Connect with us

Ελλάδα

Το πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Πόλης από το τουρκικό παρακράτος τη νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955

Published

on

Με την ονομασία «Σεπτεμβριανά» έμεινε στην ιστορία το οργανωμένο πογκρόμ της νύχτας της 6ης Σεπτεμβρίου 1955, (εξ ου και η ονομασία), που συνέβη στη Κωνσταντινούπολη, όταν καθοδηγούμενος τουρκικός όχλος προκάλεσε βίαια επεισόδια κατά των περιουσιών των Ελλήνων ομογενών και των Αρμένιων, καθώς και άλλων μη μουσουλμανικών μειονοτήτων, λεηλατώντας και πυρπολώντας ελληνικά καταστήματα, σπίτια, σχολεία και βεβηλώνοντας εκκλησίες ακόμα και νεκροταφεία δημιουργώντας τρομοκρατία και ανασφάλεια για τις υφιστάμενες μειονότητες.

Αφορμή έδωσε μια βομβιστική επίθεση στο πατρικό σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ στην Θεσσαλονίκη, που όπως αποδείχτηκε στην συνέχεια ήταν σκηνοθετημένη προβοκάτσια από την ίδια την τουρκική κυβέρνηση.

Πραγματική αιτία του πογκρόμ αυτού ήταν η εξέλιξη του Κυπριακού ζητήματος, η συγκυρία του οποίου μεθόδευσε την προβοκάτσια.
Τα «Σεπτεμβριανά» αποτελούν ένα μέρος ενός μακρύ καταλόγου διώξεων κατά αλλοθρήσκων μειονοτήτων, οι οποίοι ξεκίνησαν περίπου στα τέλη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και εντάθηκαν από την εποχή των Νεοτούρκων και ύστερα.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
Το 1927, τρία χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης η ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινουπόλεως περιοριζόταν στις 100.000 περίπου άτομα, συν άλλες 26.000 Έλληνες πολίτες, ενώ κατά το 1924, μερικούς μήνες μετά την υπογραφή της συνθήκης ο ελληνικός πληθυσμός της ευρύτερης Κωνσταντινουπόλεως υπολογιζόταν σε 298.000 άτομα. Όσοι Έλληνες παρέμειναν στην Κωνσταντινούπολη υποτίθεται ότι προστατεύονταν από διάφορες πρόνοιες της συνθήκης.
Από την επομένη όμως της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάνης η Τουρκία άρχισε να περιορίζει τα δικαιώματα που παρείχε στους Έλληνες η συνθήκη, καταπατώντας με απροκάλυπτο τρόπο διάφορα άρθρα της και ασκώντας με παντοιοτρόπως ποικίλες πιέσεις στους μειονοτικούς και στο ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Αποκορύφωμα της τουρκικής εχθρικής πολιτικής κατά της ελληνικής μειονότητας ήταν η στρατολόγηση είκοσι κλάσεων ομογενών, ηλικίας 25 – 45 ετών, το 1941 και η αποστολή τους σε νέα «τάγματα εργασίας» (amele taburlarι) προς πραγματοποίηση εκχιονισμών, εκβραχισμών και έργων οδοποιίας στα βάθη της Τουρκίας, υπό άθλιες καιρικές συνθήκες. Όλα αυτά μετά την πλήρη επιβολή της τριπλής γερμανο-ιταλο-βουλγαρικής κατοχής στην Ελλάδα.
Τέλος, το πιο εξοντωτικό μέτρο κατά της ομογένειας υπήρξε η περιβόητη «φορολογία περιουσίας» (varlιk vergisi) – «βαρλίκι» για τους ντόπιους Κωνσταντινουπολίτες. Σύμφωνα μ’ αυτόν το νόμο, οι τουρκικές αρχές, με αυθαίρετο τρόπο, όρισαν για τους μειονοτικούς φόρο που έφθανε να είναι διπλάσιος ή και τριπλάσιος της συνολικής αξίας της περιουσίας τους. Σε περίπτωση που ο φορολογούμενος δεν κατέβαλλε τον φόρο εντός δεκαπέντε ημερών, οι έφοροι είχαν δικαίωμα να κατάσχουν κάθε κινητή και ακίνητη περιουσία του. Αργοπορία τριάντα ημερών σήμαινε τον εκτοπισμό των «οφειλετών» σε ειδικά στρατόπεδα και εκτέλεση καταναγκαστικών έργων. Αποτέλεσμα αυτού του νόμου υπήρξε η δήμευση πολλών περιουσιών (αφού οι ομογενείς εκλήθησαν να πληρώσουν μέχρι και δεκαπλάσια από τα νομίμως αναλογούντα σ’ αυτούς – σε αντίθεση με τους Τούρκους, που πλήρωναν συμβολικά ποσά) ή η πώλησή τους σε Τούρκους έναντι ποσών ευτελέστατων. Επίσης, πάρα πολλοί Έλληνες οδηγήθηκαν στην Ανατολία για καταναγκαστικά έργα. Πολλοί εξ αυτών πέθαναν από τις κακουχίες, ενώ όσοι σώθηκαν επέστρεψαν σε άθλια κατάσταση στις αρχές του 1944, και όταν πλέον άρχισε να διαφαίνεται στον ορίζοντα η ήττα της ναζιστικής Γερμανίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Βάσει αυτού του νόμου η ελληνική ομογένεια, αν και αποτελούσε λιγότερο από το 0,5% του συνολικού πληθυσμού της Τουρκίας, εκλήθη να πληρώσει το 20% του συνολικού ποσού του φόρου.
Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και ιδίως μετά το 1947, η Τουρκία αναγκάστηκε να χαλαρώσει τα μέτρα κατά της ελληνικής μειονότητας, καθώς η Ελλάδα βρέθηκε με το μέρος των νικητών του πολέμου, ενώ η Τουρκία είχε τηρήσει ευμενή ουδετερότητα προς την ναζιστική Γερμανία και βρισκόταν σε δύσκολη θέση, ιδίως έναντι της Σοβιετικής Ένωσης.
Έτσι, μετά το 1947, η ελληνική ομογένεια άρχισε να αναδιοργανώνεται και να ανακάμπτει.
Μέσα σε μια οκταετία περίπου, και παρά τους οποιουσδήποτε περιορισμούς, η ελληνική κοινότητα κατόρθωσε να αναδιοργανώσει επί νέας βάσεως τους διάφορους πολιτιστικούς και αθλητικούς συλλόγους, ανασυγκρότησε τα νοσοκομεία και τα φιλανθρωπικά της ιδρύματα και αναβάθμισε την λειτουργία των σχολείων, με αποτέλεσμα να διπλασιαστεί μέσα σε λίγα χρόνια ο αριθμός των μαθητών. Οι 106 ελληνικές κοινότητες και τα διάφορα ιδρύματα, που διέθεταν νόμιμο καταστατικό, υπήχθησαν (προς καλύτερο συντονισμό και μεγαλύτερη συνεργασία) στις κεντρικές εφορίες των τριών περιοχών με τον μεγαλύτερο ελληνικό πληθυσμό: του Σταυροδρομίου, του Γαλατά και της Χαλκηδόνος.
Ένας άλλος τομέας, στον οποίο σημείωσε εντυπωσιακή πρόοδο η ελληνική κοινότητα, ήταν ο οικονομικός. Όλα τα πιο πάνω, βεβαίως, και κυρίως η οικονομική ανάπτυξη της ομογένειας, επέτειναν τα ήδη έντονα εχθρικά αισθήματα της κυβερνήσεως Μεντερές και των εξαθλιωμένων Τούρκων μουσουλμάνων της Κωνσταντινουπόλεως εναντίον των ομογενών.
ΤΑ ΠΡΩΤΑ «ΣΥΝΝΕΦΑ»
Ενώ η κυβέρνηση Μεντερές είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνει μια σαφώς πιο εχθρική στάση έναντι της μειονότητας, ξεκίνησε να επεξεργάζεται ένα μέτρο που ονομάστηκε «Γενικοί Κανονισμοί». Οι κανονισμοί αυτοί είχαν στόχο να αντιμετωπίσουν τα μειονοτικά προβλήματα στο σύνολό τους και κρατήθηκαν μυστικοί για καιρό.
Εκείνο όμως που έδωσε την ευκαιρία όχι μόνο στην κυβέρνηση, αλλά και στον τύπο και στον τουρκικό όχλο να στραφεί απροκάλυπτα εναντίον των Ελλήνων ήταν η ανακίνηση του Κυπριακού ζητήματος από τον Στρατάρχη Παπάγο το 1954. Με τις ευλογίες της τουρκικής κυβερνήσεως ιδρύθηκαν και ενισχύθηκαν οικονομικά διάφορες «εθνικές» οργανώσεις, που ευρίσκονταν υπό τον άμεσο έλεγχό της. Οι οργανώσεις αυτές επρόκειτο να έχουν ενεργό συμμετοχή σε «λαϊκές» και «αυθόρμητες» διαδηλώσεις υπέρ των Τουρκοκυπρίων και εναντίον των Ρωμιών της Κωνσταντινουπόλεως. Η κυριότερη οργάνωση ήταν η «Κιbrιs Türktür Cemiyeti» (ΚΤC – Οργάνωση «Η Κύπρος είναι Τουρκική» με ιδρυτή τον ντονμέ (=απόγονο εξισλαμισμένων Εβραίων) Χικμέτ Μπιλ.
Η κατάσταση έγινε ακόμη πιο δύσκολη για τους Έλληνες με την έναρξη του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνος της Ε.Ο.Κ.Α. την 1η Απριλίου 1955. Ο τύπος δημοσίευε εμπρηστικά άρθρα, στηλίτευε τον Πατριάρχη Αθηναγόρα επειδή δεν καταδίκαζε δημοσίως τον αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α., διέσπειρε ψευδείς ειδήσεις περί δήθεν εράνων που διεξήγαν οι ομογενείς υπέρ των αγωνιζομένων Ελλήνων της Κύπρου και περί επικείμενης γενικής σφαγής που περίμενε τους Τουρκοκυπρίους στις 28 Αυγούστου 1955. Στις 24 Αυγούστου, εξάλλου, ο Α. Μεντερές προέβη σε εμπρηστικές δημόσιες δηλώσεις ενώπιον υπουργών, βουλευτών, επιχειρηματιών και δημοσιογράφων, υιοθετώντας όλα τα μυθεύματα εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως και της Κύπρου.
Στις 3 Σεπτεμβρίου η γυναίκα του Τούρκου Προξένου στην Θεσσαλονίκη κάλεσε Έλληνα φωτογράφο και του ζήτησε να φωτογραφήσει τον περίβολο του Προξενείου, το οποίο στεγάζεται δίπλα σε ένα παλιό σπίτι, στο οποίο φέρεται να γεννήθηκε ο Μουσταφά Κεμάλ. Τις φωτογραφίες τις ζήτησε ως «ενθύμιο», διότι την επομένη επρόκειτο να αναχωρήσει για την Τουρκία. Τα μεσάνυκτα της 5ης προς 6η Σεπτεμβρίου εξερράγη βόμβα στον κήπο του τουρκικού Προξενείου, η οποία προκάλεσε μικρές μόνον ζημιές σε υαλοπίνακες στην παρακείμενη «οικία του Κεμάλ». Η βόμβα, όπως εξακριβώθηκε από τις έρευνες που διεξήγαγαν οι ελληνικές αρχές και όπως απεδείχθη αργότερα στην δίκη των πρωταιτίων των γεγονότων το 1961 στην νήσο Yassιada (Πλάτη), μεταφέρθηκε από την Τουρκία από Τούρκο πράκτορα (Έλληνα υπήκοο από την Κομοτηνή) και τοποθετήθηκε από τον Τούρκο κλητήρα του Προξενείου.
Στις 4:00 το απόγευμα η τουρκική εφημερίδα İstanbul Ekspres κυκλοφόρησε σε έκτακτη έκδοση και δημοσίευσε τις φωτογραφίες της συζύγου του Τούρκου Προξένου φρικτά παραποιημένες, ώστε να δίνεται η εντύπωση ότι στο σπίτι του «πατέρα των Τούρκων» είχε σημειωθεί μια τεράστια έκρηξη από βόμβα που είχαν τοποθετήσει οι Έλληνες. Το γεγονός αυτό έδωσε το έναυσμα για την έναρξη των πρωτοφανούς αγριότητος οργανωμένων ανθελληνικών ταραχών στην Κωνσταντινούπολη, γνωστών με το όνομα «Σεπτεμβριανά του 1955».
ΤΟ ΠΟΓΚΡΟΜ
Μόλις δόθηκε το σύνθημα, ο μαινόμενος τουρκικός όχλος ξεχύθηκε στους δρόμους της Πόλης και άρχισε να λεηλατεί κάθε τι το ελληνικό. Ασφαλώς, όμως, οι «αγανακτισμένοι» Τούρκοι πολίτες δεν έδρασαν αυθόρμητα. Το σχέδιο είχε σχεδιαστεί προσεκτικότατα και με απόλυτη μυστικότητα. Είναι χαρακτηριστικό το ότι, ενώ πολλοί απλοί Τούρκοι ασφαλώς δεν ενέκριναν τα όσα διεπράχθησαν εναντίον των Ελλήνων, εν τούτοις, ουδείς Τούρκος πρόδωσε λεπτομέρειες του σχεδίου σε Ρωμιό φίλο του, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όπου γενικώς και αορίστως ανέφεραν για «κάτι άσχημο που επρόκειτο να συμβεί εκείνες τις ημέρες».
Σύμφωνα με δημοσίευμα της 12ης Αυγούστου 2008 της εφημερίδας Ραντικάλ, τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στις 6-7 Σεπτεμβρίου 1955 εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης είχαν οργανωθεί από το Γραφείο Ειδικού Πολέμου (Özel Harp Dairesi), το οποίο αποτελούσε τον μηχανισμό, που είχε στηθεί από το ΝΑΤΟ για την αποτροπή του κομμουνιστικού κινδύνου. Επιθέσεις εναντίον των Ελλήνων και των περιουσιών τους έλαβαν χώρα και στην ευρωπαϊκή και στην ασιατική πλευρά της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και στις νήσους Χάλκη και Πρίγκηπο, από Τούρκους που μεταφέρθηκαν εκεί με πλοιάρια.
Μέσα σε εννέα περίπου ώρες (διότι σε πολλά σημεία οι βανδαλισμοί συνεχίστηκαν και μετά την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου μετά τα μεσάνυκτα) καταστράφηκαν ολοσχερώς 1004 σπίτια, ενώ άλλα περίπου 2500 υπέστησαν εκτεταμένες ζημιές. Καταστράφηκαν επίσης 4348 καταστήματα, 27 φαρμακεία, 26 σχολεία, 5 πολιτιστικοί σύλλογοι, οι εγκαταστάσεις 3 εφημερίδων, 12 ξενοδοχεία, 11 κλινικές, 21 εργοστάσια, 110 ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια, 73 εκκλησίες, ενώ συλήθηκαν πάρα πολλοί τάφοι σε 2 κοιμητήρια, καθώς και οι τάφοι των πατριαρχών στην Μονή Βαλουκλή. Επίθεση δέχτηκαν και ένας μικρός αριθμός αρμενικών και εβραϊκών περιουσιών, ορισμένες αρμενικές εκκλησίες και μια εβραϊκή συναγωγή. Τουλάχιστον 30 Έλληνες σκοτώθηκαν και εκατοντάδες άλλοι κακοποιήθηκαν βάναυσα. Σε δύο περίπου χιλιάδες υπολογίζονται από τους κύκλους της ομογένειας οι βιασμοί, αν και επισήμως καταγγέλθηκαν μόνο 200.
Ο Επίσκοπος Παμφίλου Γεράσιμος και ο ηλικιωμένος μοναχός Χρύσανθος Μαντάς ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου, ενώ ο Μητροπολίτης Ηλιουπόλεως Γεννάδιος παραφρόνησε από τους ξυλοδαρμούς και ύστερα από λίγο χρόνο απεβίωσε.
Μέσα σε λίγες ώρες η ελληνική οικονομική δραστηριότητα καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς, αφού τα σπίτια και οι περιουσίες των περισσότερων Ελλήνων και τα ιδρύματα της ομογένειας λεηλατήθηκαν. Χιλιάδες Έλληνες έμειναν κυριολεκτικώς μόνο με τα ρούχα που φορούσαν, αφού στα σπίτια τους καταστράφηκαν με πρωτοφανή μανία ή εκλάπησαν τα πάντα• από οικιακά σκεύη και τρόφιμα μέχρι κρεβάτια, καναπέδες και ακριβά κοσμήματα. 8.700 περίπου άτομα έμειναν άνεργα, αφού οι επιχειρήσεις στις οποίες εργάζονταν είχαν καταστραφεί. Αν και οι πρώτες εκτιμήσεις τουρκικών και ξένων τραπεζών μιλούσαν για ζημιές της τάξης του ενός ή δύο δισεκατομμυρίων τουρκικών λιρών, τον Φεβρουάριο του 1956 η τουρκική κυβέρνηση μείωσε κατά πολύ το ποσό, υπολογίζοντας τις συνολικές ζημιές σε 69.578.744 λίρες Τουρκίας, δηλ. περίπου 25 εκατομμύρια δολάρια.
Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών υπολόγισε ότι μόνο οι ζημιές που υπέστησαν οι εκκλησίες ξεπερνούσαν τα 150 εκατομμύρια δολάρια της εποχής. Βρετανοί διπλωμάτες υπολόγισαν τις ζημιές σε περίπου 200 εκατομμύρια δολάρια, ενώ σύμφωνα με εκτίμηση της ελληνικής κυβερνήσεως οι ζημιές ανήρχοντο σε 500 εκατομμύρια δολάρια.
Από το ποσό που υπολόγισε και ενέκρινε η τουρκική κυβέρνηση κατέβαλε τελικώς ποσό μικρότερο των 10 εκατομμυρίων λιρών Τουρκίας και μάλιστα ύστερα από πολλούς μήνες, όταν η αξία της τουρκικής λίρας είχε υποτιμηθεί δραματικά. Δηλαδή, δόθηκαν αποζημιώσεις μικρότερες του 1% της αξίας των καταστροφών.
Η ΧΛΙΑΡΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ
Η αντίδραση της Ελληνικής Κυβέρνησης στα γεγονότα της 6ης – 7ης Σεπτεμβρίου 1955 υπήρξε από χλιαρή έως ανύπαρκτη. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι ο τότε πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπάγος νοσούσε βαρύτατα και ουσιαστικά η κυβέρνηση ήταν ακέφαλη. Από την άλλη, υπήρξαν έντονες συμμαχικές πιέσεις, ιδίως από τον Αμερικάνο Υπουργό Εξωτερικών Τζων Φόστερ Ντάλλες, ο οποίος κάλεσε και τις δύο πλευρές να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση και να συμφιλιωθούν.
Μετά την ανάδειξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην πρωθυπουργία στις 6 Οκτωβρίου 1955 και την αποχή της Ελλάδος από γυμνάσια του Ν.Α.Τ.Ο. στην Μεσόγειο, η Άγκυρα υποχρεώθηκε να αποδώσει μια στοιχειώδη ηθική ικανοποίηση στην Ελλάδα. Στις 24 Οκτωβρίου τίμησε σε ειδική τελετή στο στρατηγείο του Ν.Α.Τ.Ο. στην Σμύρνη την ελληνική σημαία, την οποία ύψωσε ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών.
Η ΤΥΧΗ ΤΩΝ ΠΡΩΤΑΙΤΙΩΝ ΤΟΥ ΠΟΓΚΡΟΜ
Από τα μέλη της κυβερνήσεως Μεντερές, συμμετοχή στην διοργάνωση του ανθελληνικού πογκρόμ φαίνεται να είχαν, εκτός από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, οι Μαχμούτ Τζελάλ Μπαγιάρ, Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Μεχμέτ Φουάτ Κιοπρουλού, πρώην Υπουργός Εξωτερικών, Φατίν Ρουστού Ζορλού, Υπουργός Εξωτερικών, Ναμίκ Γκεντίκ, Υπουργός Εσωτερικών, Ετχέμ Μεντερές, Υπουργός Αμύνης και Φαχρεττίν Κερίμ Γκιοκάυ, βαλής (κυβερνήτης) της Κωνσταντινουπόλεως.
Στις 27 Μαΐου 1960 ομάδα αξιωματικών υπό τον στρατηγό Τζεμάλ Γκιουρσέλ κατέλαβε την εξουσία και οδήγησε σε δίκη 592 μέλη και συνεργάτες του Δημοκρατικού Κόμματος. Πολλοί απ’ αυτούς δικάστηκαν σε περισσότερες της μιας δίκες. Μια από τις σημαντικότερες δίκες ήταν αυτή για το Πογκρόμ της 6ης – 7ης Σεπτεμβρίου 1955. Ο Γκεντίκ αυτοκτόνησε λίγο μετά την επικράτηση του πραξικοπήματος. Οι Μπαγιάρ και Ετχέμ Μεντερές δεν δικάστηκαν καθόλου για την συμμετοχή τους στην διοργάνωση του πογκρόμ, ενώ ο Κιοπρουλού αθωώθηκε. Ο Γκιοκάυ απλώς στερήθηκε των πολιτικών του δικαιωμάτων. Ένοχοι ευρέθησαν μόνον οι Μεντερές και Ζορλού, γι’ αυτό και καταδικάστηκαν σε φυλάκιση 6 ετών. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι για άλλη, πολύ πιο ασήμαντη υπόθεση, αυτή της καταχρήσεως κεφαλαίων, ο Μεντερές καταδικάστηκε σε φυλάκιση 14 ετών και 2 μηνών. Αν και οι Αντνάν Μεντερές και Ζορλού καταδικάστηκαν στην εσχάτη των ποινών και απαγχονίστηκαν στην νήσο Ιμραλί, τον Σεπτέμβριο του 1961, εκείνο που βάρυνε στην θανατική καταδίκη τους ήταν οι κατηγορίες για παραβίαση του Τουρκικού Συντάγματος. Οι Τούρκοι πρόξενοι της Θεσσαλονίκης, ο θυρωρός του Προξενείου που τοποθέτησε την βόμβα και ο φοιτητής Οκτάυ Εγκίν που μετέφερε την βόμβα στην Θεσσαλονίκη αθωώθηκαν. Ο Εγκίν αργότερα διορίστηκε Γενικός Διευθυντής Κρατικής Ασφαλείας και αργότερα Νομάρχης στην Νεάπολη (Nevşehir) της Καππαδοκίας.
Ο πρόεδρος του Σωματείου «Η Κύπρος είναι Τουρκική» Χικμέτ Μπιλ κατέθεσε στο δικαστήριο ως μάρτυρας κατηγορίας. Αργότερα απεστάλη από την τουρκική κυβέρνηση ως ακόλουθος τύπου στην Τουρκική Πρεσβεία στην Βηρυτό.

 

Ροή ειδήσεων

Advertisement