Connect with us

Πολιτισμός

«Η Συνάντηση του Κωστή Παλαμά και της Ματθίλδης Σεράο

Η «Γ» φιλοξενεί από σήμερα το μονόπρακτο θεατρικό έργο της Πατρινής φιλολόγου, Νικολέττας Κατσιδήμα Λάγιου  

Published

on

Η  «Γνώμη»  φιλοξενεί  από σήμερα σε πρώτη δημοσίευση το μονόπρακτο θεατρικό έργο της Πατρινής Νικολέττας Κατσιδήμα Λάγιου  «Η Συνάντηση», το οποίο θα δημοσιευτεί σε τρεις συνέχειες.

 

Πρόκειται για έναν διάλογο στο πλαίσιο μιας συνάντησης, η οποία ιστορικά δε συνέβη ποτέ, μεταξύ του εθνικού μας ποιητή Κωστή Παλαμά και της λογοτέχνιδας Ματθίλδης Σεράο, στο σπίτι που γεννήθηκαν κι έζησαν τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, εδώ στην Πάτρα ( Κορίνθου 241).

 

Στη σκιά του Α’ παγκοσμίου πολέμου και της ισπανικής γρίπης (1918) οι δύο ήρωες, μέσα κυρίως από μοναχικούς μονολόγους, ξεδιπλώνουν βαθιά κρυμμένες θύμησες και συναισθήματα νοσταλγίας, πόνου και συντριβής, αναζητώντας τη λύτρωση στην  επιστροφή όχι τόσο στο σπίτι των παιδικών τους αναμνήσεων, όσο στη χαμένη για πάντα αθωότητα…

 

MEΡΟΣ Α’

 

Πάτρα, 1918 Φθινόπωρο. Στο σπίτι που γεννήθηκαν η Ματθίλδη Σεράο και ο Κωστής Παλαμάς επιστρέφουν μετά από χρόνια όπου και συναντώνται τυχαία.

(Ο Παλαμάς και η Σεράο βρίσκονται στο υπνοδωμάτιο του πρώτου ορόφου της νεοκλασικής οικίας. Σούρουπο. Η επίπλωση είναι σύμφωνη με τη μόδα των αρχών του 20ου αιώνα.)

 

 

 

Παλαμάς

Ζήτησα το κλειδί για να μπω στο σπίτι μου Ματθίλδη. Σαν ξένος. Κι όμως για μένα, έξω από αυτούς τους τοίχους είναι όλα ξενιτιά. Τι φριχτή ξενιτιά! Κι η γλυκιά κατανόηση αυτών που τώρα μένουν εδώ, η όλο βιασύνη προθυμία τους ν’ αφήσουν το κλειδί στις παλιές γειτονοπούλες μου γιατί θα έλειπαν, η ζέστα της φωνής τους που πρόδιδε συγκίνηση και οίκτο, όλα αυτά μου μπήγουν πάλι το μαχαίρι της ορφάνιας στην καρδιά. Γιατί δεν είναι τόσο που γεννήθηκα εδώ, είναι που τόσο νωρίς ο θάνατος προβάρισε μέσα σε τούτο το δωμάτιο τη μαύρη ανάσα του πάνω μου. Για να ‘ρθει, χρόνια αργότερα, ο Μέγας Τάφος, τ’ απίστευτο μνήμα. Ο Άλκης μου Ματθίλδη! Το παιδί μου! Μοιρολογώ, κι είναι το μοιρολόι όμορφη και συνάμα φριχτή ελπίδα!

 

«Το στερνό το χτένισμα

 

με τα χρυσά τα χτένια

 

πάρτε απ’ τη μανούλα σας

 

μαλλάκια μεταξένια

 

μήπως και του Χάροντα

 

καθώς θα σε κοιτάξει

 

του φανείς αχάιδευτο

 

και σε παραπετάξει»[1]

 

 

 

Ο θάνατος! Αυτός έκανε το σοβά αίμα μου. Αυτός κι όχι η γέννηση, όμορφη Ματθίλδη. Ακουμπάω τις παλάμες μου στον τοίχο, ακουμπάω τις ρίζες μου, νιώθω ότι ανθίζω. Ένα μαύρο έστω λουλούδι.

 

Ζήτησα το κλειδί! Σα φτωχό, έρημο παιδάκι που ντρέπεται μήπως ενοχλήσει. Που ζητά συγγνώμη για την παρουσία του και για το ότι εκλιπαρεί. Δεν έφυγα ποτέ! Εκείνο το τελευταίο βλέμμα που έριξα πίσω, ήταν η άγκυρά μου στα θεμέλια. Σα να ‘ μεινε μέσα μου για πάντα ως η μόνη πατρίδα. Κι όταν σήκωνα τα μάτια στην ήσυχη λιμνοθάλασσα του ξεριζωμού, δεν ήταν γιατί ξεκούραζα την ορφάνια μου στα πράσινα νερά της. Η σκέψη μου ταξίδευε μακρύτερα, στην αντίπερα όχθη. Ήξερα πως εκεί κρύβεται το αληθινό μου πρόσωπο.

 

Στο μώλο, στα Ψηλαλώνια, στο Γηροκομειό. Αυτό το πρόσωπο, που το πλάσανε οι πρώτες εικόνες, οι πρώτοι ήχοι, οι πρώτες μυρωδιές. Κι έχουν μείνει μέσα μου σαν αχνές ανάσες, διάφανες αλλά ανεξίτηλες. Δεν είμαι τίποτ’ άλλο παρά όσα ρούφηξα μέχρι τα πρώτα εκείνα, λίγα χρόνια της ζωής μου που έμεινα σε τούτη την πόλη. Τα κάρα στην οδό Καλαβρύτων με τρόμαζαν, οι καμπάνες της Φραγκοκκλησιάς με ξυπνούσαν κάθε Κυριακή, τα εμπορικά στην Αγίου Νικολάου με ζάλιζαν με τις πραμάτειες τους. Το Καλοκαίρι εδώ είναι διαφορετικό· έχει στον αέρα του μεθυστικές ευωδιές από ευκάλυπτους και νυχτολούλουδα, έχει παραθεριστές στην Τσαπουρνιά και στο Ακταίο, έχει νανουρίσματα γρύλων. Κι όσο για την Άνοιξη, πρώτα στον κήπο μας την καταλάβαινα. Έσκαβα το χώμα κι έβρισκα ξαφνιασμένα σκουληκάκια και μυρμήγκια. Έκοβα κρινάκια κι η μητέρα με μάλωνε. Τσάκιζα τ’ ανθάκια της λεμονιάς και ρούφαγα αχόρταγα το λάδι τους. Ο κήπος ήταν το καταφύγιο, ο χώρος της περιπέτειας, της σκανταλιάς. Μόνο το Χειμώνα δε θέλω να θυμάμαι. Σκοτεινός, κρύος θάνατος παραμόνευε στα σπλάχνα του. Το βλέπεις αυτό το παράθυρο Ματθίλδη; Ξέφυγα απ’ την αγκαλιά της γιαγιάς Ατλάνης κι είδα κλεφτά να βγάζουν από κάτω το φέρετρο με τη μητέρα. Και λίγες μέρες μετά να την ακολουθεί κι ο πατέρας. Δεν άντεξε το χαμό της. Είδα! Χωρίς να ξέρω ακριβώς τι βλέπω, χωρίς να συνειδητοποιώ. Ένοιωθα μόνο να με περιβάλλει το απόλυτο σκοτάδι. Για μακρινό ταξίδι είπε η γιαγιά. «Να μη στεναχωριέσαι πουλί μου, θα γυρίσουν!»

 

Το βλέπεις το κεφαλόσκαλο; Εκεί καθόμουν και περίμενα. Σ’ όλη μου τη ζωή περίμενα. Αν σε γεννήσει η αναμονή είσαι καταδικασμένος στη μόνιμη δίψα, σε μια παρατεταμένη παύση. Όλα θα ξανάρχιζαν όταν θα έρχονταν. Διεκπεραίωνα στιγμές μαρκάροντάς τες με χοντρές, αδιάφορες σφραγίδες. Δεν ξέρω γιατί ήρθα σήμερα εδώ. Και τι τύχη απρόσμενη να συναντήσω εσένα.

 

Ένα καράβι έφυγε απ’ τη Νάπολη κι ένα άλλο απ’ τον Πειραιά. Και δε χρειάστηκε καμία Ιφιγένεια. Ούριοι άνεμοι, βολικοί. Με τόσες θυσίες όλα αυτά τα χρόνια έχει πληρωθεί η μοίρα και με το παραπάνω.

 

Δεν ξέρω γιατί ήρθα. Η μυρωδιά απ’ τα δεντρολίβανα ίσως. Έχετε δεντρολίβανα στη Νάπολη; Είναι κι εκεί τόσο κόκκινος ο ήλιος το ηλιοβασίλεμα; Είχες μια ανάσα περιβολιού; Εγώ που πάντα τα είχα όλα αυτά, δεν είχα τίποτα. Γιατί μόνο εδώ υπάρχει κόκκινο. Μόνο εδώ, στο περιβόλι της Αμαλίας, η γλυκιά μυρωδιά. Μόνο εδώ!

 

Ω, τι ορφάνια! Χρόνια ολόκληρα σε ξένους τοίχους, σε ξένες πόρτες, σε ξένα κεφαλόσκαλα. Κουράστηκα! Κουράστηκα να νοσταλγώ και να αντέχω. Κάθε χαρά μου ‘φερνε θλίψη γιατί τη γευόμουν μακριά απ’ τα κόκαλα των γονιών μου. Ήταν ωραίος ο ουρανός στο Μεσολόγγι· ήταν ωραία η λιμνοθάλασσα. Ήρεμη, γυμνή, με ουρανό στα σπλάχνα της. Δεν ήταν όμως εκείνη η πρώτη θάλασσα που αγνάντευα ψηλά απ’ το κάστρο.

 

Θυμάμαι πήγαινα μικρός κάθε χρονιά στο πανηγύρι τ’ Αη Συμιού, στο κάτασπρο μοναστήρι με τους βασιλικούς και τους πανσέδες. Πήγαινα με το παράπονο της μοναξιάς. Τι θρεπτική η μοναξιά Ματθίλδη! Κάνει το πνεύμα δυνατό, σμιλεύει την ψυχή. Κάθε δάκρυ δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μια σκέψη· μια σκέψη που αυτοκτονεί. Μετουσίωσα το βίαιο ξεριζωμό της τρυφερής κι άγουρης ρίζας μου από τούτη την πόλη σε σκέψη, σε στίχο, σ’ ένα σύννεφο που σκέπαζε μόνιμα τα μάτια μου με καταχνιά. Γι’ αυτό ίσως έχω μια μόνιμη δίψα για ήλιο. Δεν ήθελα να έρθω τέτοια εποχή, δεν ήθελα να ‘ναι Φθινόπωρο. Κι όμως η λαχτάρα σαν πάτησα το πόδι μου στο βουερό λιμάνι έκανε για λίγο την καταχνιά να φύγει. Ξαστέρωσε η καρδιά μου. Μέχρι που έμαθα για το θανατικό[2]. Με κυνηγάει ο μαύρος καβαλάρης. Δε θα μείνω πολύ. Ίσα ίσα για να βουλιάξω στη βεβαιότητα του οριστικού φευγιού, στη βεβαιότητα ότι τα πάντα χάθηκαν. Ίσα ίσα για να γυρίσω στην Αθήνα πιο γέρος κι ανήμπορος. Να με παρηγορεί η τρυφερή έγνοια της κόρης, το γλυκό καμάρι του άλλου μου γιου. Να με παρηγορεί το αττικό φως, το μυστικό ασκητικό κελί μου στο ψηλοτάβανο της Νεοφύτου Βάμβα που στέγασα τα αναίμακτα πάθη μου.

 

 

Σεράο

Κάτι με έσπρωχνε. Δεν ξέρω τι. Είναι λες κι η ψυχή να βγαίνει κάποια φορά απ’ τα ανήλιαγα σκοτάδια της και να απαιτεί το μερτικό της. Δεν πρόλαβα να το ζήσω τούτο το σπίτι. Κάποιες σκόρπιες διηγήσεις έχω, που όμως έγιναν μνήμες όλο σάρκα, όλο ορμή και βεβαιότητα. Μπορεί κιόλας, σ’ εκείνα τα δυο πρώτα χρόνια της ζωής μου που έμεινα εδώ, να πρόλαβαν οι εικόνες να αφήσουν το ανεξίτηλο στίγμα τους μέσα μου. Τα έζησα; Τα ονειρεύτηκα; Μου τα ‘παν, κι ήταν σαν να τα έζησα; Μου είναι δύσκολο να πω. Εγώ ξέρω ότι με κυβερνά η μνήμη! Αυτή διέσωσε μια ευωδιά λεμονανθών, μια αφράτη δαντελίτσα στο τραπέζι της σάλας που παρασύροντας την, μικρό, άτακτο παιδάκι, έσπασα το ωραίο βάζο. Ω μάλωμα της μητέρας! Γλυκό, στοργικό, γεμάτο κατανόηση για την ανάγκη της αταξίας να καταρρίψει όλα τα γυάλινα τετριμμένα. Και το φεγγάρι…! Σαν τον ασημένιο δίσκο στις γιορτάδες με το γλυκό του κουταλιού και το λικέρ πορτοκάλι.

 

Κάτι με έσπρωχνε. Κι η εξοχή της Νάπολης μύριζε λεμονανθούς. Το Βεραντόλι με τους καταπράσινους λόφους! Με τ’ άσπρα και κίτρινα, της ώχρας, σπίτια, με τα σύννεφα να ταξιδεύουν σαν σκέψεις πάνω σ’ έναν απέραντο γαλάζιο ουρανό. Έτσι ξεκίνησε νομίζω. Κι η θάλασσα εκεί ήταν πάντα τόσο οικεία. Γλυκιά, αφροντυμένη, γαλάζια. Πάντα σα να μου θύμιζε κάτι. Ίσως κι εγώ να μην έφυγα ποτέ από τούτο το σπίτι. Το κουβαλούσα μέσα μου. Όπου κι αν πήγαινα, ήταν σα να επέστρεφα εδώ. Αυτό το δωμάτιο διέπλευσε την Αδριατική στιγματίζοντας το χρόνο με το πρώτο μου κλάμα. Γιατί ο άνθρωπος είναι πρώτα απ’ όλα τόπος. Και αναβλύζει από μέσα του σε κάθε βολική ευκαιρία σαν το νερό καθάριας πηγής που λαμπυρίζει λουσμένο απ’ τις ακτίνες του ήλιου.

 

Έτσι ξεπηδά πλημμυρίζοντας το νου μου και τούτη η γωνιά! Σα να στεκόταν η μητέρα εδώ κι εγώ να ‘χα κρύψει το πρόσωπο μου στις βελούδινες πτυχώσεις της βαριάς της φούστας παίζοντας κρυφτό με τον πατέρα. Ένα απαλό άγγιγμα του υφάσματος στο μάγουλο, ένα γέλιο, και μετά κάποιος να με πετά ψηλά και να με ξαναπιάνει και να με ξαναπετά. Αυτή η αίσθηση του ύψους η γεμάτη χαρούμενο φόβο, πόσο υπέροχη, πόσο αφυπνιστική! Όπως πρέπει κάθε ύψος να είναι. Και κάτι άλλο είναι ο άνθρωπος Κωστή, είναι ύψος. Πρέπει να είναι. Όταν όλα γύρω του μικραίνουν, αυτός να υψώνεται. Αυτή είναι πραγματική ελευθερία. Όλα τ’ άλλα φυλακές. Εκείνα τα μικρά, τα ασήμαντα, που δεν σ’ αφήνουν ν’ ανέβεις σ’ ένα πλοίο χωρίς να σκέφτεσαι την αφετηρία κι όχι τον προορισμό. Ένα βλέμμα θλιμμένο, ένα δάκρυ, ένα όμορφο σύννεφο. Και τι θα πω στη δουλειά, τι θα πω στα παιδιά. Χοντρές, ύπουλες, αγαπημένες αλυσίδες! Και τώρα είμαι εδώ, αφού έσπασα τα δεσμά με μια σιωπηλή φυγή. Κι ακουμπώ αυτόν τον τοίχο που έκρυψε την ψυχή μου στοργικά. Ίσως ψάχνω κι εγώ κάτι. Αυτό που ψάχνει ο άνθρωπος πάντα. Το νόστο πίσω στο χρόνο ως ψευδαίσθηση ότι ξεφεύγει απ’ το θάνατο. Πίσω στην παιδικότητα ως ψευδαίσθηση αγνότητας. Πίσω στο χώμα ως ψευδαίσθηση του Θεού. Σε τούτο το δωμάτιο η σύλληψη, η γέννηση. Σε τούτο κι ο μισεμός. Μήπως δεν είναι κι αυτός ένας θάνατος; Η βεβαιότητα της απουσίας. Κι ήθελα να γυρίσω πίσω γιατί έπρεπε να χορτάσω την ερημιά, για να μπορέσω να την ξορκίσω, να δω επιτέλους το τέλος που εκκρεμούσε πίσω από κάθε σούρουπο της Νάπολης, που έμοιαζε τόσο μ’ εκείνο το πρώτο. Πόση μοναξιά μέχρι να γεννηθείς κι εσύ. Κι όταν εδώ, στο ίδιο αυτό δωμάτιο, έσμιξαν τα γενέθλια κλάματα μας, ήτανε σαν να ήξερε ο μέγας Χρόνος ότι θα σμίξουμε και πάλι. Ίσως να προηγήθηκε το πνεύμα. Οι στίχοι σου σα να με καλούσαν Κωστή. Τα κείμενα μου σα να εκβίαζαν την προσοχή σου. Εγώ σε κάλεσα. Και με κάλεσες κι εσύ. Δως μου το χέρι σου. Πατρίδα είναι και η σάρκα.

 

 

(Τις προσεχείς ημέρες θα δημοσιευθεί το δεύτερο και το τρίτο μέρος)

[1] «Ο Τάφος» Αθήνα 1898.

[2] Ισπανική γρίπη του 1918.

Ροή ειδήσεων

Advertisement