαναν απόβαση στην Μύκονο. Η Μαντώ, αψηφώντας το θάνατο, αναδείχθηκε άξιος οπλαρχηγός του Αγώνα.
Στις 10 Φεβρουαρίου 1823, επικεφαλής σώματος 800 ανδρών από Μυκονιάτες και άλλους Κυκλαδίτες, ξεκινάει από τη Μύκονο. Τους εκγύμνασε και εξόπλισε η ίδια σε 16 αποσπάσματα από 50 άντρες το καθένα, και με δικά τις οικονομικά εξεστράτευσε εναντίον των Τούρκων στην Εύβοια, στην Θεσσαλία και στην Ρούμελη. Σε όλη την εκστρατεία η Μαντώ όχι μόνο σκορπίζει τον ενθουσιασμό και εμψυχώνει τους μαχητές αλλά συμμετέχει άμεσα και πολεμάει παλικαρίσια στην πρώτη γραμμή.
Η Μαντώ πρόσφερε στον Αγώνα 700.000 γρόσια. Στα 1825 ζούσε σε ένα ερειπωμένο σπίτι στο Ναύπλιο. Το 1826 έδωσε να εκποιηθούν τα κοσμήματά της και να διατεθούν προς περίθαλψη δύο χιλιάδων Μεσολογγιτών που σώθηκαν από την Έξοδο.
Για τις υπηρεσίες στην Πατρίδα, της απένειμαν τον επίτιμο βαθμό του αντιστράτηγου από τον Καποδίστρια και της παραχώρησε κεντρικό σπίτι στο Ναύπλιο. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια (1831), τα πράγματα έγιναν πολύ άσχημα για την ηρωίδα, και απογοητευμένη από την άτυχη ερωτική περιπέτειά της με το Δημήτριο Υψηλάντη και καταδιωγμένη από τον Ιωάννη Κωλέττη, ξαναγύρισε στη Μύκονο κι έπειτα από λίγα χρόνια πέθανε πάμφτωχη στην Πάρο στα 1848. Η κηδεία της υπήρξε πάνδημη. Ο τάφος της βρίσκεται στο προαύλιο της Καταπολιανής.
Τη Μαντώ γνώρισε από κοντά ο Γάλλος Rybaud το 1821 και την περιγράφει σαν ευγενική προσωπικότητα με φλογερό πατριωτισμό. Συγκρίνοντάς την με τη Μπουμπουλίνα αναφέρει:
“Από τη μια μεριά [Μπουμπουλίνα] το θάρρος, σπάνιο σε γυναίκες, που συνοδεύεται όμως από τη βουλιμία για το κέρδος… Κι από την άλλη [Μαντώ] η φιλοπατρία σε όλη της την καθαρότητα, χωρίς ίχνος ιδιοτέλειας, η απόλυτη αυτοθυσία, η πιο συγκινητική απρονοησία για το προσωπικό μέλλον.”
Μου έλεγε η Μαντώ: “Δεν με νοιάζει τι θα γίνω αν είναι να ελευθερωθεί η πατρίδα μου. Όταν θα έχω χρησιμοποιήσει όλα όσα μπορώ να διαθέσω για την ιερή υπόθεση της ελευθερίας, θα τρέξω στο στρατόπεδο των Ελλήνων για να τους ενθαρρύνω με την απόφασή μου να πεθάνω, αν χρειαστεί, για την ελευθερία”.
Παρόμοια εντύπωση για τη Μαντώ σχημάτισε και ο Άγγλος Eduard Blaquire, ο οποίος προσθέτει ότι του έκανε εντύπωση η φιλοδοξία της να δει όλες τις τάξεις ενωμένες.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Κωνσταντάρας Κ., Τα πρόσωπα του 1821, τ. Β’, 2021
Παπαρρηγόπουλος Κ., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Δ’ (Πεντάτομη έκδοση)
Ροή ειδήσεων
Γιατί τρώμε μπακαλιάρο με σκορδαλιά την 25η Μαρτίου
Στην Παγκόσμια Τράπεζα βασίζεται ο Ζελένσκι για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας
Ευαγγελισμός της Θεοτόκου: Η χαρμόσυνη αναγγελία γέννησης του Υιού του Θεού
Αλλάζει η ώρα: Αύριο χάνουμε μια ώρα ύπνου
Οι αθλητικές μεταδόσεις 25/3/2023
Φωτοβολταϊκά: Πόσο κοστίζει η εγκατάστασή τους σήμερα – Έρχονται επιδοτήσεις για νοικοκυριά και αγρότες
ΠΑΤΡΑ – ΣΥΧΑΙΝΑ: “Βουνά” τα σκουπίδια σε κάδους
Η Προέδρος της Δημοκρατίας θα παραστεί στο Μεσολόγγι για την 197η Επέτειο από την ηρωική «Έξοδο»
ΑΦΙΕΡΩΜΑ 1821: Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, η γυναίκα – σύμβολο γενναιότητας
Εθνική οδός Κορίνθου – Πατρών: Νταλίκα «λαμπάδιασε» στην άκρη του δρόμου, στο ύψος του Δερβενίου
Αυτή την εβδομάδα
-
Πάτρα - Δ. Ελλάδα6 ημέρες πρν
Πάτρα: “Έφυγε” από τη ζωή η Χριστίνα Κυριαζοπούλου
-
Υγεία15 ώρες πρν
Οι παγίδες και τα μυστικά της νηστείας-Συστάσεις επιστημόνων στους καταναλωτές για να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί την περίοδο της Σαρακοστής
-
Πάτρα - Δ. Ελλάδα5 ημέρες πρν
Πάτρα: Πέθαναν και κηδεύονται την Τρίτη (21/3)
-
Πάτρα - Δ. Ελλάδα6 ημέρες πρν
Πάτρα: Πέθαναν και κηδεύονται την Δευτέρα (20/3)
-
Πάτρα - Δ. Ελλάδα3 ημέρες πρν
Πάτρα: Πέθαναν και κηδεύονται την Πέμπτη (23/3)
-
Πάτρα - Δ. Ελλάδα1 ημέρα πρν
ΠΑΤΡΑ: Πατέρας γιατρών ο άνδρας που έπεσε στο κενό στην Αγυιά
-
Πάτρα - Δ. Ελλάδα3 ημέρες πρν
Πάτρα: “Έφυγε” από την ζωή ο Νίκος Παπασταματόπουλος
-
Πάτρα - Δ. Ελλάδα2 ημέρες πρν
Πάτρα: Θλίψη για το θάνατο του 37χρονου Απόστολου Μαυρέλη