Τρίτη 19 Μαρτίου 2024
Connect with us

Εκκλησιαστικά

Το σύμβολο της Πίστεως-Η Α’ Οικουμενική Σύνοδος, το ζήτημα του Άρειου και ο καθορισμός της ημερομηνίας του Πάσχα

Δημοσιεύθηκε

στις

Η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη το 325 μ.Χ. στη Νίκαια της Βιθυνίας από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, με σκοπό την αποκατάσταση της ειρήνης στα εκκλησιαστικά ζητήματα της Αυτοκρατορίας.

Η σύνοδος καταδίκασε τη διδασκαλία του Αρείου, συνέταξε το Σύμβολο της Νίκαιας που καθιέρωσε τον όρο ομοούσιος και όρισε την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα. Με τη Σύνοδο αυτή η Εκκλησία εντάχθηκε στις επίσημες δομές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ο συνοδικός θεσμός έγινε θεμελιώδους σημασίας για τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Οι εξελίξεις αυτές είχαν μακροχρόνιες επιρροές θεολογικού και πολιτικού χαρακτήρα στην Ανατολή κατά τη διάρκεια όλου του Μεσαίωνα. Επίσης, αποτέλεσε το πρότυπο για τις μελλοντικές Οικουμενικές Συνόδους.

ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ
Ο συνοδικός θεσμός στην εκκλησία κατά τα πρότυπα της Αποστολικής Συνόδου του 49 μ.Χ. είχε εισαχθεί από τα μέσα του δευτέρου αιώνα. Στόχος ήταν η καταπολέμηση των αιρετικών διδασκαλιών, ο κοινός αγώνας αναίρεσης της λανθασμένης, κατά την άποψη της εκκλησίας, θεολογίας και η καταστολή της ηθικής διαφθοράς που γινόταν εμφανής μέσα στον κλήρο. Στην ουσία οι σύνοδοι για την εκκλησία αποτελούσαν την επιβεβαίωση της κοινής πίστης στην Αποστολική παράδοση του όλου σώματος της εκκλησίας, η οποία επιτυγχανόταν με την κοινωνία των επισκόπων.
Στις αρχές όμως του 4ου αιώνα η εμφάνιση του Αρειανισμού, παρά την αντιμετώπισή του από τοπικές και υπερτοπικές συνόδους, δεν έφτασε σε συνθήκη ειρήνευσης μεταξύ των μελών της εκκλησίας με αποτέλεσμα ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος να συγκαλέσει σύνοδο. Η σύνοδος αυτή αρχικά προοριζόταν για τις εκκλησίες της ανατολής, αλλά μετά από πρόταση του Οσίου της Κόρδοβα δέχτηκε να διεξαχθεί με τη συμμετοχή επισκόπων από κάθε τοπική εκκλησία, μεταθέτοντας την αρχική τοποθεσία από την Άγκυρα της Γαλατίας στη Νίκαια της Βιθυνίας ώστε να διευκολυνθεί η πρόσβαση των συγκεκλημένων. Η Κωνσταντινούπολη εγκαινιάσθηκε το 330 και πρωτεύουσα τότε ήταν η Νικομήδεια, που απείχε λίγο από τη Νίκαια.

ΠΟΛΥΕΤΕΙΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΑ

Η ημερομηνία έναρξης των εργασιών ήταν στις 20 Μαΐου του 325 και διάρκεσε τρισίμισι χρόνια (ή σύμφωνα με τον Πάπα Γελάσιο Β΄ εξίμισι χρόνια). Οι συσκέψεις διεξήχθησαν σε ευκτήριο οίκο κατά τον Ευσέβιο, ενώ οι τακτικές συνεδριάσεις στον βασίλειο οίκον. Μάλιστα, μέχρι τις 25 Αυγούστου είχαν ολοκληρωθεί οι προκαταρκτικές συνεδριάσεις. Κατά τη διάρκεια της συνόδου δεν κρατήθηκαν πρακτικά, όπως αναφέρει ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας, αν και υπήρξαν ενστάσεις από σύγχρονους θεολόγους. Μετά τον εναρκτήριο λόγο του Κωνσταντίνου, ο αυτοκράτορας πήρε και έκαψε γραπτά αιτήματα που του είχαν παραδώσει προηγουμένως οι επίσκοποι και τα οποία περιείχαν αλληλοκατηγορίες, λέγοντας: Ο Χριστός απαιτεί από εκείνον που επιζητεί να λάβει συγχώρηση να συγχωρεί τον αδελφό του».
Οι πληροφορίες που αφορούν τη διεξαγωγή της συνόδου δεν είναι αρκετά σαφείς λόγω της μη τήρησης πρακτικών, αλλά και των περιορισμένων ιστορικών πηγών. Μάλιστα ορισμένοι σύγχρονοι εκκλησιαστικοί ιστορικοί θεωρούν ότι η προεδρία της πρώτης οικουμενικής συνόδου αποτελεί άλυτο ιστορικό πρόβλημα. Για τους περισσότερους ιστορικούς ο Κωνσταντίνος, ο οποίος αποτέλεσε πρότυπο και για τους μετέπειτα Βυζαντινούς αυτοκράτορες, είχε την προεδρία της οικουμενικής συνόδου φροντίζοντας για την εύρυθμη λειτουργία της, λαμβάνοντας μέρος στις θρησκευτικές φιλονικίες διευθύνοντάς τες κατάλληλα και συμμετέχοντας στην αντιπαράθεση, επιθυμώντας, πάνω από όλα, να καθιερώσει μια θρησκευτική ειρήνη στην Αυτοκρατορία του, αν και δεν κατανοούσε ούτε την έκταση, ούτε τη σημασία της δογματικής διαμάχης.
Ο ακριβής αριθμός των μελών της συνόδου, με βάση τις διαθέσιμες πηγές, δεν μπορεί να καθοριστεί ακριβώς ακόμα και σήμερα. Ο αριθμός που επικράτησε από μεταγενέστερες πηγές ιστορικών ήταν ο αριθμός 318. Ο Ευσέβιος της Καισαρείας τους αριθμεί 250, ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας 318 και ο Ευστάθιος Αντιοχείας «περίπου 270». Τα συμπεράσματα τις συνόδου βεβαίως υπογράφηκαν από περισσότερους από 318, ενώ ο αριθμός αυτός επικράτησε για συμβολικούς λόγους. Οι επίσκοποι που ήταν παρόντες στη σύνοδο συνοδεύονταν από κατώτερους κληρικούς των οποίων ο συνολικός αριθμός ανερχόταν στο τριπλάσιο ή τετραπλάσιο των επισκόπων. Η συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων ήταν από την ελληνόφωνη Ανατολή και την Μικρά Ασία. Η Δύση δεν ενδιαφέρθηκε πολύ. Ο επίσκοπος Ρώμης Σίλβεστρος δικαιολογήθηκε ότι ήταν άρρωστος και έστειλε ως αντιπροσώπους δύο διακόνους του. Συμμετείχε μόνον ένας επίσκοπος από την Ιταλία, ένας από την Γαλατία και ένας από το Ιλλυρικό. Παραβρέθηκαν επίσης και πέντε επίσκοποι από επαρχίες πέραν των ανατολικών συνόρων της Αυτοκρατορίας.

ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΠΙΣΤΗΣ

Το πρώτο ζήτημα προς συζήτηση ήταν η θεολογική αντιλογία. Ο Όσιος και ο Κωνσταντίνος έδωσαν τη δυνατότητα σε όλους να εκφέρουν τις απόψεις τους. Ο Ευσέβιος Νικομήδειας διάβασε μια δήλωση-ομολογία η οποία περιείχε αρειανές θέσεις. Αυτή η ενέργεια προκάλεσε τις αντιδράσεις και την αποδοκιμασία της πλειονότητας στην αίθουσα. Ο Ευστάθιος Αντιοχείας ανταπάντησε με απαγγελία ενός αντιαρειανού πολεμικού κειμένου, το οποίο και σχίστηκε στη συνέχεια. Ακολούθησαν πολλοί ομιλητές, οι οποίοι με τη χρήση Βιβλικών κειμένων προσπαθούσαν να καταδικάσουν τις προτάσεις του Άρειου.
Ο Κωνσταντίνος επενέβαινε συχνά και ενθάρρυνε την εκφραστική κοσμιότητα και ομοθυμία προς τους επισκοπικούς ηγέτες. Κάποια στιγμή, δόθηκε η ευκαιρία στον Ευσέβιο Καισαρείας να εκφράσει δημόσια την πίστη του και να αποκαθάρει το όνομά του. Με ηρεμία παρέθεσε το βαπτιστήριο σύμβολο πίστης της εκκλησίας της Καισάρειας, το οποίο ανέφερε ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν «ο Λόγος του Θεού», «ο μονογενής Γιος», «γεννημένος από τον Θεό πριν από όλους τους αιώνες» και Εκείνος «μέσω του οποίου έγιναν όλα τα πράγματα». Οι θέσεις που εξέφραζε το σύμβολο ήταν ορθόδοξες και ο αυτοκράτορας αντιλήφθηκε ότι αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει βάση για έναν από κοινού συμβιβασμό. Ο Κωνσταντίνος έκανε δεκτό αυτό το σύμβολο πίστης και απομάκρυνε έτσι από τον Ευσέβιο τη μομφή του αιρετικού.
Εντούτοις, ο Κωνσταντίνος πρότεινε στη συνέχεια ότι με την προσθήκη της λέξης ομοούσιος (Λατ. consubstantialis) θα αποσαφηνιζόταν πληρέστερα η ενότητα και η ισότητα του Ιησού Χριστού και Υιού με τον Θεό και Πατέρα στον ορισμό της πίστης αναφορικά με τη χριστιανική Θεότητα.
Οι πολιτικοί στόχοι του χριστιανού αυτοκράτορα και η πραγματιστική πολιτική των επισκόπων ενοποιήθηκαν σε αυτό το σημείο ώστε να παραχθεί ένας θεολογικός συμψηφισμός. Ο Όσιος ανταποκρίθηκε άμεσα σε αυτή την ευτυχή εξέλιξη και διόρισε μια επιτροπή για να συντάξει μια δήλωση πίστης με βάση τα βαπτιστήρια σύμβολα πίστης, η οποία όμως θα ενσωμάτωνε αντιαρειανές φράσεις. Μέσα σε λίγες μέρες η επιτροπή παρήγαγε τη δήλωση που είναι γνωστή πλέον ως Σύμβολο Πίστης της Νίκαιας, περιλαμβανομένων και των αντιαρειανών αναθεμάτων.
Ο magister officiorum του αυτοκράτορα περιέφερε τη δήλωση πίστης μέσα στην αίθουσα και όλοι οι επίσκοποι – εκτός από δύο ισόβιoυς φίλους του Άρειου τον Θεωνά Μαρμαρικής και τον Σεκούνδο Πτολεμαΐδας – την υπέγραψαν. Ο Άρειος και οι δύο επίσκοποι της Αιγύπτου εξορίσθηκαν στην Ιλλυρία, ενώ τρεις μήνες αργότερα τους ακολούθησαν ο Ευσέβιος Νικομηδείας και ο Θέογνις Νικαίας. Καθώς το 328 ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος άλλαξε γνώμη σχετικά με το ζήτημα της «ομοουσιότητας», ο Άρειος και οι επίσκοποι Σεκούνδος και Θέογνις επέστρεψαν θριαμβευτικά στις εκκλησίες τους το 336. Λίγο αργότερα ο Άρειος έχασε τη ζωή του. Παρ’ όλα αυτά, οι ενδοχριστιανικές έριδες δεν έπαψαν, στα χρόνια που ακολούθησαν. ΤΑ ΑΛΛΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΤΗΚΑΝ
Επίσης, η σύνοδος αντιμετώπισε τα ζητήματα του Κολλουθιανού και Μελιτιανού σχίσματος, του Νοβατιανισμού αλλά και γενικότερων θεμάτων, όπως της μετάνοιας όπου πάρθηκαν αυστηρότερα ποιοτικά μέτρα και ο εορτασμός του Πάσχα, για τον οποίο επετεύχθη κοινή συμφωνία μεταξύ των παρευρισκομένων. Ένα σημαντικότατο βήμα επίσης επιτελέστηκε σχετικά με τη διοικητική οργάνωση της εκκλησίας σε οικουμενικό επίπεδο με την εισαγωγή του μητροπολιτικού συστήματος. Το σημαντικότερο όμως βήμα της συνόδου ήταν το Σύμβολο της Νίκαιας, ένα σύντομο κείμενο που πιστεύεται ότι μπορεί να βασίστηκε σε βαπτιστήριο σύμβολο της εκκλησίας των Ιεροσολύμων, με ορισμένες τροποποιήσεις που στηρίχθηκαν πάνω στην αντιμετώπιση των αρειανικών δογμάτων.


Ροή ειδήσεων

Advertisement