Connect with us

Άρθρα-Συνεργασίες

ΑΦΙΕΡΩΜΑ 1821: Γρηγόριος Δικαίος ή παπα – Φλέσσας, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα

Published

on

της ΣΟΦΙΑΣ ΚΑΥΚΟΠΟΥΛΟΥ

Ο Γρηγόριος Δικαίος γεννήθηκε στην Πολιανή Μεσσηνίας το 1788 και ήταν ο τελευταίος γιος, από δεύτερο γάμο, του Δημητρίου Δικαίου, ο οποίος είχε συνολικά 28 παιδιά.  Το επίθετο «Φλέσσας ή Φλεσσαίος, υποτίθεται ως παραφθορά του Εφέσιος ή Εφεσαίος. Φοίτησε στη Σχολή Δημητσάνας, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του και μόνασε το 1816 στο μοναστήρι της Παναγιάς της Βελανιδιάς στην Καλαμάτα, όπου πήρε το όνομα Γρηγόριος, αντί του κοσμικού Γεώργιος που έφερε ως τότε. Εξαιτίας του επαναστατικού χαρακτήρα του, ήλθε σε σύγκρουση με τον επίσκοπο Μονεμβασίας, έφυγε από τη μονή του και πήγε σε άλλο μοναστήρι, εκείνο της Ρεκίτσας. Η νέα σύγκρουσή του με Τούρκο αξιωματούχο για τα περιουσιακά της μονής, τον ανάγκασε να φύγει για την Κωνσταντινούπολη. Λίγο προτού εγκαταλείψει την Πελοπόννησο κι ενώ καταδιώκετο από Τούρκους οπλοφόρους, φέρεται να τους είπε: «Άιντε ρε και πού θα μου πάτε! Θα ξαναγυρίσω πάλι ή δεσπότης ή πασάς και τότε θα λογαριαστούμε!». Εκεί χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης από τον πατριάρχη Γρηγόριο Ε’.

Στην Κωνσταντινούπολη, μυήθηκε από τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο στη Φιλική Εταιρεία, στις 21 Ιουνίου 1818. Στα έγγραφα της Εταιρείας υπέγραφε με το όνομα «Αρμόδιος» και ως διακριτικά έβαζε τα αρχικά Α.Μ.. Η μύησή του έγινε στον οικία των Αινιάνων στα Θεραπειά. Στο Βουκουρέστι όμως, επειδή ο Αναγνωστόπουλος δεν αποκάλυψε την δομή της Φιλικής Εταιρείας, ο Αρχιμανδρίτης «μ΄ένα μαχαίρι στο χέρι επιτέθηκε στον Παν. Αναγνωστόπουλο, φοβερίζοντάς τον, ότι θα τον σφάξει και θα προδώσει στη σουλτανική εξουσία όλα τα Εταιρικά». Τον Μάιο του 1820 συντάσσει μαζί με τον Γεώργιο Λεβέντη, στο Βουκουρέστι, το «Σχέδιον Γενικόν». Στο Ισμαήλιο της Βεσσαραβίας (σημ. Μολδαβία), συγκαλείται σύσκεψη των στελεχών της Φιλικής, από τον Υψηλάντη. Συμμετείχε και ο Δικαίος, ο οποίος τόσο πριν τη σύγκληση της σύσκεψης, με επιστολές που έστειλε προς τον Υψηλάντη από την Κωνσταντινούπολη, όσο και στις εργασίες της σύσκεψης, υποστήριξε την επίσπευση της έναρξης της Επανάστασης, παρουσιάζοντας πλαστά έγγραφα που εμφάνιζαν την Πελοπόννησο πανέτοιμη για επανάσταση.

Τελικά, η σύσκεψη του Ισμαηλίου αποφάσισε την αποστολή του στην Πελοπόννησο ως εκπρόσωπο του Αρχηγού. Ο Παπαφλέσσας, τέλη Νοεμβρίου του 1820, αγοράζει καράβι από την Κωνσταντινούπολη και αφού λαμβάνει το ποσό των 90.000 γροσίων από την τοπική Εφορία της Εταιρείας, αναχωρεί για τον Μοριά. Το δρομολόγιό του είναι διαδοχικά, οι Κυδωνιές, όπου φορτώνει ένα πλοίο πυρομαχικά με προορισμό τη Μάνη, η Ύδρα, όπου συναντά τον ενθουσιασμό από τους Φιλικούς Οικονόμου, Γκίκα και Κυριαζή, ενώ ο Κουντουριώτης και οι άλλοι προύχοντες είναι επιφυλακτικοί. Στις Σπέτσες συναντά την ίδια αμφιθυμική κατάσταση μεταξύ των προκρίτων. Οι προεστοί της Πελοποννήσου έστειλαν τον Παναγιώτη Αρβάλη με σκοπό να τον βολιδοσκοπήσει και τελικά ασπάσθηκε τις απόψεις του. Αυτό τον έκανε στα μάτια των προκρίτων «πιο επικίνδυνο και αποφάσισαν να τον απομονώσουν». Γι’ αυτό κυκλοφορούσε με ενόπλους σωματοφύλακες όταν πέρασε στην Πελοπόννησο. Ο εκρηκτικός χαρακτήρας τού Γρηγορίου, δημιουργούσε προβλήματα και καχυποψία, καθώς λόγω του ζήλου του να ξεσηκώσει, χρησιμοποιούσε κάθε μέσο, ακόμη και ψέματα.

Στη Συνέλευση της Βοστίτσας συμμετείχε και ο Παπαφλέσσας, ο οποίος παρουσίασε τις εντολές του Αλέξανδρου Υψηλάντη σχετικά με την έναρξη της Επανάστασης στο Μοριά. Αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη επιφυλακτικότητα, ενώ δημιουργείται ανοικτή σύγκρουση μεταξύ Παπαφλέσσα από τη μια, και Παλαιών Πατρών Γερμανού και Ανδρέα Ζαΐμη από την άλλη. Προτάθηκε η απόσυρσή του στο μοναστήρι της Σιδηρόπορτας ώστε να μην θέσει σε κίνδυνο την Επανάσταση. Ο Δικαίος ωστόσο, απείλησε πως θα ξεκινούσε μόνος του την επανάσταση, «κι όποιον πιάσουν χωρίς όπλα οι Τούρκοι ας τον θανατώσουν».

Στη συνέχεια κινήθηκε στην Γορτυνία και σε άλλες περιοχές της Πελοποννήσου, προκειμένου να έλθει σε επαφή με σημαίνοντα πρόσωπα. Παρουσιαζόταν ως προσωρινός εκπρόσωπος του Υψηλάντη και ανακοίνωνε ότι είχε οριστεί η 25η Μαρτίου ως ημέρα έναρξης της Επανάστασης. Στα Λαγκάδια Γορτυνίας, στις 2/14 Φεβρουαρίου συναντήθηκε με τους Δεληγιανναίους οι οποίοι ήσαν δύσπιστοι για όσα έλεγε και τον φυγάδευσαν σε μικρό μοναστήρι στο Γαρδίκι της Πολιανής. Η αντίδραση των προκρίτων απέναντι του, δεν ερμηνεύεται μόνο ως αποτέλεσμα δυσπιστίας στο πρόσωπό του, αλλά και ως άρνηση για επανάσταση που θα κατέλυε την προνομιακή τους θέση.

Από τη μονή Γαρδικίου όπου βρίσκεται, στέλνει επιστολή στον Υψηλάντη και του ζητά να επισπεύσει τον ερχομό του. Έπειτα συναντά τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στις Κιτριές και προκειμένου να κάμψει του δισταγμούς του, του υπόσχεται μεταπελευθερωτικά την ηγεμονία της Πελοποννήσου. Ο Παπαφλέσσας έρχεται σε επαφή με τους Κολοκοτρώνη και Νικηταρά, μοιράζει στρατιωτικούς βαθμούς σε σημαντικούς οπλοφόρους, με εντολή να μαζέψουν και να εξοπλίσουν στρατιώτες. Στις 23 Μαρτίου εισέρχεται με το σώμα του και με άλλους οπλαρχηγούς υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη στην Καλαμάτα. Έκτοτε, δεν φορά πλέον το ράσο, αλλά στρατιωτική στολή. Ωστόσο , σύμφωνα με το Σπηλιάδη δυο μέρες νωρίτερα (21 Μαρτίου 1821), ο ίδιος ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης έστειλε 20 άνδρες του υπό την αρχηγία του ανηψιού του, Κωνσταντή Πιερράκου, στη Μονή της Σιδηρόπορτας, όπου βρισκόταν ο Παπαφλέσσας, με εντολή να τον σκοτώσουν και ο τελευταίος σώθηκε, μόνο χάρη σε προειδοποίηση που έλαβε από τον Ηλία Μαυρομιχάλη.

Έπειτα κινήθηκε στην Ανδρίτσαινα , στην Καρύταινα, στα Βέρβαινα, στο Άργος και τέλος στην Κόρινθο για να ανακόψει τις τουρκικές δυνάμεις που κινούνταν προς τα εκεί, καθώς ο Μουσταφά Μπέης έκαιγε τα χωριά απ’ όπου περνούσε. Ο Δικαίος διέταξε «για αντίποινα να πυρπολύσουν  τα ονομαστά σεράγια του Κιαμήλ Μπέη καθώς και τα τουρκικά σπίτια της Κορίνθου». Τον Ιούλιο του 1821 βρέθηκε στα Μεγάλα Δερβένια της Μεγαρίδος προκειμένου να ανακόψει την πορεία του Ομέρ Βρυώνη  και τον Δεκέμβριο στην Κορινθία, όταν παραδόθηκε το κάστρο της Ακροκορίνθου στους Έλληνες.

Στη Συνέλευση της Επιδαύρου, τον Δεκέμβριο του 1821, συμμετέχει ως πληρεξούσιος, όπως επίσης τον Ιούνιο του 1822, σε επιτροπή για την εφαρμογή της συνθήκης παράδοσης του Ναυπλίου. Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς μαζί με τον Κολοκοτρώνη και άλλους οπλαρχηγούς προσπαθούν να αποκλείσουν τον Δράμαλη στην Κορινθία με την κατάληψη επίκαιρων θέσεων και τη συμμετοχή του στη μάχη του Αγιονορίου.

Τον Δεκέμβριο του 1821 έλαβε μέρος στην Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου και το 1823 στη Β’ Εθνοσυνέλευση του Άστρους. Στις 27 Απριλίου του 1823 ανέλαβε το Μινιστέριο (Υπουργείο) των Εσωτερικών και την 1η Ιουλίου του ίδιου χρόνου και το Μινιστέριο της Αστυνομίας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, παρά το γεγονός ότι ήταν παλιός συνεργάτης του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, βρέθηκε στο αντίπαλο στρατόπεδο. Εν τούτοις, μόλις πάτησε το πόδι του ο Ιμπραήμ στο Μοριά το 1825, πρότεινε την αποφυλάκιση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και άλλων αντικυβερνητικών αγωνιστών, ενώ ο ίδιος, όντας υπουργός των Εσωτερικών και της Αστυνομίας ξεκίνησε για τη Μεσσηνία για να χτυπήσει τον εισβολέα. Το δρομολόγιό του ήταν αναχώρηση από το Ναύπλιο, και μετάβαση διαδοχικά σε Τρίπολη, Λεοντάρι. Ο Παπαφλέσσας με συνεχείς του εκκλήσεις ζητά την απελευθέρωση του Κολοκοτρώνη και των άλλων αγωνιστών που κρατούνταν στην Ύδρα. Είχε καταφέρει να συγκεντρώσει περίπου 2.000 πολεμιστές. Στις 19 Μαΐου όταν φάνηκαν τα αιγυπτιακά στρατεύματα, περισσότεροι από 1.000 άνδρες του Παπαφλέσσα διασκορπίστηκαν και έμεινε μόνο με 600 (ή 500) πολεμιστές.

Αρχικά, ο Παπαφλέσσας είχε σχεδιάσει να αντιμετωπίσει τα στρατεύματα του Ιμπραήμ στο χωριό Δραΐνα της Μεσσηνίας, διότι ήθελε να παρατηρεί από ψηλά και μακριά τους εχθρούς. Όμως τελικά ταμπουρώθηκε στο Μανιάκι, με την απόφαση να νικήσει ή να πέσει. Στις 20 Μαΐου δέχθηκε επίθεση από τις υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού κι έπεσε ηρωικά μαχόμενος, ύστερα από οκτάωρη σκληρή μάχη. Σύμφωνα με την ιστορία, που αναφέρουν ορισμένοι ιστορικοί της επανάστασης, μετά το τέλος της μάχης ο Ιμπραήμ ζήτησε από τους στρατιώτες του να αναζητήσουν το νεκρό σώμα του Παπαφλέσσα, να  τοποθετήσουν πάνω στο ακέφαλο πτώμα το κεφάλι και να τον στήσουν σε μια βελανιδιά που βρισκόταν εκεί. Τότε ο Ιμπραήμ πλησίασε το νεκρό Παπαφλέσσα λέγοντας: «Αμαρτία να χαθεί τούτος ο πολέμαρχος!».

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Βακαλόπουλος Α., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τομ. Ε’, Αθήνα, 2007

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, (συλλ. έργο)  τομ. ΙΒ’, Αθήνα, 1975

Μελετόπουλος Ι. , «Η Φιλική Εταιρεία. Αρχείον Παναγιώτου Δημ. Σέκερη», Δελτίον Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τομ. 18, σελ.244, 1967

Μεταλληνός Γ., «Παπαφλέσ(σ)ας-Δικαίος Γρηγόριος », Θ.Η.Ε, τομ. Ι’, στ. 4-5, 1960

Χρυσανθόπουλος Φ. [Φωτάκος], Βίος του Παπαφλέσσα, Βιβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών, 1984

 

 

Ροή ειδήσεων

Advertisement