Σάββατο 25 Μαρτίου 2023
Connect with us

Άρθρα-Συνεργασίες

Μια κατάσκοπος στο Παγκράτι

Δημοσιεύθηκε

στις

 

 

«Μια κατάσκοπος στο Παγκράτι», λοιπόν…. Και δεν είναι ταινία. Είναι πραγματικότητα. Η πραγματικότητα που ήρθε στο φως της δημοσιότητας για την Μαρία Τ. ή Ιρίνα Α.Σ. ή Μαρία Τσάλλα. Μια υπόθεση κατασκοπίας που δεν είναι βγαλμένη από τα βιβλία του Ιαν Φλέμινγκ (Τζέιμς Μποντ) αλλά από την ίδια τη ζωή. Μία γυναίκα, που πίσω από το μικρό κατάστημα με τα πλεκτά και την «αγάπη για την φωτογραφία», φαίνεται πως έκρυβε μία διπλή ή και τριπλή ζωή, ως μέλος ενός δικτύου κατασκόπων της Ρωσίας που δρούσαν στην Ευρώπη. Ρώσος κατάσκοπος με περουβιανό διαβατήριο εντοπίστηκε να δραστηριοποιείται στη Νάπολη , ένας ακόμη στη Χάγη, εμφανιζόμενος ως βραζιλιάνος υπήκοος, και άλλος ένας στη Νορβηγία. Στη Σλοβενία, τέλος, αποκαλύφθηκε η δράση Ρώσου κατασκόπου που παρουσιαζόταν ως υπήκοος Αργεντινής.

«Μα, γίνονται αυτά στις μέρες μας;» ίσως αναρωτηθούν κάποιοι. «Αυτά κι αν γίνονται…!» είναι η εύκολη απάντηση.

Η πρωταγωνίστρια της ιστορίας δεν είναι πια εδώ. Δεν βρίσκεται στα χέρια των ελληνικών αρχών, διότι προφανώς οι μυστικές υπηρεσίες της Ρωσίας έμαθαν ότι άρχισε να αποκαλύπτεται το δίκτυο και την απέσυραν έγκαιρα. Δεν ξέρουμε πόσα θα μάθουν οι ελληνικές αρχές για τη ζωή και τη δράση της, ειδικά όταν είναι μάλλον βέβαιο πως η ίδια θα φρόντισε να σβήσει όλα τα ίχνη προτού εξαφανιστεί. Ένα μεγάλο ερωτηματικό είναι όμως, πόσοι άλλοι υπάρχουν ακόμα. Όχι μόνο στον δικό μας τόπο, αλλά σε όλες τις χώρες. Είναι και αυτό όμως από τα ερωτηματικά που συνήθως μένουν αναπάντητα στον κόσμο της κατασκοπίας που πάντα υπήρχε και πάντα θα υπάρχει για να δημιουργεί «Μαρίες από το Παγκράτι» και όχι… «Τζέιμς από το Λονδίνο που οδηγούν Άστον Μάρτιν».

 

Άρθρα-Συνεργασίες

ΑΦΙΕΡΩΜΑ 1821: Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, η γυναίκα – σύμβολο γενναιότητας

Δημοσιεύθηκε

στις

της ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΥΚΟΠΟΥΛΟΥ

Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα το γένος Πινότση είχε καταγωγή από την Ύδρα. Η Λασκαρίνα έκανε δύο γάμους, τον πρώτο στα 17 χρόνια με το Δημήτρη Γιάννουζα, με τον οποίο απέκτησε τρία παιδιά, και τον δεύτερο στα 30 της με τον Δημήτριο Μπούμπουλη, με τον οποίο απέκτησε τέσσερα παιδιά. Ο Μπούμπουλης είχε πάρει μέρος στη ναυμαχία της Ίμβρου και της Τενέδου κατά των Τούρκων και παρασημοφορήθηκε. Αφού και οι δύο σύζυγοι της Λασκαρίνας σκοτώθηκαν σε ναυμαχίες, εγκαταστάθηκε πλέον στις Σπέτσες ενώ από τον Μπούμπούλη πήρε και το όνομά της και έγινε Γνωστή ως Μπουμπουλίνα.

Το 1811 όταν πέθανε ο δεύτερος σύζυγός της, η Μπουμπουλίνα ήταν 40 ετών πια, είχε επτά παιδιά και τεράστια περιουσία την οποία είχε κληρονομήσει από τους συζύγους της.  Στην Κωνσταντινούπολη φαίνεται ότι μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1819 όπου ήταν και η μοναδική γυναίκα μέλος της.  Στις 13 Μαρτίου 1821 η Μπουμπουλίνα υψώνει τη δική της σημαία με τον αετό με την άγκυρα και τον φοίνικα στο κατάρτι του ξακουστού πλοίου Αγαμέμνων και την χαιρετίζει με κανονιοβολισμούς μπροστά στο λιμάνι των Σπετσών. Στις 3 Απριλίου, ανήμερα των Βαΐων, επαναστατούν οι Σπέτσες πρώτες από τα υπόλοιπα νησιά.

Σε μια έφοδο των Τούρκων του Κεχαγιάμπεη σκοτώθηκε ο γιος της Γιάννης ή Γιαννάκης Γιάννουζας ωστόσο συνέχισε δυναμικά τον αγώνα της συμβάλλοντας τα μέγιστα στην πολιορκία του φρουρίου της Μονεμβασιάς. Μέσα στα δύο πρώτα χρόνια της Επανάστασης ξόδεψε ολόκληρη την περιουσία της, ενώ μετά την κατάληψη του Ναυπλίου στις 30 Νοεμβρίου 1822 της δόθηκε ένα μέρος για να μείνει στην πόλη, ως ανταμοιβή για την προσφορά της στο έθνος.

Στα τέλη του 1824 η Ελλάδα υποφέρει από τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο με αποτέλεσμα να υπερισχύσει η κυβέρνηση Κουντουριώτη έναντι του συνασπισμού των κοτζαμπάσηδων και των στρατιωτικών της Πελοποννήσου. Η Μπουμπουλίνα αντιδρά στη φυλακή Κολοκοτρώνη και κρίνεται και η ίδια επικίνδυνη από την κυβέρνηση, συλλαμβάνεται δύο φορές και φυλακίζεται. Εν τέλει εξορίζεται στις Σπέτσες χάνοντας την περιουσία που της είχε δοθεί από το κράτος στο Ναύπλιο.

Όταν μαθαίνει για την απόβαση του Ιμπραήμ ετοιμάζεται να φύγει από τις Σπέτσες για να βοηθήσει και πάλι τον αγώνα όμως δυστυχώς την προλαβαίνει ο θάνατος. Ο μικρότερος γιος από τον πρώτο της γάμο ερωτεύτηκε μια νέα όμως η οικογένειά της βλέποντας την οικονομική κατάσταση της Μπουμπουλίνας δεν ήθελαν να γίνει αυτός ο γάμος και οι δύο νέοι κλέβονται και πηγαίνουν στο πατρικό σπίτι. Εκεί γίνεται μία συμπλοκή ανάμεσα στις δύο οικογένειες και η Μπουμπουλίνα πέφτει νεκρή.

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Κωνσταντάρας Κ., Τα πρόσωπα του 1821, τ. Β’, Αθήνα, 2021

Παπαρρηγόπουλος Κ., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Δ’ (Πεντάτομη έκδοση)

Περισσότερα

Άρθρα-Συνεργασίες

ΕΛΙΣΣΑΙΟΣ ΒΓΕΝΟΠΟΥΛΟΣ: Ενότητα «Χάρτινοι Ήρωες»- Μπλέκ ή «Απάνω τους ωρέ Έλληνες»

Δημοσιεύθηκε

στις

«Ο προς την θάλασσαν πύργος, είναι εξαίρετον δείγμα Ιταλικής φρουριακής τέχνης. Έχει το φρούριον εμβαδόν 24  στρεμμάτων, ήτοι όσον και το Παλαμήδι. Η άμυνα διεξήγετο εις δύο τομείς, τα οχυρώματα των επάλξεων άνω και από κάτω από έν σύστημα δωματίων με πολεμίστρας. Είναι το πλέον ενδιαφέρον από μερικάς απόψεις όλων των Ελληνικών». Κάστρων, συμπλήρωνα ποντάροντας περισσότερο στην τύχη, θολωμένος από τα παράξενα κι ακαταλαβίστικα που διάβαζα. Η χοντρή κυρία μας αποφασισμένη ν’ ατιμάσει το σαββατοκύριακο που ερχόταν στρουμπουλό – στρουμπουλό όλο χάρη κατά πάνω μας, έδωσε την τελευταία και χαριστική προσταγή. «Θα διαβάσετε και θα γράψετε για ένα μνημείο της πόλης και τη Δευτέρα, πρώτα ο Θεός, θα φέρετε  την εργασία σας». «Πρώτα ο Θεός και πρώτα ο Θεός», είχαμε βρει το διάολο μας μ’ αυτή τη δασκάλα, που κάθε τρεις και λίγο όλο κάτι της θυμόταν για να στραγγίσει, όση ώρα υπέθετε ότι θα μας έμενε ελεύθερη από τις αυτονόητες υποχρεώσεις του υπόλοιπου διαβάσματος. Τώρα που είχαμε και την 25η Μαρτίου ακόμα χειρότερα για μας. Έκλεινε τη βδομάδα η κυρία «Πρώτα ο Θεός» φροντίζοντας να πνίξει κάθε πιθανότητα αλητείας στην περιφέρεια της τεμπελιάς, της σχόλης και της αγίας οκνηρίας.

-Πήγε δώδεκα η ώρα, δεν θα κοιμηθείς; ψιθύρισε η μάνα μου στο χώρο. Γύρισα και την είδα να στέκεται πίσω μου, φωτιζόταν από το μικρό πορτατίφ του στεκόταν στο μικρό τραπεζάκι. Είχε στο πρόσωπο  τη συγκρατημένη αυστηρότητα  της Αγίας Αικατερίνης λίγο πριν τον βασανισμό της, που ξεφλουδιζόταν σε ωχρή γλυκύτητα όπως  την αποτύπωσε  κάποιος αγιογράφος ένα ξημέρωμα.

-Τώρα σε λίγο, γαμώ τη μου, δεν τα καταλαβαίνω αυτά που γράφει, ρε μαμά.

-Άστα τώρα κοιμήσου, αύριο θα είναι εδώ τα παιδιά, θα  βάλουμε κάποιον να στα εξηγήσει.

-Ναι αλλά πρέπει να τα γράψω κιόλας, η χοντρέλα τα θέλει και γραμμένα. Είπα, αναθαρρημένος από τη λύση που είχε βρεθεί.

-Ε, θα σου λέει κάποιο παιδί και συ θα γράφεις. Άντε κοιμήσου τώρα. Είπε, πλησίασε κι άρχισε κατά πως το συνήθιζε, όταν ήταν να κοιμηθώ, να παραχώνει τις κουβέρτες γύρω μου και σταματούσε μόνο όταν έβλεπε ότι με είχε σχεδόν μουμιοποιήσει και δεν υπήρχε περίπτωση να τρυπώσει το κρύο από κάποια ανοιχτή εσοχή.

-Να κλείσω το φως; είπε και κινήθηκε προς το τραπεζάκι.

-Ας το θα το κλείσω εγώ σε λίγο, της απάντησα βιαστικά και γύρισα στο χοντρόδετο βιβλίο.

Με καληνύχτισε, φορτώθηκε τις έγνοιες της και κινήθηκε να βγει. Η σκιά της, μικρό πεινασμένο σκυλάκι έτρεξε πίσω της ντυμένη το σκότος του δωματίου, της συνοικίας και του σύμπαντος. Νόμιζα πως η μάνα μου ποτέ δεν είχε προβλήματα και στεναχώριες, λες και τα φόρτωνε στο αντιφέγγισμά της, λες και ήταν κακό και μιαρό να τα δει κανείς στο πρόσωπο της, τα στρίμωχνε στο είδωλο της. Το βράδυ δεν ήξερα καθώς έγερνε και δεν μπορούσε να γεννηθεί  ούτε είδωλο ούτε σκιά, μήπως οι έγνοιες τρύπωναν μέσα της και της έτρωγαν τα σωθικά. Η σκιά της μεγάλωσε λίγο πριν την πόρτα  και γλίστρησαν σαν λάμια και οσία μαζί από το μικρό δωματιάκι. Πίσω της άφηνε λιβάνι από σιγουριά, θυμάρι από ζεστασιά και κίτρο από πίστη, όλα αυτά τα στάλαζε η νύχτα αργά – αργά και τα φτιάχνε μέχρι την αυγή ελπίδα και  ζωή.

Αφού ο φύλακας άγγελός έβγαλε το βάρος της ευθύνης από πάνω μου, ανέσυρα κι εγώ τον Μπλεκ κάτω από τα σκεπάσματα και είπα να κάνω κάνα μισάωρο συντροφιά με τον αγαπημένο μου επαναστάτη με το γούνινο καπέλο, τα μυώδη μπράτσα του και το φωτοστέφανο του αγνού και αμόλυντου  πατριώτη. Πάντως δεν απέσυρα και τον τόμο από πάνω μου, τον κράτησα να κρύβει τον Μπλεκ και τα ανδραγαθήματά του και να μην αποκαλυφθεί η μικρή παρασπονδία μου.

«Οι Τούρκοι, ενώ έβλεπον  επικειμένην την Επανάστασην, ελάχιστα εφρόντισαν δια την Ακρόπολιν. Πάντως ο δειλός  Μουσταφά βέης των Πατρών δι αγγαρείας των Ελλήνων ανύψωσε τα τείχη της επί τη εμφανίσει προ του λιμένος στολίσκου, ο οποίος απλώς μετέφερε το χαρέμι του Βελή πασά κατά Μάρτιον 1821. Προ της πύλης υπήρχεν ωραία και πολυχρόνιος πλάτανος, με κρήνην πολύκρουνον. Ήτο ο τόπος της συνήθους συναντήσεως των Οθωμανών και υπήρχεν εκεί καφενείον».   

Βαρύς αχός ακουγόταν. Ο τόπος είχε γεμίσει καπνό, σκόνη και μαυρίλα. Αγαρηνοί, τούρκοι και μαυριδεροί Αιγύπτιοι με αλαλαγμούς ορμούσαν στην τσιμεντένια ανηφόρα του κάστρου για να το καταλάβουν. 

Μια ομάδα για τις ανάγκες του εγχειρήματος, παρέκαμψε κι ένα παρκαρισμένο ξεβαμμένο μπλε φορτηγάκι, φορτωμένο με πάγο που ήταν εκεί για να επιτύχει κάποιο χτύπημα στη βόρεια πλευρά του κάστρου. 

Μέσα Έλληνες, από την άκρη του χρόνου μέχρι τα βάθη της άγνοιας μου, γενναία αγωνιζόντουσαν να κρατήσουν το φρούριο.

Μπλεγμένοι σε αναπάντεχη εθνική, ιστορική και αφαιρετική ομοψυχία πολεμούσαν πλάι – πλάι ο  Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος, οι τριακόσιοι του Λεωνίδα, ο συνταγματάρχης Βαρντάνης, ο Παπαφλέσας στο πρόσωπο του Δημήτρη Παπαμιχαήλ κι εγώ σε ρόλο κάτι μεταξύ Ζορό, Ταρζάν και βέβαια Μπλεκ, πώς θα μπορούσε να λείπει ο αγνός επαναστάτης μου;

Η Ελληνική γλώσσα είναι μία και αδιαίρετη σαν την Αγία Τριάδα, το διαπίστωνα παντού γύρω μου, από τις φωνές και τις κραυγές των συμπολεμιστών μου στα δεξιά,  «Απάνω του ορέ Έλληνες» από τις ιαχές των άλλων στ’ αριστερά μου «αέρα», και από την ευγενική διαπίστωση ενός σπαθοφόρου στη μέση της αλάνας «Νενικήκαμεν».

Στραπατσάδα από  ιστορία που είχα καταπιεί αμάσητη, από τις παραγωγές του Τζεημς Πάρις, από δημοτικά τραγούδια και σκηνές από τον τηλεοπτικό Άγνωστο πόλεμο, που εξυμνούσαν την ανδρεία των Ελλήνων σε όλη τη λαμπρότητα της και ακόμα λίγο. 

Η μάχη ήταν άνιση παρά την μεροληπτική στάση του ονειροπόλου δημιουργού της και την τεχνολογική ανωτερότητα των αμυνομένων. Γιατί μπορεί οι τριακόσιοι να πολεμούσαν με τόξα, αλλά κροτάλιζαν εδώ και κει πολυβόλα που τιμήθηκαν στον ένδοξο πόλεμο του ‘’ΟΧΙ’’ και κάμποσοι όλμοι από το έπος του «κομουνιστοσυμοριτοπόλεμου». Χάριν κάποιας ανεξήγητης τηλεθεάσεως η μάχη έπρεπε να είναι αμφίρροπη.  

Μέχρι που κι εγώ ο ανίκητος ήρωας όλων μαζί των ηρωικών κόμικς της δεκαετίας τραυματίστηκα, αισθανόμουν τον ιδρώτα να κυλάει στο πρόσωπό μου και το στήθος μου το ένιωθα  βαρύ.

-Παιδάκι μου τι στο δαίμονα το θελες να διαβάζεις μες τη νύχτα, αυτό είναι τέρας δεν είναι βιβλίο.

Άκουσα τη μάνα μου να  μονολογεί και πήρε τον τόμο του «Ελευθερουδάκη» από το στήθος μου. Ξαλάφρωσα και γύρισα πλευρό για ν’ αποφύγω τις παρατηρήσεις, τράβηξα τα βαριά σκεπάσματα με  τη μικρή ελπίδα μήπως και κατάφερνα να συνεχίσω το όνειρο για να νικήσουμε επιτέλους στη μάχη. Εξ άλλου κανείς δεν θα μ’ εμπόδιζε να ενισχύσω των Ελλήνων την ανδρεία με μερικά τάνκς και δεν το χα σε τίποτα να ‘ριχνα στη μάχη και λίγα F 86, που τα είχα  δει να πετούν στην τελευταία παρέλαση πάνω από την πόλη. Μαζί απέσυρα διακριτικά και το τεύχος του Μπλεκ και το τρύπωσα κάτω από το μαξιλάρι μου. Ο Καθηγητής Μυστήριος, ο Ρόντυ και ο ομώνυμος ήρωας, θα έδιναν, για καιρό, σε κάθε γρίφο, σε κάθε δύσκολη στιγμή μου, σε κάθε αμφίρροπη μάχη μου, λαχταριστές, ετοιμοπαράδοτες λύσεις, τις οποίες ακόμα θυμάμαι με γλυκόπικρη νοσταλγία και ηλεκτρισμένη λαχτάρα .

Μπήκα στο δωμάτιο που μύριζε Κυριακάτικη τσίκνα, λαχανιασμένη επιβίωση και αιώνια καρτερία. Η μάνα μου πηγαινορχόταν στην κουζίνα, ανακατεύοντας το φαγητό, φροντίζοντας τον πατέρα μου, τακτοποιώντας το μέλλον. Τα αδέρφια μου κοιμόντουσαν ακόμα και ο πατέρας μου πλάι στο λαχανί ραδιοφωνάκι άκουγε το τελευταίο δελτίο ειδήσεων του ραδιοφωνικού σταθμού της Ιεράς Πόλεως του Μεσολογγίου.

Ανάμεσα στα παράσιτα του ραδιοφώνου άκουσα τις λέξεις «Επί τη επετείω», «θα ακολουθήσει ρίψεις φωτοβολίδων, εις την Ακρόπολιν της πόλεως των Πατρών». Δεν ήξερα αν είχα καταλάβει καλά και κοίταζα καθ’ όλη την διάρκεια του σήματος τέλους των ειδήσεων τον πατέρα μου. Εκείνος νωχελικά γύρισε και με κοίταξε μάλλον αποφασισμένος και σίγουρος για την απάντησή μου.

-Θα πάμε θα ρίξουν πυροτεχνήματα για την 25ης Μαρτίου;

-Αμέ απάντησα, υπολογίζοντας ότι είχα καταλάβει καλά κι ας μην είχα ακούσει ποιας ακριβώς «επετείω».

Πέρασα το πρωινό με τον αδελφό μου να μου μεταφράζει το δυσνόητο κείμενο της εγκυκλοπαίδειας για το κάστρο. Συναντήθηκα με τις λαμπρές στιγμές του φρουρίου, με χρόνους μακρινούς, με ιππότες και πολέμους τρομερούς. Συναντήθηκα και με ήρωες της επανάστασης, είναι αλήθεια όχι πρώτης γραμμής αλλά πάντως ήρωες, έτσι που το χα σίγουρο ότι δεν χρειάζονταν τανκς και F 86 για να κατατροπωθούν οι άπιστοι. Καθώς ο αδελφός μου διάβαζε το κείμενο και μετά το εξηγούσε εξοικειώθηκα λίγο και με καταλάμβανε η εθνική έπαρσις πριν τη μετάφραση. «Διακρίθησαν ως τολμηρότεροι εις την πολιορκίαν οι Παναγιώτης Καρατζάς και Σταμάτης Κουμανιώτης. Τολμηροί οι Έλληνες έστησαν κατά του φρουρίου έξ κανόνια μετακομισθέντα εκ των εν τω λιμένι Ιονίων πλοίων. Από του ναού Παντοκράτορος αφηρείτο η εκ χαλκού στέγη προς παρασκευήν φυσιγγίων.

Περισσότερα

Άρθρα-Συνεργασίες

ΑΦΙΕΡΩΜΑ 1821: Μαντώ Μαυρογένους, μαχητική και γεμάτη αυταπάρνηση

Δημοσιεύθηκε

στις

της ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΥΚΟΠΟΥΛΟΥ

Η Μαντώ (Μαγδαληνή) ήταν κόρη του Νικόλαου Μαυρογένη, μεγαλέμπορου που ήταν εγκατεστημένος στην Τεργέστη. Γεννήθηκε στα 1796 στο χωριό Μαρμαρά της Πάρου. Η μητέρα της, Ζαχαράτη Μπάτη, ήταν γεννημένη στη Μύκονο. Εγκαταστάθηκαν στην Τεργέστη και εκεί ο πατέρας της Νικόλαος ασχολήθηκε με το εμπόριο. Ο μεγάλος θείος του πατέρα της, Νικόλαος Μαυρογένης, ήταν δραγουμάνος του Οθωμανικού στόλου και ηγεμόνας της Βλαχίας, στον οποίο στα 1812, ο πατέρας της ανέθεσε τη μόρφωσή της, στην Τήνο.

Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, η Μαντώ Μαυρογένους δραστηριοποιήθηκε κυρίως στη Μύκονο. Μετά από δική της προτροπή, οι κάτοικοι του νησιού, ξεσηκώθηκαν εναντίον των Τούρκων. Η Μαυρογένους εξόπλισε πλοία από δικά της χρήματα και ηγήθηκε του αγώνα κατά των πειρατών που λυμαίνονταν τις Κυκλάδες και αργότερα πολέμησε στο Πήλιο, στη Φθιώτιδα, στην Κάρυστο και στη Λιβαδειά. Κάτοχος της γαλλικής γλώσσας, συνέταξε συγκινητική έκκληση προς τις γυναίκες της Γαλλίας, ζητώντας τη συμπαράστασή τους στον πληθυσμό της Ελλάδας. Επίσης εκτός από τη γαλλική, μιλούσε άπταιστα την ιταλική, αλλά και την τουρκική γλώσσα.

Με την έκρηξη της Επανάστασης του 1821 παίρνει μέρος στις συσκέψεις που γίνονται για συμμετοχή στον Ιερόν Αγώνα και αποφασίζει να πάει στην Μύκονο. Εξοπλίζει με δικές της οικονομίες δύο πλοία – με καπετάνιους τον Αζορμπά και τον Νικολή και τα στέλνει να πάρουν μέρος στον Αγώνα, μαζί με άλλα δύο μυκονιάτικα πλοία που εξόπλισαν οι Μυκονιάτες. Τον Ιούνιο του 1821 άλλα τέσσερα μυκονιάτικα πλοία εξοπλίζονται, με προτροπή της.

Στις 22 Οκτωβρίου 1822, με τα παλικάρια που είχε γυμνάσει, απέκρουσε και συνέτριψε την δύναμη διακοσίων Τούρκων που έκαναν απόβαση στην Μύκονο. Η Μαντώ, αψηφώντας το θάνατο, αναδείχθηκε άξιος οπλαρχηγός του Αγώνα.

Στις 10 Φεβρουαρίου 1823, επικεφαλής σώματος 800 ανδρών από Μυκονιάτες και άλλους Κυκλαδίτες, ξεκινάει από τη Μύκονο. Τους εκγύμνασε και εξόπλισε η ίδια σε 16 αποσπάσματα από 50 άντρες το καθένα, και με δικά τις οικονομικά εξεστράτευσε εναντίον των Τούρκων στην Εύβοια, στην Θεσσαλία και στην Ρούμελη. Σε όλη την εκστρατεία η Μαντώ όχι μόνο σκορπίζει τον ενθουσιασμό και εμψυχώνει τους μαχητές αλλά συμμετέχει άμεσα και πολεμάει παλικαρίσια στην πρώτη γραμμή.

Η Μαντώ πρόσφερε στον Αγώνα 700.000 γρόσια. Στα 1825 ζούσε σε ένα ερειπωμένο σπίτι στο Ναύπλιο. Το 1826 έδωσε να εκποιηθούν τα κοσμήματά της και να διατεθούν προς περίθαλψη δύο χιλιάδων Μεσολογγιτών που σώθηκαν από την Έξοδο.

Για τις υπηρεσίες στην Πατρίδα, της απένειμαν τον επίτιμο βαθμό του αντιστράτηγου από τον Καποδίστρια και της παραχώρησε κεντρικό σπίτι στο Ναύπλιο. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια (1831), τα πράγματα έγιναν πολύ άσχημα για την ηρωίδα, και απογοητευμένη από την άτυχη ερωτική περιπέτειά της με το Δημήτριο Υψηλάντη και καταδιωγμένη από τον Ιωάννη Κωλέττη, ξαναγύρισε στη Μύκονο κι έπειτα από λίγα χρόνια πέθανε πάμφτωχη στην Πάρο στα 1848. Η κηδεία της υπήρξε πάνδημη. Ο τάφος της βρίσκεται στο προαύλιο της Καταπολιανής.

Τη Μαντώ γνώρισε από κοντά ο Γάλλος Rybaud το 1821 και την περιγράφει σαν ευγενική προσωπικότητα με φλογερό πατριωτισμό. Συγκρίνοντάς την με τη Μπουμπουλίνα αναφέρει:

“Από τη μια μεριά [Μπουμπουλίνα] το θάρρος, σπάνιο σε γυναίκες, που συνοδεύεται όμως από τη βουλιμία για το κέρδος… Κι από την άλλη [Μαντώ] η φιλοπατρία σε όλη της την καθαρότητα, χωρίς ίχνος ιδιοτέλειας, η απόλυτη αυτοθυσία, η πιο συγκινητική απρονοησία για το προσωπικό μέλλον.”

Μου έλεγε η Μαντώ: “Δεν με νοιάζει τι θα γίνω αν είναι να ελευθερωθεί η πατρίδα μου. Όταν θα έχω χρησιμοποιήσει όλα όσα μπορώ να διαθέσω για την ιερή υπόθεση της ελευθερίας, θα τρέξω στο στρατόπεδο των Ελλήνων για να τους ενθαρρύνω με την απόφασή μου να πεθάνω, αν χρειαστεί, για την ελευθερία”.

Παρόμοια εντύπωση για τη Μαντώ σχημάτισε και ο Άγγλος Eduard Blaquire, ο οποίος προσθέτει ότι του έκανε εντύπωση η φιλοδοξία της να δει όλες τις τάξεις ενωμένες.

 

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Κωνσταντάρας Κ., Τα πρόσωπα του 1821, τ. Β’, 2021

Παπαρρηγόπουλος Κ., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Δ’ (Πεντάτομη έκδοση)

Περισσότερα
Advertisement

Ροή ειδήσεων

Advertisement

Αυτή την εβδομάδα