Connect with us

Πάτρα - Δ. Ελλάδα

Ενεργειακό: Η μεγάλη πρόκληση για επιχειρήσεις και κοινωνία

Published

on

 

Υπάρχει τρόπος αντιμετώπισης της ενεργειακής κρίσης και «αναχαίτισης» του κόστους της ενεργειακής ενέργειας; Οι εξορύξεις  υδρογονανθράκων μπορούν να συμβάλουν στην ενεργειακή απεξάρτηση της χώρας μας; Πώς θα επιτευχθεί η μετάβαση στην πράσινη ενέργεια και πώς μπορεί η Ελλάδα να ανταποκριθεί στις σύγχρονες προκλήσεις; Δεκάδες ερωτήματα που επιχείρησαν να απαντήσουν τεχνοκράτες, Καθηγητές Πανεπιστημίων και εκπρόσωποι των πολιτικών κομμάτων, στη διάρκεια της εκδήλωσης που διοργάνωσε το Οικονομικό Επιμελητήριο 10 Π.Τ. Βορειοδυτικής Πελοποννήσου και Δυτ. Ελλάδος στο πλαίσιο του 25ου Forum Ανάπτυξης.

Το θέμα της εκδήλωσης, την οποία παρακολούθησε πολυπληθές ακροατήριο που συμμετείχε μάλιστα, με «ζωηρό» τρόπο στο διάλογο καταδεικνύοντας πως η ακρίβεια στην ενέργεια είναι σήμερα από τα κυρίαρχα θέματα που απασχολούν την κοινωνία ήταν «Οι προκλήσεις και προοπτικές του ενεργειακού ζητήματος».

Την εκδήλωση συντόνισε ο πρόεδρος του φορέα, Γιώργος Παππάς, ο οποίος έδωσε τον λόγο πρώτα, στον πρόεδρο του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, Μιχάλη Αργυρού. 

Ο κ. Αργυρού ανέφερε πως «το ενεργειακό σοκ είναι η μεγαλύτερη πρόκληση. Η  Ελλάδα προέβλεψε τις εξελίξεις και από το 2014 και μετά κάναμε σημαντική απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο. Το 2014 70% εισαγωγών της χώρας ήταν από τη Ρωσία και μέχρι το 2021 έπεσε στο 40% κυρίως λόγω της εισαγωγής αμερικανικού υγροποιημένου αερίου. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε πρόβλημα. Έχουμε μία κρίση που προσομοιάζει με αυτή του ‘70  με συνέπειες τόσο στο κόστος παραγωγής, όσο και στο εισόδημα των νοικοκυριών. Ως χώρα έχουμε αντιδράσει πάρα πολύ ισχυρά. Μετά τη πολύ μεγάλη στήριξη που δόθηκε για την πανδημία, η χώρα το διάστημα  2021-2022 έδωσε 2% του ΑΕΠ σε μέτρα στήριξης για την ενέργεια και ταυτόχρονα σε αυτό προσθέτουμε και το 3% του ΑΕΠ σε μέτρα στήριξης που χρηματοδοτούνται από μία πολύ καλή υποδομή από τα υπερέσοδα των  παραγωγών ηλεκτρικού ρεύματος. Διατηρούμε μία συγκρατημένη, αλλά ρεαλιστική αισιοδοξία. Για το 2020-2023 η οικονομική δραστηριότητα της χώρας θα συνεχίσει να είναι ισχυρή. Έχουμε να στηρίξουμε την οικονομία και την παραγωγική της ικανότητα από το Ταμείο Ανάκαμψης που είναι ένα εξαιρετικό σχέδιο. Υπάρχει απόθεμα στις τράπεζες που έχει συσσωρευτεί το τελευταίο ενάμιση έτος. Αυτές οι άμυνες μας κάνει να πιστεύουμε ότι θα έχουμε οικονομική ανάπτυξη. Η ενεργειακή κρίση δείχνει την αναγκαιότητα να κάνουμε τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία, όπως και να γίνουν περισσότερα βήματα ενεργειακής ανεξαρτησίας». 

Στη συνέχεια πήρε το λόγο ο Νικόλαος  Φαραντούρης, καθηγητής Ευρωπαϊκού Δικαίου και Δικαίου Ενέργειας του Πανεπιστημίου Πειραιώς, ο οποίος ανέφερε μεταξύ άλλων πως «οι προτάσεις μας επείγει να εστιάσουν σε μια δέσμη μέτρων δημοσιονομικού, ρυθμιστικού και ελεγκτικού χαρακτήρα. Εδώ και ενάμιση χρόνο η κυβέρνηση έχει επιδοθεί σε μία επιδοματική πολιτική. Όμως τα επιδόματα έχουν κοντά ποδάρια. Τα επιδόματα δαπανούν δημοσιονομικούς πόρους και δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο, χωρίς αποτέλεσμα. Χρειάζεται ρύθμιση και παρέμβαση, εγρήγορση και εποπτεία της αγοράς, πλαφόν και διατίμηση και κυρίως αναλογική διασπορά του ρίσκου σε όλη τη αγορά. Δεν μπορεί να μετακυλύεται όλο το κόστος στον καταναλωτή και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενώ χρειάζεται δραστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της αισχροκέρδειας και των αυξήσεων. Και την ίδια ώρα μεγάλες επιχειρήσεις να μένουν αλώβητες από την ενεργειακή κρίση, η οποία παροξύνεται στη χώρα μας λόγω των δομικών προβλημάτων στην αγορά τα οποία παραμένουν. Και επειδή η αλήθεια  απεχθάνεται την καθυστέρηση δεν μπορώ να είμαι αισιόδοξος ότι κάτι θα αλλάξει αν συνεχιστεί η ίδια πολιτική». Ο κ. Φαραντούρης εξέφρασε την απορία του και για τις εξαγγελίες που αφορούν την εξόρυξη υδρογονανθράκων και αναρωτήθηκε πως προέκυψε πάλι ένα θέμα που η ίδια η κυβέρνηση είχε κλείσει πριν από λίγο καιρό. «Η ενεργειακή πολιτική χρειάζεται σχεδιασμό 20ετίας και οι αναδιπλώσεις δεν βοηθούν τη χώρα να ορθοποδήσει», είπε.

Ακολούθησε η εισήγηση του αναπληρωτή Καθηγητή του ΕΜΠ, Χάρη Δούκα, ο οποίος έθεσε στο διάλογο το θέμα της ενεργειακής δημοκρατίας, αναφέροντας πως «δεν μπορεί η χώρα να βασίζεται σε φαρανωϊκά έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, όπως τα τεράστια πάρκα, αλλά πρέπει να δούμε πως οι πολίτες θα γίνουν αυτοπαραγωγοί ενέργειας. Η κοινωνία αντιμετωπίζει τεράστιο πρόβλημα λόγω της τρομακτικής ακρίβειας, το οποίο εστιάζεται στο πάρτι κερδοσκοπίας των μεγάλων ομίλων. Το κράτος πρέπει επιτέλους να παρέμβει δίνοντας λύση μέσω της εφαρμογής μέτρων στην κατεύθυνση της ενεργειακής δημοκρατίας. Ζητούν από τους πολίτες να εξοικονομούν ενέργεια, αλλά πως θα κάνουμε εξοικονόμηση όταν δεν ξέρουμε τι καταναλώνουμε. Για παράδειγμα μόλις το 3% των νοικοκυριών στην Ελλάδα έχουν έξυπνους μετρητές, όταν ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι 54%».

Επόμενος εισηγητής ήταν ο τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας του ΣΥΡΙΖΑ, Σωκράτης Φάμελλος, ο οποίος αφού επεσήμανε πως «η ενέργεια είναι παραγωγικό και κοινωνικό αγαθό, συνεπώς πρέπει να μας αφορά όλους πώς θα έχουμε πρόσβαση στην καθαρή και φθηνή ενέργεια», τόνισε πως «βρισκόμαστε μπροστά σε αναπάντητα ερωτήματα που δημιουργούν αβεβαιότητες. Το ένα είναι ένα ενεργειακή κρίση αυτό το χειμώνα, οι τιμές των καυσίμων, αλλά και το μεγάλο πρόβλημα της μετάβασης, δηλαδή ποιο θα είναι το καύσιμο του μέλλοντος, πως θα αλλάξει μοντέλο παραγωγής ο πλανήτης και πως θα πάμε στην πράσινη ανάπτυξη και την κλιματική ουδετερότητα. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι στην Ευρώπη αποδεικνύεται ότι η αγορά δεν μπορεί να επιλύσει όλα τα προβλήματα, ότι η πολιτεία πρέπει να αναλάβει τον έλεγχο της αγοράς ενέργειας και στην Ελλάδα το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η διαχείριση της αισχροκέρδειας. Ότι η ενέργεια έχει γίνει ένα πεδίο κερδοσκοπίας με πρωταθλητή τη ΔΕΗ και η κυβέρνηση πρέπει να αλλάξει πολιτική. Δυστυχώς, τα υπερκέρδη παράγονται από γαλάζια στελέχη, γι’ αυτό το νέο μοντέλο της ενέργειας προϋποθέτει πολιτική αλλαγή».

Από την πλευρά του, ο Γιώργος  Αρβανιτίδης, επικεφαλής του Κοινοβουλευτικού τομέα Περιβάλλοντος και Ενέργειας του ΠΑΣΟΚ- ΚΙΝ.ΑΛ αναφέρθηκε στις λανθασμένες επιλογές της κυβέρνησης, που όπως είπε, τρέχει πίσω από τις ενεργειακές εξελίξεις.  «Η «πράσινη» μετάβαση λοιπόν, είναι η μεγάλη πρόκληση τόσο για την Ε.Ε. όσο και για εμάς στην Ελλάδα. Κύριο εργαλείο για την «πράσινη» μετάβαση είναι η αλλαγή του ενεργειακού μείγματος και η γρήγορη ανάπτυξη έργων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής υπήρξε πρωτοπόρος της «πράσινης» μετάβασης. Βάλαμε τις βάσεις για να μεγαλώσει στη χώρα μας το μερίδιο των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), με παραγωγή ενέργειας από τους πολίτες και μικρούς παραγωγούς με την προϋπόθεση η μετάβαση προς την «πράσινη εποχή» να γίνει με δημοκρατικό τρόπο και με ενεργή συμμετοχή του πολίτη.

Βασικό ζητούμενο είναι το πώς πετυχαίνει κανείς την κλιματικά ουδέτερη οικονομία και την βιώσιμη ανάπτυξη με «πράσινη» ενέργεια, αλλά και με ποιους κανόνες το κάνει αυτό μια πολιτεία. Η Κυβέρνηση όφειλε να είχε ρίξει το βάρος της στην εξοικονόμηση ενέργειας και την προώθηση μικρών έργων ΑΠΕ από την πρώτη ημέρα που ανέλαβε. Δυστυχώς, το στοίχημα αυτό χάθηκε. Και η πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και της ενεργειακής μετάβασης παραμένουν ζητούμενα τόσο για την οικονομία μας όσο και για την κοινωνία μας», είπε.

Τελευταίος εισηγητής ήταν ο βουλευτής Αχαΐας του ΚΚΕ, Νίκος Καραθανασόπουλος, ο οποίος αναφέρθηκε στις προτάσεις του κόμματός του για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης. Όπως είπε «στην Ελλάδα υπάρχει μία τεράστια αντίφαση. Ενώ η χώρα είναι πλούσια σε πηγές ενέργειας, η ακρίβεια πλήττει τα νοικοκυριά. «Στις προτάσεις μας είναι η άμεση και πλήρη επαναλειτουργία λιγνιτικών μονάδων, χωρίς τις δεσμεύσεις του χρηματιστηρίου ρύπων, που αυξάνουν τεχνητά την τιμή του λιγνίτη. Κατάργηση του Χρηματιστηρίου ενέργειας.  Απόσυρση της χώρας από τις κυρώσεις της ΕΕ προς τη Ρωσία που τελικά τις πληρώνει ο λαός, ενώ τμήματα του κεφαλαίου, όπως οι εφοπλιστές, θησαυρίζουν από τη μεταφορά του πανάκριβου αμερικάνικου LNG». Πραγματική βελτίωση υπέρ του λαού, χωρίς σύγκρουση με την πολιτική της “απελευθέρωσης” και της “πράσινης μετάβασης” της ΕΕ, δηλαδή με τις αιτίες που έχουν οδηγήσει στη σημερινή κατάσταση, δεν μπορεί να υπάρξει».

 

 

Ροή ειδήσεων

Advertisement