Connect with us

Αθλητισμός

«Στάθηκα στο άγαλμα του Λεωνίδα κι έκλαιγα…»

Published

on

Ο 39χρονος νικητής του Σπάρταθλον Φώτης Ζησιμόπουλος, μιλάει αποκλειστικά στη «Γνώμη», για τον άθλο στην Σπάρτη

 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΤΑΣΟ Α. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟ

«Ό,τι πέτυχα στον 39ο αγώνα Σπάρταθλου δεν το έχω ακόμα συνειδητοποιήσει και θα μου πάρει πολύ καιρό, μέχρι να καταλάβω τι πέτυχα». Μια… «ατάκα», που μου έμεινε χαραγμένη μέσα στο μυαλό μου όταν βημάτιζα, προκειμένου να έρθω στα γραφεία της «Γνώμης» έχοντας πάρει αποκλειστική συνέντευξη από τον 39χρονο (γεννημένος το 1982) υπαρχιφύλακα, Φώτη Ζησιμόπουλο.

Τα λόγια του αυτά με εντυπωσίασαν, καθώς είναι ο άνθρωπος που «γκρέμισε» τα τείχη τόσο της Σπάρτης και έπειτα της Δυτικής Ελλάδας και κυρίως του Αγρινίου από όπου κατάγεται, μιας και κάλυψε μια διαδρομή 246 χλμ. σε λιγότερο από 22 ώρες και έγινε ο τρίτος Έλληνας μετά τους Γιάννη Κούρο (έχει τέσσερις νίκες 1984, 1990, 1983, 1986) και Κώστα Ρέππο (έχει δύο νίκες 1987, 1988), που πετυχαίνει κάτι ανάλογο, μιας και τα πρωτεία τα κρατά ακόμη ο Φειδιππίδης.

Ο Φώτης Ζησιμόπουλος, αν και είχε ραντεβού με φίλους του στην αχαϊκή πρωτεύουσα, προκειμένου να περάσει όμορφα ύστερα από μια κουραστική μέρα, -χωρίς ίχνος υπεροψίας- δέχτηκε να μιλήσει για ό,τι πέτυχε στην Σπάρτη, τονίζοντας χαρακτηριστικά ότι: «Οι νέοι, πρέπει να αφήσουν τα τάμπλετ και τα κινητά και να αφοσιωθούν στον αθλητισμό». Σε μια μίνι συνέντευξη ο δαφνοστεφανομένος αθλητής θυμάται τα όσα έζησε από την 24η Σεπτεμβρίου 2021, έως και τα ξημερώματα της επόμενης μέρας, η οποία τον βρήκε αγκαλιά με την πρωτιά, αλλά και την ελληνική σημαία στην πλάτη να πανηγυρίζει.

-Φώτη, έχει περάσει περίπου μια εβδομάδα από την επιτυχία σου. Τι θυμάσαι από τα όσα έλαβαν χώρα στη Σπάρτη;

«Καταρχάς να σου πω, ότι ακόμη δεν έχω συνειδητοποιήσει τι έχω κάνει και θα μου πάρει πολύ καιρό, μέχρι να καταλάβω τι πέτυχα. Ήταν η πιο σημαντική στιγμή της ζωής μου. Ξέρω ότι έκανα χρόνο 21ώρ.57:37. με το ρεκόρ διαδρομής να το έχει ο Κούρος με χρόνο 20:25:00. Ήταν επίπονο όλο αυτό το εγχείρημα, ακόμη με πονά το σώμα μου, αλλά ο πόνος είναι γλυκός».

-Γιατί το αναφέρεις αυτό;

«Θυμάμαι όλη την διαδρομή που έκανα, μιας και υπήρχαν και στάσεις ενδιάμεσα, όλοι μας πρόσφεραν και κάτι. Προσπαθούσα να κρατηθώ τρώγοντας μπάρες δημητριακών και πίνοντας ισοτονικά ποτά. Όμως δεν ξεχνιέται η κίνηση μιας γιαγιάς, που μου ανέφερε στην διαδρομή, παιδί μου έχω σούπα, έλα να φας… Εκεί δεν σου κρύβω ότι λύγισα, θυμήθηκα τη μάνα μου…».

-Και έπειτα, συνέχισες να τρέχεις σαν ελάφι, μιας και είχες δυναμώσει;

«Προσπάθησα να πηγαίνω με τον ρυθμό, που γνώριζα, ούτε γρήγορα, ούτε σιγά, ήθελα να επιτύχω έναν στόχο. Όχι φυσικά στο να τερματίσω πρώτος, αλλά ήθελα να πάρω μέρος σε μια τέτοια δύσκολη διαδρομή. Παλαιότερα, είχα συμμετάσχει και στον Μαραθώνιο (2018), αλλά και σε αγώνες που γίνονταν στο εξωτερικό».

-Πώς κατάφερες να «κατατροπώσεις» δυνατούς αντιπάλους στον 39ο αγώνα Σπάρταθλον;

«Ίσως να είχα πολλά ψυχικά αποθέματα, δεν εξηγείται διαφορετικά, μιας και άφησα πίσω πολλούς δυνατούς και αξιόλογους αντιπάλους. Είμαι χαρούμενος για ό,τι πέτυχα, και μακάρι στο μέλλον να έρθουν κι άλλες επιτυχίες. Αρκεί να είμαστε γεροί και υγιείς».

-Πώς σου ήρθε η ιδέα να ασχοληθείς με το τρέξιμο, από τη στιγμή, που έκανες ήδη πυγμαχία;

«Όλα άρχισαν στην πλάκα το 2017 και από τότε κόλλησα αυτό το μικρόβιο, μιας και τραβούσαν οι μεγάλες αποστάσεις και η παρουσία υπεραθλητών σε αυτό το άθλημα. Κι όλα, δόξα τω Θεώ, για την ώρα βαίνουν καλά».

 -Θυμάσαι σε ποια χώρα έτρεξες εκτός ή εντός Ελλάδας για πρώτη φορά;

«Πρωτίστως είχα καταφέρει να διακριθώ στη χώρα μας και πιο συγκεκριμένα στο ROUT Classic 100 miles στα βουνά της Ροδόπης, έχοντας χρόνο 20:46:20, ενώ είχα τρέξει και στην Μυτιλήνη στην Αγιάσο. Έπειτα, ακολούθησε αυτός στα Κανάρια Νησιά, ο αγώνας ήταν πολύ δύσκολος. Ξεκίνησε βράδυ, στις 23:00 ώρα Ισπανίας και έλαβαν μέρος πολλοί κορυφαίοι αθλητές, από το ελίτ επίπεδο του αθλήματος, όπου ύστερα και κάτω από αντίξοες συνθήκες με μεγάλη ταλαιπωρία, κατάφερα να καταταγώ τρίτος».

-Και έρχομαι στην ώρα, που κοντεύεις να φτάσεις. Τι είπες μέσα σου;

«Δεν σκεφτόμουν το τέλος, ήθελα να τερματίσω για έναν και σημαντικό λόγο. Ήμουν πολύ καταπονημένος, με πονούσε όλο μου το κορμί, δεν το καταλάβαινα συνέχισα να τρέχω, από το 200ό χιλιόμετρο και μετά δεν αισθανόμουν τίποτα. Όλα είχαν θολώσει μέσα μου και τα πόδια μου τα αισθανόμουν πολύ βαριά, έκανα υπομονή κι όταν έφτασα στην διαδρομή, από τη Νεμέα, τα Λυρκεία, την Τεγέα και τα άλλα χωριά κι έχοντας βγει ο ήλιος, άρχισε ο κόσμος να βγαίνει και να χειροκροτεί. Πίστευαν πως ήμουν από ξένη χώρα, αλλά τους είπα ότι είμαι Έλληνας και γρήγορα μαθεύτηκε αυτό από στόμα σε στόμα. Περιττό να σου πω τι έγινε, όλοι έκλαιγαν και μου έδιναν κουράγιο να συνεχίσω. Άκουγα καμπάνες να χτυπούν. Δεν σου κρύβω ότι εκεί πήρα περισσότερη δύναμη».

-Και όταν έφτασες στο τέρμα το ξημέρωμα, τι επακολούθησε;

«Δε μπορώ να σας περιγράψω τι ένιωσα εκείνη την ώρα, γύρω στις 5 το πρωί. Ήταν η σύζυγός μου, τα παιδιά μου, η μάνα μου, μου τηλεφώνησε και έκλαιγε. Ήταν κάτι το ανεπανάληπτο, στάθηκα στο άγαλμα του Λεωνίδα κι έκλαιγα από χαρά».

-Τέλος Φώτη, τι θα συμβούλευες τους νέους. Θα ήθελες να σου μοιάσουν;

«Δεν είναι ανάγκη να μοιάσουν σε εμένα, δεν επιθυμώ να με αντιγράψουν, αλλά τους συμβουλεύω να αφήσουν τα τάμπλετ και τα κινητά τηλέφωνα και να ασχοληθούν γενικότερα με τον αθλητισμό».

Ροή ειδήσεων

Advertisement