Connect with us

Εκκλησιαστικά

Η διαίρεση των Εκκλησιών-Το μεγάλο Σχίσμα του 1054 και τα γεγονότα του Ιουλίου

Published

on

Με τον όρο Σχίσμα εννοούμε τη διάσπαση της αδιαίρετης κατά την πρώτη χιλιετία Χριστιανικής Εκκλησίας, που συνέβη συμβατικά το 1054. Το Σχίσμα επηρεάστηκε από πολιτικούς, πολιτιστικούς και οικονομικούς παράγοντες, αλλά η βασική του αιτία δεν ήταν κοσμική, αλλά θεολογική. Οι Χριστιανοί της Ανατολής και της Δύσης διαφωνούσαν για τις Παπικές αξιώσεις και το Filioque.

Επικεφαλής των δύο Εκκλησιών ήταν τότε, ο Πάπας Λέων Θ΄ και ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μιχαήλ Κηρουλάριος, που αντάλλαξαν αμοιβαίους αναθεματισμούς τον Ιούλιο του 1054.
Το Σχίσμα, στην πραγματικότητα επισημοποίησε μια ήδη προϋπάρχουσα κατάσταση καθώς με το πέρασμα των χρόνων ο ανατολικός και ο δυτικός Χριστιανισμός διαμόρφωσαν διαφορετικές παραδόσεις, αν και εξελίχθηκαν παράλληλα, καθώς το χάσμα μεταξύ τους διευρυνόταν σε επίπεδο δογματικό, λειτουργικό και διοικητικό.

Η ΣΤΑΔΙΑΚΗ ΑΠΟΞΕΝΩΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΚΑΙ ΔΥΣΗΣ

Οι ρίζες του σχίσματος ανάγονται για ορισμένους μελετητές στο απώτατο ιστορικό παρελθόν, ακόμα και της προχριστιανικής περιόδου. Έτσι ο δογματολόγος Ιωάννης Καρμίρης λέει, πως φτάνει «[…] μέχρι της προχριστιανικής κατακτήσεως της Ελλάδος υπό των Ρωμαίων, και αυτής της ιδρύσεως των πρώτων ελληνικών αποικιών επί ιταλικού και γαλλικού εδάφους», για να προσθέσει και της «[…] εις κατά τον Δ΄ αιώνα μεταφοράν υπό του Μ. Κωνσταντίνου της πρωτευούσης του Ρωμαϊκού κράτους από της Ρώμης εις την Κωνσταντινούπολιν».

Η γεωγραφική απόσταση ήταν ένας εκ των παραγόντων της μεταξύ τους αποξένωσης. Συγκαλούνταν τοπικές σύνοδοι σε ανατολή και δύση που αγνοούνταν τόσο από τη δυτική Εκκλησία όσο και από την ανατολική. Η διαίρεση του κράτους με τις ιστορικές περιπέτειες του καθενός τμήματος συνέβαλαν στην ανάπτυξη ξεχωριστού ιστορικού βίου σε συνδυασμό με τις μεταξύ τους εθνολογικές διαφορές.

Το γλωσσικό ζήτημα παραμένει θεμελιώδες και επιδεινώνεται. Από τον 4ο αιώνα, οι Λατίνοι χριστιανοί διανοούμενοι δεν διαβάζουν πια και δεν καταλαβαίνουν τα ελληνικά. Το πολιτιστικό πλαίσιο ανάπτυξης των δύο εκκλησιαστικών παραδόσεων και, κυρίως, η επιλογή διαφορετικών λύσεων αντιμετώπισης αιρέσεων και κακοδοξιών εκ μέρους τους, συνέβαλε στη μεταξύ τους σταδιακή διαφοροποίηση. Έτσι στην Ανατολή η έμφαση δίνεται σε θέματα διατύπωσης κατά τις τριαδολογικές και χριστολογικές αιρέσεις ενώ στη Δύση έδωσε έμφαση σε θέματα πρακτικά σχετιζόμενα με τη σωτηριολογία και την ανθρωπολογία όπως η χάρη και η ελεύθερη επιλογή.

Έτσι, όταν φτάσαμε στα γεγονότα του 1054 «έλλειπαν τελείως οι προϋποθέσεις για να διατηρηθεί η ιδέα της εκκλησιαστικής οικουμενικότητας μέσα στον χριστιανικό κόσμο, που από αιώνες τώρα είχε διασπασθεί και πολιτικά και πολιτιστικά».

Η ΣΤΕΨΗ ΤΟΥ ΚΑΡΛΟΜΑΓΝΟΥ

Η στέψη του Καρλομάγνου τα Χριστούγεννα του 800 από τον Πάπα Λέοντα τον Γ΄ με τον τίτλο του αυτοκράτορα έθετε εν αμφιβόλω την οικουμενική ιδιότητα του Βυζαντινού αυτοκράτορα και ταυτόχρονα διεύρυνε το χάσμα μεταξύ ανατολής και δύσης.

Ο Πάπας έβρισκε έναν προστάτη για τη Ρωμαϊκή Εκκλησία από τους εσωτερικούς αντιπάλους στην Ιταλία και διευκόλυνε τη ρήξη με την Κωνσταντινούπολη, αποσπώντας συγχρόνως από αυτήν την εκκλησιαστική δικαιοδοσία σε Σικελία και Νότια Ιταλία, που είχε η Ρώμη που είχαν αποσπάσει οι Ίσαυροι. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας περιοριζόταν πλέον στην Ανατολή. Για τους βυζαντινούς συνιστούσε πραξικόπημα κατά της νόμιμης αυτοκρατορικής εξουσίας. Έτσι άρχιζε μια μακρά περίοδος «που θα την χαρακτήριζε το λεγόμενο πρόβλημα των δύο αυτοκρατόρων με την ανταγωνιστική αναμέτρηση των δύο αυτοκρατοριών».

ΤΑ ΣΧΙΣΜΑΤΑ ΠΡΟ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ 1054

Υπάρχουν διιστάμενες απόψεις σχετικά με την προγενέστερη κατάσταση στις σχέσεις Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας. Μια μερίδα ερευνητών ομιλεί περί επικράτησης ειρήνης, μια άλλη λέει πως το σχίσμα ήταν ήδη μια κατάσταση δεδομένη, ενώ μια τρίτη θεωρεί πως υπήρχε μια επιφανειακή ειρήνη, καθώς υφίστατο το σχίσμα όχι όμως επισημοποιημένο. Μάλλον ισχύει η άποψη του H.G. Beck που την περιγράφει ως κατάσταση, αυξανόμενης εκκλησιαστικής αυτοτέλειας ή ανεξαρτησίας.

Οι σχέσεις μεταξύ των Εκκλησιών της Ανατολής και της Δύσης δεν ήταν πάντοτε αρμονικές στους οκτώ πρώτους αιώνες. Οι θεολογικές αντιπαραθέσεις , η πολιτιστική απόσταση και οι παρεμβάσεις των αυτοκρατόρων στη ζωή της Εκκλησίας βρίσκονται στη ρίζα πολλών παρανοήσεων μεταξύ Ανατολικών και Δυτικών, και ειδικά μεταξύ των επισκόπων της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης.

Μια από αυτές επήλθε κατά την αντικανονική εκθρόνιση του Ιωάννη Χρυσοστόμου από τον θρόνο της Κωνσταντινούπολης το 404 και εξορίστηκε δυο φορές. Ο Ρώμης Ιννοκέντιος κρίνει την απόφαση άδικη, ( 407 μ.Χ) εξ ου και η πρώτη ρήξη που θα διαρκέσει έως το 417. Στο τέλος του 5ου αιώνα προκύπτει μια δεύτερη ρήξη η οποία διαρκεί όχι δέκα χρόνια όπως η προηγούμενη αλλά τριάντα πέντε : Το (484-519) ο Ακακιανό σχίσμα . Αυτό υπήρξε απότοκο της καλοπροαίρετης και επιεικούς συμπεριφοράς των αυτοκρατόρων Ζήνωνα και Αναστασίου απέναντι στους μονοφυσίτες, με στόχο να επιτύχουν συμφιλίωση των Χριστιανών της Ανατολής. Το 482 συντάχθηκε το «Ενωτικό», ένα πολύ αμφιλεγόμενο διάταγμα, το οποίο διευκολύνει την ενότητα , αλλά δέχεται ταυτόχρονη επίθεση από τους πιο πιστούς μονοφυσίτες και χαλκηδονιακούς, μεταξύ των οποίων και ο επίσκοπος Ρώμης Φήλιξ Γ’. Το 484 ο τελευταίος συγκαλεί στη Ρώμη μια σύνοδο η οποία αφορίζει τον Ακάκιο, ενώ στην Κωνσταντινούπολη ο πατριάρχης με τη σειρά του αφορίζει τον Φήλικα Γ’.

Έτσι οι δύο Εκκλησίες βρίσκονται εκ νέου χωρισμένες. Τελικά επί Ιουστίνου καταργείται το «Ενωτικόν» και ο πατριάρχης πιέζεται να υπογράψει την παπική διατύπωση και την ορθή πίστη που είχε διατηρηθεί στη Ρώμη.

Επί Μιχαήλ Γ’ Μέθυσου πραγματικός κυβερνητης του κράτους ήταν ο καίσαρ Βάρδας ο οποίος δεν είχε καλές σχέσεις με τον Ιγνάτιο Κωνσταντινουπόλεως ο οποίος συνδεόταν με την προηγούμενη αυτοκράτειρα την Θεοδώρα. Ο Ιγνάτιος διώχθηκε από το 857 και το 858 ανήλθε ο Φώτιος. Έτσι δημιουργήθηκαν δύο παρατάξεις, μία υπέρ του Φωτίου και μία υπέρ του Ιγνατίου.

Ο Πάπας Νικόλαος Α’ που επιθυμούσε να αποδείξει την οικουμενικότητα της εξουσίας του επενέβη και τάχθηκε υπέρ του Ιγνατίου κρίνοντας την εκλογή του Φωτίου αντικανονική. Σύνοδος στο Λατερανό το 863 καθαίρεσε τον Φώτιο. Η αντίδραση από τον Φώτιο ήλθε άμεσα, όταν το 866 έστειλε εγκύκλιο προς τους Πατριάρχες της Ανατολής μετά από απόφαση της ενδημούσας Συνόδου της Κωνσταντινούπολης με την οποία κατήγγειλε τις ετεροδιδασκαλίες (filioque) και τις αντικανονικές ενέργειες του Πάπα.

Το 867 συγκλήθηκε σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη με την παρουσία και του βυζαντινού αυτοκράτορα με την οποία απαγγέλθηκε καταδίκη των διδασκαλιών του Πάπα και καθαίρεση, ανάθεμα και αφορισμός του. ‘Ετσι η εκκλησιαστική διαφωνία που ξεκίνησε με το ζήτημα της νομιμότητα του Ιγνατίου ή του Φωτίου εξελίχθηκε σε δογματική διαμάχη και είχε ως αποτέλεσμα την επισημοποίηση της δογματικής διάστασης μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΟΥ 1054
Συγκροτήθηκε επιτροπή αποτελούμενη από τους καρδινάλιο Ουμβέρτο, τον Φρειδερίκο της Λωραίνης, αρχιγραμματέα του πάπα και ο Πέτρος αρχιεπίσκοπος του Αμάλφι η οποία θα μετέβαινε στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αργυρός με τον οποίο συσκέφθηκαν τους εισηγήθηκε να αποφύγουν επαφή με τον Πατριάρχη αλλά με τον Αυτοκράτορα. Η επιτροπή έφερε δύο επιστολές με αποδέκτες αντιστοίχως τον Πατριάρχη και τον Αυτοκράτορα. Με την πρώτη τον μέμφονταν για ιδιοποίηση του τίτλου οικουμενικός, ότι είχε αναμειχθεί στα εσωτερικά της λατινικής εκκλησίας, ενώ αμφέβαλε για την κανονικότητα της εκλογής του. Με την δεύτερη εξέφραζε παράπονα για την διαγωγή του πατριάρχη, απειλούσε με αντίποινα και ζητούσε την παροχή κάθε δυνατής βοήθειας προς τους παπικούς απεσταλμένους. Η αντιπροσωπεία συναντήθηκε με τον Πατριάρχη του επέδωσε την επιστολή αλλά αποχώρησε, καθώς τους υποδέχθηκε με ψυχρότητα, επειδή δεν τον χαιρέτησαν με τον προσήκοντα τρόπο. Στις 15 Απριλίου όμως ο Πάπας Λέων Θ’ πέθανε κι έτσι αυτομάτως οι εκπρόσωποί του έχαναν κάθε νομικό κύρος όπως άλλωστε προβλεπόταν από το Κανονικό Δίκαιο. Έπρεπε να εκλεγεί νέος Πάπας για να δώσει νέα εντολή. Ωστόσο η επιτροπή συνέχισε τις επαφές της αυτή τη φορά με τον αυτοκράτορα-ο οποίος ίσως και την παρότρυνε να συνεχίσει να παραμένει στην Βυζαντινή πρωτεύουσα. Όλα αυτά ενθάρρυναν την παπική αντιπροσωπέια να δημοσιεύσει τις λατινικές κατηγορίες τους σε βάρος της Ανατολικής Εκκλησίας. Σε αυτές απάντησε ο Νικήτας Στηθάτος και με τη σειρά του απάντησε ο Ουμβέρτος υβριστικά. Ο Κωνσταντίνος Θ’, ο οποίος δεν ήθελε να να διακινδυνεύσει τη συμμαχία του με τη Ρώμη, παρενέβη κατευναστικά και κάλεσε τον Στηθάτο να ανακαλέσει ζητώντας συγγνώμη. Αυτό ενθάρρυνε περισσότερο τον Ουμβέρτο να προβάλει περισσότερο τις περί filoque θέσεις του, χωρίς σε όλα αυτά να αντιδρά ο Κηρουλάριος. Τελικά το Σάββατο 16 Ιουλίου 1054 την ώρα του εσπερινού εισήλθαν στην Αγία Σοφία και άφησαν στην Αγία Τράπεζα βούλα με την οποία αφοριζόταν ο Μιχαήλ Κηρουλάριος και ο Λέωντας Αχρίδας. Καθώς αποχωρούσαν ο διάκονος του ναού έτρεξε από πίσω τους κρατώντας την παπική βούλα και ζητώντας τους να την ανακαλέσουν, εκείνοι αρνήθηκαν και εκείνος την έριξε στον δρόμο. Ο αυτοκράτορας προκειμένου να αποκλιμακώσει την ένταση εφοδίασε με δώρα τους παπικούς λεγάτους. Ο Κηρουλάριος πληροφορήθηκε το περιεχόμενο του αναθέματος και αφού την μετέφρασαν οι Πρωτοσπαθάριος Κοσμάς, Πύρρος ο Ρωμαίος και ο μοναχός Ιωάννης ο Ισπανός την κοινοποίησε στον Κωνσταντίνο Θ’ ο οποίος ζήτησε να δει το λατινικό πρωτότυπο του αφορισμού και στη συνέχεια κάλεσε την παπική αντιπροσωπεία για εξηγήσεις ενώπιον μιας συνόδου της Κωνσταντινούπολης. Εκείνη όμως αρνήθηκε να παρουσιαστεί και συνέχισαν το ταξίδι της επιστροφής.
Στις 20 Ιουλίου ο Κηρουλάριος, παρουσία αυτοκρατορικών αξιωματούχων, αναθεμάτισε τους συντάκτες του αναθέματος και στις 24 Ιουλίου έγινε το ίδιο σε μια σύνοδο 16 μητροπολιτών και 5 αρχιεπισκόπων. Οι Πατριάρχες της Ανατολής (Αλεξάνδρειας και Ιεροσολύμων) ακολούθησαν την στάση του Κηρουλάριου και διέγραψαν το όνομα του Πάπα από τα δίπτυχά τους. Ο Πέτρος Αντιοχείας, μετριοπαθής, προσεγγίστηκε από τους Λατίνους και τους Βυζαντινούς. Αν και αντιπαθούσε τους πρώτους, δεν έβρισκε κάποιο όφελος από το σχίσμα. Τελικά προσχώρησαν όλοι με το μέρος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Τόσο οι αφορισμοί των Λατίνων όσο και αυτοί των Ελλήνων στρέφονταν προσωπικά εναντίον των αξιωματούχων που είχαν φερθεί υβριστικά και όχι εναντίον των Εκκλησιών που αυτοί εκπροσωπούσαν. Το σχίσμα λοιπόν του 1054 «ήταν μια περίπτωση προσωπικού αλλολοαφορισμού δύο ιεραρχών». Παραταύτα, η απουσία της αναγραφής του Πάπα της Ρώμης στα δίπτυχα των τεσσάρων Πατριαρχείων της Ανατολής που ακολούθησε και η ανάλογη στάση των Παπών, κατέστησε τον συγκεκριμένο γεγονός την απαρχή μιας de facto διαίρεσης μεταξύ της Εκκλησίας της Ρώμης και των υπολοίπων Πατριαρχίων.

 

Οι διαφορές των δύο Εκκλησιών
Ο Μιχαήλ Κηρουλάριος σε επιστολή του προς τον Πέτρο Αντιοχείας απαριθμεί τις διαφορές που χώριζαν τις δύο Εκκλησίες:
• το Filioque
• την γενική καταναγκαστική αγαμία των κληρικών
• τη νηστεία και τήρηση του Σαββάτου
• την κατάλυση της πρώτης εβδομάδας της νηστείας της μεγάλης Τεσσαρακοστής -παραλείπει τον αναμυρισμό των βαπτισμένων και χρισμένων που τελούσαν οι Λατίνοι στη Βουλγαρία
• η χρήση των αζύμων στη Θεία Ευχαριστία
• την τέλεση του βαπτίσματος με μία κατάδυση και το γέμισμα του στόματος των βαπτιζομένων με αλάτι
• τη βρώση πνικτών και μιαρών
• την κατάλυση της νηστείας της Τετάρτης με κατανάλωση κρέατος και της Παρασκευής με κατανάλωση γαλακτοκομικών και αβγών
• την εκφώνηση κατά τη λειτουργία του Είς άγιος,είς Κύριος,Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός διά Πνεύματος αγίου
• το έθιμο των Λατίνων να ξυρίζονται και των επισκόπων να φέρουν δακτυλίδι
• επιτρέπουν σε δύο αδελφές να παντρεύονται δύο αδελφούς
• τη διαδεδομένη φήμη ότι οι Λατίνοι δεν προσκυνούν όπως πρέπει τα λείψανα των Αγίων ούτε τις εικόνες τους, ενώ άλλοι δεν τιμούν Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας.
Σημειώνεται πως ο Κηρουλάριος, θεολογικά ανεκπαίδευτος ο ίδιος, έφερε στο προσκήνιο τις λειτουργικές διαφορές γιατί ήταν εύκολα κατανοητές στο ευρύ κοινό, και όχι τις περίπλοκες και πιο σπουδαίες διαφωνίες στα δογματικά θέματα, για λόγους τακτικής. «Έτσι το σχίσμα του 11ου αιώνα ήταν σχεδόν αποκλειστικά μια διαμάχη περί των τελετουργικών συνηθειών». Παραταύτα, υπάρχει σαφής αναφορά στο ζήτημα του filioque στο σημείο που αποδοκιμάζεται η προσθήκη του “δια Πνεύματος Αγίου” σε επίμαχη λειτουργική φράση.

Παπικό πρωτείο και ο θρόνος της Κωνσταντινούπολης
Ο θεσμός του Πάπα κατά τον Μεσαίωνα ήταν το αποτέλεσμα μιας μακράς δογματικής και θεσμικής εξέλιξης. Ο μεταρρυθμισμένος παπισμός του 11ου αι χρησιμοποίησε μια από μακρού υφιστάμενη δυτική ερμηνευτική παράδοση. Σύγκρουση μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης είχε προκαλέσει και το ζήτημα της χρήσης του όρου Οικουμενικός. Ο όρος ήταν εν χρήσει ήδη από τα μέσα του 5ου αι.-ο Πατριάρχης Ακάκιος για πρώτη φορά τον χρησιμοποίησε όταν ο Πάπας Γελάσιος διεκδίκησε με απόλυτο τρόπο όχι απλώς τα πρεσβεία τιμής, αλλά και την οικουμενική δικαιοδοσία. Το θέμα επανέρχεται κάθε φορά που αμφισβητείται στην Ανατολή η θεσμοποίηση της συνήθειας του εκκλήτου στον Πάπα, συνήθεια που χρησιμοποιήθηκε για την τεκμηρίωση της διεκδίκησης παγκόσμιας εκκλησιαστικής εξουσίας για τον εκάστοτε Πάπα. Ο Γρηγόριος Α’ ο Διάλογος (590-604) δυσκολευόταν να κατανοήσει τη χρήση του όρου, στον οποίο έδινε ουσιαστικό και κατά κυριολεξία περιεχόμενο από τους Ανατολικούς, οι οποίοι υποστήριζαν πως ο τίτλος δεν εξέφραζε οικουμενικές αξιώσεις. Έτσι ο Γρηγόριος θεωρούσε πως από μια τέτοια χρήση του όρου λάνθανε «αμφισβήτηση της δικής του αποκλειστικής auctoritas universlalis, κυρίως όπως αυτή εκφραζόταν στο θέμα του εκκλήτου». Για τους Βυζαντινούς της εποχής του Φωτίου η χρήση του όρου ήταν τεκμηρίωση και εξασφάλιση εκ μέρους τους των πρεσβειών του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως μόνο πάνω στην Εκκλησία της Βυζαντινής επικράτειας στην Ανατολή. Στη Δύση, η ανόρθωση της Παποσύνης από τη γερμανική κηδεμονία είναι αποτέλεσμα και της αύξησης της σφαίρας επιρροής της με τον εκχριστιανισμό των Ούγγρων, Πολωνών και Σκανδιναβών. Αυτό όμως δεν οφειλόταν τόσο στην Παποσύνη αλλά στους Γερμανούς αυτοκράτορες. Μια τέτοια επέκταση αναπόφευκτα έδινε την τάση στη Ρωμαϊκή Εκκλησία να αναλάβει τα ηνία από τους Γερμανούς αυτοκράτορες. Το Πατριαρχείο από την άλλη πλευρά μετά τις μεγάλες κατακτήσεις του Βασίλειου Β’ και την προσάρτηση του σλαβικού κόσμου στην ορθοδοξία «[…]ήταν διαποτισμένο με τη συνείδηση της δύναμής του, γεγονός που ενίσχυε την αντιρωμαϊκή διάθεση, η οποία είχε αναζωπυρωθεί μετά της γερμανική επιρροή στη Δύση». Ήδη σε μια σύνοδο στη Ρενς το 1049, ανέθεσε ο Λέων Θ’ τη διατύπωση μιας πανηγυρικής διακήρυξης, σύμφωνα με την οποία μόνο ο επίσκοπος Ρώμης είναι αποστολικός και πρωθιεράρχης της συνολικής Εκκλησίας.

 

 

Οι συνέπειες του Σχίσματος του 1054
Το Σχίσμα του 1054 υπήρξε μεγάλη επιτυχία για τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως καθώς έτσι καθίστατο ανεξάρτητος από τον Πάπα και τη Δύση. Η εξουσία του γινόταν ακόμα μεγαλύτερη επί του Σλαβικού κόσμου και των τριών Πατριαρχείων της Ανατολής. Απέναντι στην πολιτική εξουσία και στην ενδιάθετη τάση της να διατηρεί την ενότητα της Εκκλησίας με σκοπό την οικουμενική ενότητα του Κράτους , το Σχίσμα αποτέλεσε ήττα για την αυτοκρατορική εξουσία. Έτσι το σχίσμα του 1054 αποτελεί συνέχεια του Φωτιανού Σχίσματος από την άποψη ότι «κάθε φορά που υποβαθμίζεται η κεντρική αυτοκρατορική διοίκηση και ισχυροποιείται η βυζαντινή εκκλησία […]τα πράγματα οδηγούν σε ρήξη ανάμεσε στη Ρώμη και στην Κωνσταντινούπολη». Η προσπάθεια των Βυζαντινών να ελέγξουν τις επισκοπές Απουλίας και Καλαβρίας μαρτυρούν την βαρύτητα που είχαν οι εκκλησιαστικές αρχές ως εκπρόσωποι της κρατικής εξουσίας. Η ιταλική πολιτική του αυτοκράτορα γκρεμιζόταν καθώς επιταχύνθηκε η πολιτική αποξένωση από την Ιταλία: η αντινορμανδική συμμαχία διαλύθηκε και η Αγία Έδρα στράφηκε προς τους Νορμανδούς, τους οποίους και αναγνώρισε, ενώ για τους Παπικούς απεσταλμένους και την Εκκλησία της Ρώμης τα γεγονότα της 16ης Ιουλίου συνιστούσαν ταπείνωση. Για την εικόνα της Εκκλησίας αποκαλύφθηκε πως η ίδια δεν μπορούσε να φτάσει στο ύψος των προσδοκιών που οι άλλοι απαιτούσαν από αυτήν. Οι πολιτικές συνέπειες του Σχίσματος δεν ήταν μικρότερες για την πολιτική ύπαρξη του Βυζαντίου, καθώς δυσχέραινε τις προσπάθειες οποιασδήποτε μελλοντικής συνεργασίας ανάμεσα σε Κωνσταντινούπολη και Δύση. Όπως αναφέρει ο Brehier «το σχίσμα, εμποδίζοντας τον συμβιβασμό της Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης με την Δύση, άνοιξε τον δρόμο προς την πτώση της Αυτοκρατορίας». Μια ακόμα συνέπεια του Σχίσματος ήταν ο τρόπος με τον οποίο η Δύση αντιμετώπισε την πολιτιστική κληρονομιά του Βυζαντίου, εχθρότητα που εκφράστηκε με την παραγνώριση του Βυζαντίου από την ιστορική έρευνα, με το αρνητικό επίχρισμα που έλαβε ο όρος βυζαντινός, αλλά και με την χρήση του όρου «γραικός», ήδη από τον 9ο αιώνα, με εσκεμμένως υποτιμητική διάθεση. Η απέχθεια των Δυτικών δεν άφησε ανεπηρέαστη και την βυζαντινή τέχνη και ιδιαίτερα την αγιογραφία η οποία παραμελήθηκε στη Δύση. Το σχίσμα του 1054 δεν αποτελεί την πηγή των αντιλατινικών αισθημάτων που θα λάβει βίαιες μορφές κυρίως στον βυζαντινό λαό, γιατί αυτό υπήρξε πιο πολύ υπόθεση των εκκλησιαστικών αρχών παρά του λαού. ]Σε επίπεδο πολιτικής ιστορίας το ουσιαστικό σχίσμα μεταξύ τω δύο Εκκλησιών έλαβε χώρα μετά τις βίαιες συμπεριφορές που εκδηλώθηκαν κατά την κατάληψη και λεηλασία της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους το 1204.

Η άρση των αναθεμάτων το 1965
Ο καρδινάλιος Αυγουστίνος Μπέα ήταν ο βασικός διοργανωτής από Ρωμαιοκαθολικής πλευράς της συνάντησης πατριάρχη Αθηναγόρα Α’ και Πάπα Παύλου Στ’. Η πιο σοβαρή προσπάθεια προς την κατεύθυνση της Ένωσης έλαβε χώρα το 1965. Το 1959 ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος συναντήθηκε με τον Πάπα Ιωάννη ΚΓ’ στο Βατικανό-επρόκειτο για την πρώτη επίσκεψη ορθόδοξου αρχιερέα μετά πέντε αιώνες, καθώς το 1547 ο Πάπας Παύλος Γ’ είχε δεχθεί τον Μητροπολίτη Καισαρείας Μητροφάνη, έξαρχο του Πατριάρχη Διονυσίου Β’ – προετοιμάζοντας την επίσκεψη του Νουντσίου Τέστα στον Οικουμενικό Πατριάρχη. Ο Ιωάννης ΚΓ με τη σειρά του κάλεσε τις Ορθόδοξες Εκκλησίες σε Οικουμενική Σύνοδο για τον Οκτώβριο του 1962. Ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄ συνέχισε την πολιτική διαλόγου του προκατόχου του προχωρόντας σε κινήσεις καλής θέλησης όπως, η επιστροφή της κάρας του Αγίου Ανδρέα στην Πάτρα (1964) και των λειψάνων του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα (1965). Τελικά στις 5 και 6 Ιανουαρίου 1964 συναντήθηκαν οι Παύλος και Πατριάρχης Αθηναγόρας στα Ιεροσόλυμα. Η παρουσία 2500 εκπροσώπων του τύπου «είχε ως αποτέλεσμα την προβολή της πνευματικής του διάστασης [δηλ. του Πατριαρχείου] σε μια ιδιαιτέρως κρίσιμη ιστορική περίοδο» γι’ αυτό. Ακολούθησε επίσκεψη του Μητροπολίτη Ηλιουπόλεως Μελίτωνος στο Βατικανό στις 5 Ιουλίου 1965 ο οποίος πρότεινε να κλείσουν οι εργασίες της Β’ Βατικανής Σύνοδος με την αμοιβαία άρση των αναθεμάτων και ακολούθησαν εκατέροθεν επισκέψεις. Στις 7 Δεκεμβρίου 1965 έγινε η αμοιβαία άρση των αναθεμάτων των δύο Εκκλησιών κατά το πέρας των εργασιών της Β’ Βατικανής Συνόδου. Ακολούθησε Θεία Λειτουργία προεξάρχοντος του Πάπα Πάυλου και μετά ο καρδινάλιος Αυγουστίνος Μπέα διάβασε την λατινιστί συνταγμένη παπική πράξη της άρσεως. Ο Μητροπολίτης Ηλιουπόλεως έλαβε από τον Πάπα την ποντιφική πράξη, ανταλλάσσοντας χειραψία και ασπασμό. Ο Πάπας έκανε την απόλυση στα ελληνικά. Τον Ιούλιο του 1967 ο Πάπας Παύλος Στ’ μετέβη στο Φανάρι πραγματοποιώντας επίσημη επίσκεψη και ο Αθηναγόρας ανταπέδωσε τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς μεταβαίνοντας στο Βατικανό.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ροή ειδήσεων

Advertisement