Connect with us

Άρθρα-Συνεργασίες

«Το κράξιμο του κόρακα»

Published

on

Γράφει η Νικολέττα Κατσιδήμα – Λάγιου (*)

Ήταν γείτονές μας για περίπου δέκα χρόνια. Κατάγονταν από ένα χωριό κοντά στους Αγίους Σαράντα κι ήταν από τους πρώτους που ήρθαν στην Ελλάδα για μία καλύτερη τύχη. Νοίκιασαν το παλιό, πέτρινο σπίτι στο τέλος του δρόμου, που τώρα δεν υπάρχει πια, και ρίχτηκαν στη δουλειά. Ο παππούς της οικογένειας είχε εντυπωσιαστεί που σπούδαζα τα “αρχαία”.

Με ρώταγε συχνά για το τι είχαν πει οι “παλιοί”. Είχε μεγάλη δίψα και μια κρουστή, κρυστάλλινη περηφάνια. Όταν έμαθε πως ορκίστηκα ήρθε στο σπίτι μας επίσκεψη. Φορούσε το σακάκι του κι όχι την πλεχτή ζακέτα που έβαζε τις καθημερινές. Η μάνα μου του έβγαλε γλυκό και τσίπουρο στον καλό μας τον δίσκο. Αυτόν που φύλαγε στη σερβάντα κι ήταν προικιό από τη δική της τη μάνα. Μου τον έδωσε να τον πάω εγώ. Ο παππούς κεράστηκε, ευχήθηκε καλή σταδιοδρομία και μετά μιλήσανε λίγο με τον πατέρα μου για την “κατάσταση” καθισμένοι στη βεράντα. Φεύγοντας είπε πως μου έχει ένα δώρο για το πτυχίο. Έβγαλε από το σακάκι του ένα διπλωμένο μαντήλι κι ανοίγοντάς το φάνηκε ένα παλιό ρολόι τσέπης, από αυτά που τα κρέμαγαν με αλυσιδίτσα στο γιλέκο. Αλυσίδα τώρα δεν υπήρχε. Ούτε τζάμι, ούτε δείκτες. Κι από την επιχρύσωση, ελάχιστα υπολείμματα είχαν μείνει. Ένα ρολόι που δε μέτραγε πια τον χρόνο. Μέτραγε όμως το πολύτιμο με άλλα, δικά του καράτια. Ένας Έλληνας στρατιώτης στον πόλεμο του ’40 το είχε δώσει στον πατέρα του κι ο πατέρας του το άφησε σε αυτόν. Δεν μπορούσα να το δεχτώ.. Δε σήκωνε κουβέντα. Θυμάμαι πως παίρνοντάς το στα χέρια μου, η πρώτη αίσθηση που είχα ήταν η έκπληξη για το πόσο βαρύ ήταν. Το βάρος της Ελλάδας, σκέφτηκα. Αυτής που κείται εκτός των συμφωνημένων με χίλιες δυο υποχωρήσεις κι αδικίες συνόρων, της εντός όμως πάντα των συνόρων της ψυχής.

Την ίδια Ελλάδα, με τα ίδια καράτια και το ίδιο βάρος, είδα να αναδύεται από το βιβλίο του Βαγγέλη Ζαφειράτη “Το κράξιμο του κόρακα”.

Υπάρχει μια ιερότητα κι ένα βάθος στο άρρητο όταν βρίσκει πράξεις δυνατές μέσα στην αφοπλιστική απλότητά τους για να εκφραστεί. Και σε αυτήν τη συλλογή διηγημάτων, αυτό το άρρητο είναι που πυροδοτεί τη συγκίνηση. Πρόκειται για διηγήματα εμπνευσμένα από τη ζωή των Ελλήνων στη Βόρεια Ήπειρο, διηγήματα γεμάτα ποίηση. Υπόκεινται στην ωραία μοίρα των πεζών που γράφονται από σπουδαίους ποιητές.

Λόγος γνήσιος, δωρικός. Ήσυχος και λιτός στη διατύπωση, τρικυμιώδης όμως ως προς το συναίσθημα που κυοφορεί. Με μια ωραία απόσταση από τις περιττές επεξηγήσεις. Στη γραφή τού Βαγγέλη Ζαφειράτη το γεγονός είναι ο πρωταγωνιστής. Η εσωτερική δηλαδή δράση των ηρώων συνοδευόμενη από την περιγραφή της εξωτερικής δράσης και μάλιστα με τρόπο που πάει μόλις ένα βήμα πιο πάνω από τη σιωπή. Αυτή η ευφυής λιτότητα, η προσεκτικά απαλλαγμένη από οτιδήποτε πλεονάζον, υπακούει σε μια συνειδητά επιλεγμένη από τον συγγραφέα τελολογία :την εξύψωση της ουσίας. Η αφαίρεση είναι ίσως η πιο απαιτητική πράξη όσον αφορά στη γραφή. Και σίγουρα η πιο πολύτιμη, καθώς έτσι δεν ετεροκατευθύνεται ο αναγνώστης και δεν εγκλωβίζεται σε μία και μόνη ανάγνωση. Κάτι τέτοιο εξάλλου αφαιρεί από το κείμενο τη δυνατότητα της διαχρονικότητας, καταδικάζοντάς το σε ημερομηνία λήξης. Η εκφραστική δεινότητα του Β.Ζ. δομείται από την απλότητα, τη φυσιολογική μιλιά, το κουβεντιαστό ύφος αλλά και έναν λεπτό λυρισμό, κυρίως στις περιγραφές της φύσης. Κι αποπνέει διακριτικότητα και σεβασμό απέναντι σε αυτό που αφηγείται.

Στο διήγημα “τελευταίο άκουσμα” ο γερο-Μήτρος ψυχομαχεί.. και δεν παραδίνει.. Με μια αναδρομή στο παρελθόν ο συγγραφέας περιγράφει τη βοήθεια που παρείχαν ως μικρά τσοπανόπουλα ο γερο- Μήτρος κι ο φίλος του στους Έλληνες στρατιώτες στον πόλεμο του ’40 δείχνοντάς τους τα περάσματα και τις θέσεις των Ιταλών, αναδρομή έντεχνα βγαλμένη ως κλειδί για το τέλος : “Ο Γιώργος ζύγωσε πιο πολύ στον άρρωστο. Του μιλάει :

-Μήτρο, μ’ ακούς; Ήρθαν!

-Ήρθαν;

-Ήρθαν οι Έλληνες, επιτέλους, ήρθαν. Τόσα χρόνια που τους περιμένουμε!

-Δεν τους βλέπω, σήκωσέ με λίγο.

Ο Γιώργος Μπιστόλης του σηκώνει σιγά το κεφάλι.

-Τώρα τους βλέπεις;

-Ναι, ακούω το ποδοβολητό των αλόγων, το περπάτημά τους.. ήρθαν.

Τον σηκώνει και λίγο, γυρίζει το κεφάλι του προς το παράθυρο. Ο Μήτρος Δόκνας, ψελλίζει για τελευταία φορά :

-Να, τώρα τους βλέπω… ο Ηλίας.. ήρθαν!

Τον ακούμπησε προσεκτικά στο προσκέφαλό του. Έκλεισε τα μάτια του φίλου του και βγήκε. Τόσες φορές του είχε πει : “Γιώργο, δε θα μου βγει η ψυχή αν δεν τους δω να περνούν έξω από την αυλή μου, έξω από την πόρτα του σπιτιού μου. Κι αν δεν προφτάσω να τους ειδώ, έλα πες μου εσύ”. Ο Μήτρος Δόκνας ταξίδευε με ένα αχνό φως στο πρόσωπό του. Τους άκουσε, τους είδε.”

Και στο ομότιτλο του βιβλίου διήγημα μια φλέβα αιώνια χτυπά με την αποφασιστικότητα και τη δύναμη του αίματος που ξεπηδά θυμωμένο από τη σφαγμένη ψυχή χωρίς όμως ποτέ να στερεύει. Μια φλέβα ριζωμένη πεισματικά στον χρόνο και στον τόπο: “Ήταν ένα έρημο, μικρό χωριουδάκι στην ποδιά του βουνού. Είχε δεν είχε καμιά τριανταριά πετρόχτιστες παραδοσιακές κατοικίες, ξεχασμένες στο χρόνο. Πιο πάνω, ανατολικά και βόρεια, μαυρολογούσαν τα βράχια, οι απότομες χαράδρες και οι αιωνόβιες βαλανιδιές. Ενώ πιο πάνω, προς τις κορυφές ξεκουράζονταν ήρεμα μερικά λευκά συννεφάκια…

Τη βρήκαμε να μαλώνει με τα κοράκια και να τα καταριέται :”Να φάτε το κεφάλι σας… τι φωνάζετε και κράζετε μωρέ μυριόρυμα, που δεν τραβιέστε απ’ εδώ! Τι μαντεύετε, εδώ δεν έμεινε κανένας! Τι κράζετε και κράζετε, εμείς κορακιάσαμε οι ίδιοι… Εδώ ερήμωσε ο τόπος μωρέ μυριόρυμα, μας έφαγε η λυκουνιά και τα όρνια. Ήρθατε κι εσείς τώρα! Τα έρημα, τα σκοτεινιασμένα, που δε μας αφήνουν να ησυχάσουμε. Είχα και κάτι ρίθια, μου τα πήραν ένα – ένα. Έλα τώρα να αφήσεις το σπίτι σου μόνο του με τα κοράκια και να φύγεις για την Αθήνα. Μωρέ, που εδώ θα λαλήσουν κοράκια, το ξέρω καλά εγώ , αλλά όχι όσο είμαι ζωντανή! ”

Η δυναμική της γραφής του Βαγγέλη Ζαφειράτη θα έλεγα πως συνίσταται κυρίως στην ικανότητα να καθιστά τον αναγνώστη αυτόπτη μάρτυρα, να βιώνει κάτι σαν μακελειό.. Γονιμοποιεί σιωπηλές εκρήξεις κι ενσαρκώνει την αρετή της αποτύπωσης μιας αλήθειας λογοτεχνικά επεξεργασμένης με τρόπο τέτοιο ώστε να μη μοιάζει επεξεργασμένη. Σαν φως που υπάρχει διάχυτο χωρίς ο αναγνώστης να τυφλώνεται από αυτό, σαν ήχος μελωδικός που συνοδεύει το κείμενο χωρίς να γίνεται άμεσα αντιληπτός.

(*) Αναδημοσίευση από τον λογοτεχνικό ιστότοπο  «Έννεπε Μούσα»

 

Ροή ειδήσεων

Advertisement