Connect with us

Παναχαϊκή

Μια αξεπέραστη ποδοσφαιρική ιδιοφυΐα

Μέσω της «Γνώμης», ο δικηγόρος Πατρών και φίλαθλος της Παναχαϊκής, Κώστας Ι. Σταμπολίτης, αναφέρεται στον αείμνηστο Κώστα Δαβουρλή

Published

on

 

 

Τη δική του αναφορά μέσω της «Γνώμης» έκανε ο δικηγόρος Πατρών και φίλαθλος της Παναχαϊκής, Κώστας Ι. Σταμπολίτης, με τη συμπλήρωση 33 ετών από τη μέρα της 23ης Μαΐου 1992, που το «μαύρο διαμάντι» της «κοκκινόμαυρης» ομάδας, Κώστας Δαβουρλής, έφυγε από τη ζωή.

«Σαν σήμερα, πριν από 33 χρόνια (στις 23.05.1992), έφυγε ξαφνικά από τη ζωή ο Κώστας Δαβουρλής. Για να τιμήσουμε την μνήμη του, επιτρέψτε μου να δημοσιεύσω και πάλι (όπως και παλαιότερα) ένα μικρό αφιέρωμά μου στον ίδιο (με κάποιες συμπληρώσεις).

Με την ελπίδα ότι η μεγάλη αυτή ποδοσφαιρική προσωπικότητα, εμβληματική μορφή και διαχρονικό κόσμημα της ομάδας και της πόλης, που ποτέ δεν μπορεί να ξεχασθεί, να «εμπνεύσει» -κάποια στιγμή- όλους όσοι αγαπούν την Παναχαϊκή, ώστε ενωμένοι, να βρουν τις λύσεις που χρειάζονται, για να μπορέσει να σταθεί και πάλι όρθια και να ξαναγίνει μεγάλη.

Όμως, και με την πικρή διαπίστωση, ότι παρότι αυτός ο άνθρωπος προσέφερε τόσα πολλά στην ομάδα και στην πόλη, είναι προφανές ότι, εδώ και πολλά χρόνια, ολόκληρη η πόλη δεν μπορεί να βρει τον τρόπο να δώσει στην ομάδα, έστω και ένα μέρος αυτών που αυτός προσέφερε!

Έτυχε να μεγαλώσω στο Στάδιο της Παναχαϊκής (γεννήθηκα στα τέλη του 1961) και, μοιραία, σε καθημερινή σχεδόν βάση, από το 1968 και στην συνέχεια, να τον παρακολουθήσω σε χιλιάδες προπονήσεις και εκατοντάδες αγώνες. Όπως, βέβαια, και τους υπόλοιπους, πολύ σπουδαίους ποδοσφαιριστές της Παναχαϊκής, στις αρχές της δεκαετίας του ‘70. Μια φουρνιά Πατρινών, πολύ ταλαντούχων ποδοσφαιριστών, που, στην σύγχρονη μορφή του Ελληνικού ποδοσφαίρου, δεν είναι δυνατόν να εμφανισθεί και πάλι στην πόλη με τέτοια μορφή και να πετύχει κάτι ανάλογο μ’ αυτό που πέτυχε εκείνη η φουρνιά τότε.

Κορυφαίος όλων αυτών, ήταν ο Κώστας Δαβουρλής. Για την μεγάλη πλειοψηφία του ποδοσφαιρικού κόσμου στην Ελλάδα, ήταν ανάμεσα στους 7-8 καλύτερους Έλληνες ποδοσφαιριστές που ανέδειξε το Ελληνικό ποδόσφαιρο στον προηγούμενο αιώνα. Μάλιστα, για τους πιο ειδικούς στον χώρο, ήταν, από άποψη τεχνικής κατάρτισης, ταλέντου, ποδοσφαιρικής ευφυΐας και γενικά ποδοσφαιρικών προσόντων, ο πλέον προικισμένος Έλληνας ποδοσφαιριστής.

Πιθανόν, κάποιοι νεώτεροι, που δεν τον είδαν να παίζει ποδόσφαιρο, να θεωρούν ότι κάπου υπάρχει και κάποια υπερβολή σε όλα αυτά (όπως, άλλωστε, συχνά συνηθίζεται η υπερβολή στο ποδόσφαιρο). Όμως, οι πιο πάνω απόψεις, για τον Κώστα Δαβουρλή, δεν μπορεί να χαρακτηρισθούν υπερβολικές. Αντίθετα, είναι πολύ κοντά στην πραγματικότητα.

Να υπενθυμίσω στους παλαιότερους, ότι την δεκαετία του 1970, έπαιζε ποδόσφαιρο στην Ελλάδα ο σπουδαίος Ουρουγουανός διεθνής, Μίλτον Βιέρα, ο πρώτος ποδοσφαιριστής που έπαιξε στο Ελληνικό πρωτάθλημα, έχοντας, προηγουμένως, παίξει σε τελικά Παγκοσμίου Κυπέλλου και ο πρώτος που δίδαξε στην Ελλάδα πώς παίζεται η θέση του αμυντικού χαφ (και γιος κορυφαίου -τότε- προπονητή ποδοσφαίρου στη Νότιο Αμερική). Αυτός, λοιπόν, ο πολύ σπουδαίος Ουρουγουανός ποδοσφαιριστής, έχοντας -στα μέσα της δεκαετίας του 1970- συμπαίκτη στον Ολυμπιακό τον Κώστα Δαβουρλή, εκστασιασμένος από το μεγάλο ταλέντο του και γενικά την τεράστια ποδοσφαιρική του προσωπικότητα, τον χαρακτήρισε -εδώ, έστω και με κάποια δόση υπερβολής- «Πελέ της Ευρώπης».

Σε αυτόν τον χαρακτηρισμό οφείλεται και ο όμοιος τίτλος του βιβλίου του Γιώργου Πολ. Παπαδάκη για τον Κώστα Δαβουρλή από τις εκδόσεις «ΔΡΟΜΩΝ» (χαρακτηριστικό είναι ότι για ελάχιστους Έλληνες ποδοσφαιριστές έχουν γραφεί βιβλία – αξίζει κανείς να βρει το χρόνο να διαβάσει αυτό το βιβλίο).

Μάλιστα, ο ίδιος ο Μίλτον Βιέρα, σε παλαιότερη συνέντευξή του (σε μία από τις επισκέψεις του στην Ελλάδα, πολλά χρόνια μετά την αποχώρησή του από την χώρα), αναφερόμενος στους πολύ καλούς ποδοσφαιριστές που γνώρισε στην Ελλάδα (τα χρόνια που έπαιξε εδώ ποδόσφαιρο), είχε πει ότι, τουλάχιστον δύο από αυτούς, ο Γιώργος Κούδας και ο Κώστας Δαβουρλής, μπορούσαν να παίξουν σε οποιαδήποτε ομάδα του κόσμου εκείνης της χρονικής περιόδου.

Φυσικά, πολύ μεγάλος είναι ο αριθμός αυτών, που κατά καιρούς εκφράσθηκαν ανάλογα ή περίπου έτσι για την αξία του. Το μεγάλο ταλέντο του είχε ήδη αρχίσει να φαίνεται από την τριετία 1966-1969, όταν, με την Παναχαϊκή στην Β΄ Εθνική, είχε εντυπωσιάσει και πετύχαινε τα γκολ με το «τσουβάλι» (39 γκολ την περίοδο 1966-1967 σε ηλικία 19 ετών, 16 γκολ την περίοδο 1967-1968 και 34 γκολ την περίοδο 1968 – 1969).

Κομβικό σημείο για την καριέρα του υπήρξε το παιγνίδι της Παναχαϊκής με την ΑΕΚ, στην Αγυιά, για τα προημιτελικά του Κυπέλλου Ελλάδος, στα μέσα Ιουνίου του 1969. Μπροστά σε 15.000 και πλέον χιλιάδες κόσμο (3.000 καθήμενοι, οι υπόλοιποι όρθιοι -στοιβαγμένοι σαν τις σαρδέλες- στα χωμάτινα «τούμπια» του γηπέδου, σταδίου τότε, της Αγυιάς, παρουσία και του Γ.Γ.Α. του καθεστώτος της επταετίας, Κωνσταντίνου Ασλανίδη), ημέρα Τετάρτη, κάτω από τον καυτό ήλιο, η Παναχαϊκή που, λίγες ημέρες πριν, είχε εξασφαλίσει, για πρώτη φορά στην ιστορία της, την συμμετοχή της -την επόμενη αγωνιστική περίοδο- στην Α΄ Εθνική, απέκλεισε με σκορ 4-2 την ΑΕΚ του Μπράνκο Στάνκοβιτς, που ήταν πρωταθλήτρια Ελλάδος την αμέσως προηγούμενη αγωνιστική περίοδο (1967-1968), με τρία γκολ του Κώστα Δαβουρλή. Όλη η ποδοσφαιρική Ελλάδα άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι κάτι μεγάλο ποδοσφαιρικά γεννιέται στην Πάτρα και ο Κώστας Δαβουρλής αμέσως κλήθηκε στην Εθνική Ελλάδος, στην οποία έπαιξε το ίδιο καλοκαίρι, σε ηλικία είκοσι ενός ετών, όντας ο πρώτος Έλληνας ποδοσφαιριστής που έπαιξε σ’ αυτήν, χωρίς, προηγουμένως, να έχει αγωνισθεί, έστω και μια φορά, στην Α΄ Εθνική.

Έπαιξε στην Παναχαϊκή μέχρι το καλοκαίρι του 1974, οπότε, σχεδόν στα είκοσι επτά του, πήρε μεταγραφή στον Ολυμπιακό. Η πιο ακριβή, μέχρι τότε, μεταγραφή για Έλληνα ποδοσφαιριστή (περίπου 10.000.000 δραχμές). Μια μεταγραφή, για την οποία υπήρξαν πάρα πολλές αντιδράσεις, τότε, στην Πάτρα. Η αλήθεια είναι ότι ο Κώστας Δαβουρλής ήθελε την μεταγραφή αυτή. Πρώτον, για να «αποκατασταθεί» οικονομικά, κάτι που δεν μπορούσε να του προσφέρει, τότε, η Παναχαϊκή (όσο, βέβαια, θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για «οικονομική αποκατάσταση», αφού το ποδόσφαιρο δεν είχε γίνει ακόμη επαγγελματικό – αυτό ξεκίνησε, σιγά-σιγά, από το 1979) και δεύτερον, γιατί θα είχε την ευκαιρία να παίξει σε μια μεγαλύτερη ομάδα (στην οποία, από το 1974 και στην συνέχεια, το 80% σχεδόν του ρόστερ ήταν διεθνείς – όλα αυτά, με χρήματα του Νίκου Γουλανδρή).

Αλλά και η διοίκηση της Παναχαϊκής (στην πλειοψηφία της) ήθελε την μεταγραφή αυτή για να «αναπνεύσει» οικονομικά το σωματείο (υπήρξαν, όμως, μεγάλες αντιδράσεις, ιδίως στον κόσμο, που εκφράσθηκαν έντονα και στον Τύπο της εποχής, ακόμη και με απαίτηση για παραιτήσεις της διοίκησης). Πήγε φθασμένος-πρωτοκλασάτος ποδοσφαιριστής στον Ολυμπιακό, δεν είχε να αποδείξει κάτι, έπαιξε αμέσως (άλλωστε, όλοι γνώριζαν άριστα την αξία του), προσέφερε για τρία χρόνια και αγαπήθηκε πολύ από τον κόσμο του Ολυμπιακού. Πολλές φορές ήταν αυτός που έπαιρνε τις πρωτοβουλίες στα δύσκολα και αυτός που έδινε τις ουσιαστικές λύσεις που χρειαζόταν η ομάδα του Πειραιά (υπήρξαν στιγμές, που «ανάγκασε» 40.000 φίλους του Ολυμπιακού στο παλιό «Γ. Καραϊσκάκης» να τον χειροκροτούν όρθιοι).

Όμως, ο ίδιος ήξερε, εξ αρχής, ότι η ζωή του ήταν στην Πάτρα, όπου ζούσε η οικογένειά του και ότι ο Ολυμπιακός ήταν μόνο μια παρένθεση, για τους πιο πάνω λόγους. Έτσι, με το ζόρι έμεινε τρία χρόνια στον Ολυμπιακό. Γύρισε το καλοκαίρι του 1977, λίγο πριν τα τριάντα του. Εδώ, θα ήθελα να αναφέρω μια χαρακτηριστική στιγμή, ενδεικτική του πόσο δεμένος ήταν με την Πάτρα και το στάδιο της Αγυιάς. Ήταν καλοκαίρι του 1976, Ιούλιος μήνας. Ο Κώστας Δαβουρλής ήταν στην Πάτρα, και βρέθηκε στο γήπεδο, όπου η εφηβική ομάδα είχε δίτερμα. Μίλησε με τους γνωστούς, χαιρέτησε τον δάσκαλό του, Σπύρο Βουλγαράκη και του ζήτησε να παίξει και αυτός. Άφησε στην άκρη τα σανδάλια του και το μακό αθλητικό μπλουζάκι που φορούσε, και εντελώς ξυπόλητος αλλά και γυμνός από την μέση και πάνω, φορώντας μόνο ένα τζην παντελόνι, έπαιξε για αρκετή ώρα, κάνοντας διάφορα μαγικά αλλά και κάποια σουτ που δεν πιάνονταν με τίποτα. Με την αποχώρησή του, σταμάτησε και το δίτερμα. Σιωπηλά, με ένα απλό νεύμα, ο Σπύρος Βουλγαράκης έδειξε τον δρόμο προς τα αποδυτήρια. Είναι μια σκηνή που μου έχει μείνει».

 

Ροή ειδήσεων

Advertisement