Connect with us

Πάτρα - Δ. Ελλάδα

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΠΑΣ «Επαρκώς κεφαλαιοποιημένες οι ελληνικές τράπεζες»

Published

on

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΔΙΟΝΥΣΗ ΖΑΚΥΝΘΙΝΟ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΓΝΩΜΗ

Η κατάρρευση δύο αμερικανικών τραπεζών, της Silicon Valley Bank και της Signature Bank, σε συνδυασμό με τον κλυδωνισμό της Credit Suisse, δημιουργεί διεθνώς ένα αρνητικό οικονομικό κλίμα.
Ο πρόεδρος του 10ου Τμήματος Β.Δ. Πελοποννήσου και Δυτικής Ελλάδος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Γιώργος Παππάς, μιλώντας στη «Γ», αναλύει τα αίτια της πτώσης τους, ωστόσο διαβεβαιώνει ότι «οι ελληνικές τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες, έχουν υψηλή κερδοφορία και έχουν μεταφέρει τα κόκκινα δάνεια σε εταιρείες διαχείρισης».
Και ως προς την αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ο πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου επισημαίνει ότι ο αντίκτυπος της θα είναι αισθητός το επόμενο έτος, καθώς όπως λέει απαιτείται συνήθως ένα διάστημα 12 έως 18 μηνών ώστε να αυξηθεί το κόστος δανεισμού για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.

Ποια είναι η άποψη σας για την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Επιτροπής να αυξήσει τα επιτόκια;

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είπε ότι η μόνη διαθέσιμη πολιτική είναι η αύξηση των επιτοκίων, διότι το κύριο αίτιο είναι ο πληθωρισμός προσφοράς, στην περίπτωση της ευρωζώνης. Επομένως, το μόνο διαθέσιμο μέσο που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά είναι ο μηχανισμός του επιτοκίου, προκειμένου να συρρικνωθεί η ποσότητα του χρήματος που είναι στην αγορά, η οποία προήλθε από την χαλαρότητα των προηγούμενων ετών για την αντιμετώπιση της πανδημίας.

Και ποιες θα είναι οι επιπτώσεις που θα προκύψουν από την αύξηση των επιτοκίων;

Τα οικονομικά μεγέθη του 2023 δεν θα αλλάξουν, δεν θα αυξηθεί το συνολικό έλλειμμα. Άρα, το οικονομικό σκηνικό για το 2023 είναι προδιαγεγραμμένο. Οι επιπτώσεις θα είναι περισσότερες το 2024 και λιγότερο στο 2023, διότι εκεί θα αρχίσουν να φαίνονται οι συνέπειες από την φετινή περίοδο. Μεγάλο μέρος του αντίκτυπου θα γίνει αισθητό το επόμενο έτος, επειδή η αύξηση των επιτοκίων απαιτεί συνήθως 12 έως 18 μήνες για να μεταφραστεί σε υψηλότερο κόστος δανεισμού για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.

Όμως, ποιο είναι το ουδέτερο επιτόκιο που δεν επηρεάζει ούτε θετικά ούτε αρνητικά την οικονομία;

Υπάρχει μια διαφορετική προσέγγιση ως προς το ύψος του επιτοκίου. Οι θιασώτες της επιθετικής αύξησης των επιτοκίων θεωρούν ότι το ουδέτερο επιτόκιο είναι υψηλό, επομένως οποιαδήποτε αύξηση θα είναι πάνω από αυτό το επιτόκιο και άρα το τελικό επιτόκιο θα είναι υψηλό. Τα δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο επιβαρύνουν τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά που έχουν χρηματοδοτήσεις με αυτά τα ύψη επιτοκίων.
Αυτό οδήγησε την Silicon Valley Bank στο συγκεκριμένο τεράστιο πρόβλημα, που προκάλεσε την παρέμβαση των αμερικάνικων αρχών για την εγγύηση πρόσβασης των τραπεζικών καταθέσεων, ώστε οι καταθέτες να λάβουν τα χρήματά τους και να ανοίξει μηχανισμός χρηματοδότησης των υπολοίπων τραπεζών (όπως είναι ο ELA στην Ευρώπη), προκειμένου οι τράπεζες να μπορούν για έναν χρόνο να δανείζονται με ενέχυρο τίτλους που έχουν στα χέρια τους.
Η μεγάλη διαφορά είναι ότι τα ενέχυρα αυτά γίνονται δεκτά στην ονομαστική τους αξία, και όχι στην τιμή της αγοράς. Δίνεται έτσι η δυνατότητα στις τράπεζες για ένα εύλογο χρονικό διάστημα να έχουν πρόσβαση στην ρευστότητα.
Επομένως, εκτιμάται ότι με βάση αυτές τις χρηματοπιστωτικές πολιτικές θα αποτραπεί η επέκταση των χρεωκοπιών των μεγάλων τραπεζών, καθώς αν αυτό συνέβαινε θα μπορούσε να επηρεάσει και τις ευρωπαϊκές τράπεζες.

Κατά πόσο, λοιπόν, μπορεί να επηρεάσει η κατάρρευση των δυο αμερικανικών τραπεζών το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα;

Οι δυο αυτές τις τράπεζες είναι σημαντικές, αλλά όχι με μεγάλη συνδεσιμότητα στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Το πρόβλημα θα ήταν η κρίση αυτή να φύγει από αυτές τις δύο τράπεζες και να μετακυλισθεί στις μεγαλύτερες τράπεζες των ΗΠΑ, οι οποίες έχουν συνδεσιμότητα και συναλλαγές με το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Υπό αυτήν την έννοια, θα επηρεαζόταν το ευρωπαϊκό και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Τότε, όσες διαβεβαιώσεις και να υπήρχαν θα έπρεπε να ήμασταν προσεκτικοί, όχι όπως το 2008 που δεν λήφθηκαν τα κατάλληλα μέτρα.

Πάντως, πρόκειται για δύο ξεχωριστές περιπτώσεις, αν και είναι αξιοσημείωτη σύμπτωση ότι κατέρρευσαν ταυτόχρονα…

Η Silicon Valley Bank ήταν μια τράπεζα στον τεχνολογικό τομέα που συγκέντρωνε κεφάλαια από start up και τα έδινε σε άλλες start up. Επομένως, επειδή κατευθύνθηκε σε έναν και μοναδικό τομέα, δεν είχε διασπορά κινδύνου. Τα στοιχεία του ενεργητικού της ήταν μακροπρόθεσμα ομόλογα και δεν είχε την απαραίτητη ρευστότητα. Κι αυτό διότι η ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού της δεν ήταν καλή και αυτό θα δημιουργούσε πρόβλημα σε περίπτωση που υπήρχε μαζική προσέλευση για την ανάληψη των καταθέσεων, γεγονός που είχε επισημάνει χρηματοπιστωτικός οίκος αξιολόγησης σχετικά με τον κίνδυνο ρευστότητας. Υπάρχει θέμα με τους διοικούντες της τράπεζας, κάτι το οποίο επέκρινε ο Μπάιντεν, διότι δεν εφαρμόστηκαν ορθές λειτουργίες εταιρικής διακυβέρνησης.
Από την άλλη, το πρόβλημα της Signature Bank οφείλεται κατά ένα μέρος και σε κάποιας μορφής επενδύσεις, όπως τα κρυπτονομίσματα όπου έχουν ευμετάβλητες τιμές. Αν υπάρχουν υπερβολικά μεγάλες επενδύσεις σε αξίες που χάνουν την αξία τους, τότε υπάρχει πρόβλημα.
Σημειώστε ότι την περίοδο της διακυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ απελευθερώθηκε η αγορά των τραπεζών και απορρυθμίστηκε το θεσμικό πλαίσιο. Δηλαδή, υπήρξε μια ελάφρυνση του ρυθμιστικού πλαισίου των τραπεζών.

Και ποια είναι η κατάσταση που διαμορφώνεται τώρα;

Δεν είμαστε σε χρηματοοικονομική σταθερότητα λόγω της αύξησης των επιτοκίων. Σε έναν βαθμό χρειάζεται η αύξηση των επιτοκίων, αλλά όχι συνέχεια. Η συγκεκριμένη κρίση θέτει περιορισμούς στην αύξηση των επιτοκίων. Ο πληθωρισμός δεν πέφτει εύκολα, επομένως το θέμα των επιτοκίων πρέπει να επανεξεταστεί διότι δεν φαίνεται ότι θα επιλύσει άμεσα το θέμα του πληθωρισμού, λόγω των αυξημένων τιμών.
Δεν πρέπει να δημιουργηθεί πληθωρισμός ζήτησης, λόγω της αυξήσεων των μισθών που θα μετακυλισθούν στις τιμές των προϊόντων, ώστε να μην απορροφηθεί το κόστος από τις επιχειρήσεις.

Κατά πόσο οι ελληνικές τράπεζες είναι θωρακισμένες;

Οι ελληνικές τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες, έχουν υψηλή κερδοφορία και έχουν μεταφέρει τα κόκκινα δάνεια σε εταιρείες διαχείρισης. Επομένως, οι δείκτες των ελληνικών τραπεζών είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση από την κατάσταση που βρίσκεται η Credit Suisse. Παρόλα αυτά, η διάσωση της ελβετικής τράπεζας αποτελεί μια σημαντική παρέμβαση.

ΕΝΘΕΤΟ
Πόσο θα επιβαρυνθούν οι δανειολήπτες
Από τη μία πλευρά, θα κινηθεί σε υψηλότερα επίπεδα το κόστος δανεισμού για την πλειονότητα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, αλλά από την άλλη θα ενισχυθούν οι αποδόσεις στους λογαριασμούς προθεσμίας, προς όφελος όσων διατηρούν σήμερα ρευστότητα.
Ανεξάρτητα όμως από τι θα γίνει στη συνέχεια, η διαμόρφωση των ευρω-επιτοκίων στα υψηλότερα επίπεδα από το 2008, αναπόφευκτα θα επηρεάσει την επιτοκιακή πολιτική των ελληνικών τραπεζών.
Αναλυτικότερα:
–Υφιστάμενα δάνεια σταθερού επιτοκίου: Δεν αλλάζει τίποτε στις δόσεις των χορηγήσεων με σταθερό επιτόκιο, για όσο διάρκεια αυτό βρίσκεται σε ισχύ.
–Υφιστάμενες χορηγήσεις κυμαινόμενου επιτοκίου: Οι δανειολήπτες της κατηγορίας θα επιβαρυνθούν για μία ακόμη φορά από τον περασμένο Σεπτέμβριο με υψηλότερες δόσεις.
Εάν το δάνειό τους είναι συνδεδεμένο με το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ η αναπροσαρμογή του τελικού επιτοκίου, με βάση το οποίο υπολογίζονται οι μηνιαίες καταβολές τους θα είναι άμεση, διαμορφούμενη στις 50 μονάδες βάσης.
Από την άλλη, στις συμβάσεις με κόστος συνδεδεμένο με τους δείκτες euribor, η άνοδος του επιτοκίου θα είναι σταδιακή. Με βάση την προηγούμενη εμπειρία, χρειάζεται περίπου ένας μήνας για να φτάσει ο 3μηνος δείκτης euribor στα επίπεδα του επιτοκίου της ΕΚΤ.
Η επιβάρυνση πάντως σε σύγκριση με τα χαμηλά της περυσινής χρονιάς είναι σημαντική. Για παράδειγμα, στα στεγαστικά δάνεια, όπου με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος το μέσο spread διαμορφώνεται σε 2%, η τελευταία άνοδος των ευρωπαϊκών επιτοκίων θα οδηγήσει το τελικό ετησιοποιημένο κόστος στη ζώνη του 5,50%.
Έτσι, η μηνιαία καταβολή ανά 100.000 ευρώ στεγαστικού δανείου 15ετούς διάρκειας από τα 650 ευρώ τον Ιούλιο του 2022, έχει ήδη αναρριχηθεί στα 790 ευρώ και μετά την τελευταία κίνηση της ΕΚΤ θα φτάσει τα 820 ευρώ περίπου το επόμενο δίμηνο.
Πρόκειται για μία αύξηση της τάξης του 26%, που σε ετήσια βάση ισοδυναμεί με ένα ποσό άνω των 2.000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε 3 παλαιές μηνιαίες δόσεις.
–Νέες χρηματοδοτήσεις: Στον βαθμό που το επιτρέψουν οι συνθήκες στις αγορές, οι τράπεζες θα περιορίσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τις αυξήσεις στα επιτόκια των νέων χορηγήσεων. Δείγματα γραφής προς αυτή την κατεύθυνση δόθηκαν τους προηγούμενους μήνες.

Παρά την ενίσχυση των διατραπεζικών δεικτών euribor, τα πιστωτικά ιδρύματα δεν προχώρησαν σε αυξήσεις των σταθερών επιτοκίων, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις κούρεψαν τα spreads στα κυμαινόμενα προγράμματα, απορροφώντας μέρος των πιέσεων.
–Καταθέσεις: Στα προϊόντα ανοιχτής ζήτησης δεν αναμένονται μεταβολές στην επιτοκιακή πολιτική των τραπεζών.

Ροή ειδήσεων

Advertisement