Πάτρα - Δ. Ελλάδα
Δυτική Ελλάδα-ΚΕΠΕ: «Αρνητική πρωτιά σε νοικοκυριά με αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση»
Στο 19,2% του συνόλου ανήλθε το 2022, το ποσοστό των νοικοκυριών με οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα, σύμφωνα με ανάλυση του ΚΕΠΕ για την επίδραση της ενεργειακής κρίσης 2021-2022 στην ενεργειακή ένδεια των ελληνικών νοικοκυριών. Σύμφωνα με την έρευνα, το ποσοστό των νοικοκυριών με οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα είναι υπερδιπλάσιο για τα φτωχά νοικοκυριά (39,7%), ενώ είναι χαμηλότερο για τα μη φτωχά νοικοκυριά (14,4%), το 2022.
«Κατά την τριετία 2020-2022, το διαθέσιμο εισόδημα των φτωχών νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 1.268 ευρώ, των μη φτωχών κατά 2.669 ευρώ, ενώ στο σύνολο των νοικοκυριών η αύξηση άγγιξε το 2.513 ευρώ ετησίως. Παρόλο όμως, την αύξηση των εισοδημάτων, σε όλες τις κατηγορίες νοικοκυριών, αυξήθηκε το ποσοστό των νοικοκυριών με οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα. Αυτό δηλώνει ότι, η αύξηση των εισοδημάτων δεν επαρκεί, ώστε να αντισταθμίσει την αύξηση στις τιμές της ενέργειας ή/και των λοιπών αγαθών πρώτης ανάγκης, περισσότερο στα φτωχά νοικοκυριά και λιγότερο στα υπόλοιπα», αναφέρει το ΚΕΠΕ.
Σε επίπεδο περιφερειών, πάντα για το 2022, η Δυτική Ελλάδα παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό νοικοκυριών με οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα (30,3%), που είναι κατά 11,2 ποσοστιαίες μονάδες περισσότερο από το σύνολο της χώρας. Ακολουθούν οι περιφέρειες Πελοποννήσου με 21,5% και Αττικής με 20,9% των νοικοκυριών.
Στα φτωχά νοικοκυριά, στα οποία παρατηρείται εντονότερα το φαινόμενο της ενεργειακής ένδειας. Για το 2022, στα φτωχά νοικοκυριά, η Δυτική Ελλάδα εξακολουθεί να παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό νοικοκυριών, που δηλώνει αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση τον χειμώνα, φτάνοντας το 58,9% των νοικοκυριών, που είναι κατά 19,2 ποσοστιαίες μονάδες περισσότερο από τον μέσο όρο των φτωχών νοικοκυριών στο σύνολο της χώρας.
Σε περιφέρειες, στις οποίες καταγράφονται υψηλά ποσοστά αδυναμίας για θέρμανση, τόσο για το σύνολο των νοικοκυριών, όσο και συγκεκριμένα για τα φτωχά νοικοκυριά, καταγράφονται επίσης υψηλά ποσοστά χρήσης πετρελαίου θέρμανσης, ως κύριου μέσου θέρμανσης. Όπως είναι γνωστό, στις περιπτώσεις που η κεντρική θέρμανση των κτιρίων αφορά σε καυστήρες πετρελαίου θέρμανσης, η αλλαγή του καυσίμου αποτελεί μια δαπανηρή επένδυση που δεν είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί, ειδικότερα σε περιόδους οικονομικής κρίσης.
Ή παλαιότητα και κατά συνέπεια η χαμηλή ενεργειακή θωράκιση των οικιών συμβάλλει στις αυξημένες απαιτήσεις για θέρμανσή τους και εντείνει το πρόβλημα των αυξημένων δαπανών των νοικοκυριών για ενέργεια.