Connect with us

Πολιτισμός

«Επιβίωση» αλά… γκρέκο

Published

on

Η κοινωνική ανθρωπολόγος, Χριστίνα Πετροπούλου έρχεται σήμερα στην Πάτρα για να μας «συστήσει» «Τα εγγόνια του Ομήρου»

Τον αδιάψευστο μάρτυρα ενός πανάρχαιου πολιτισμού «ανακάλυψε» στα ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας, η κοινωνική ανθρωπολόγος, διδάσκουσα στο Πάντειο, Χριστίνα Πετροπούλου, μετά από μία πολύχρονη έρευνα που μετατράπηκε σε εμπειρία ζωής. Η κα Πετροπούλου έρχεται σήμερα στην Πάτρα για να μας «συστήσει» «Τα εγγόνια του Ομήρου», ανθρώπους που «σημάδεψαν» και τη δική της διαδρομή, ανθρώπους και σύμβολα ενός αναμφισβήτητου ελληνικού παρελθόντος.

Η συγγραφέας μίλησε στη «Γ» για το πώς η «γλώσσα» αποκαλύπτει την ταυτότητα και τη ζωή των ανθρώπων της «Ελληνικής Καλαβρίας» και πώς σήμερα έχει μετατραπεί σε πόρο και δείκτη τοπικής αειφόρου ανάπτυξης, την ώρα που και τα ελληνόφωνα χωριά της Νότιας Ιταλίας δίνουν τη «μάχη» της επιβίωσης, ενάντια στην ερημοποίηση.

ΣΗΜΕΡΑ Η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Το βιβλίο θα παρουσιαστεί σήμερα στις 19:30, στον χώρο πολιτιστικών εκδηλώσεων «Διδάχειος Σάλα Πολιτισμού», οδός Βύρωνος 13. Για το βιβλίο θα μιλήσουν: Χιόνα Οικονομάκη, φιλόλογος, Παναγιώτης Χαλούλος, φιλόλογος και η συγγραφέας του βιβλίου Χριστίνα Πετροπούλου, η οποία θα συνομιλήσει με το κοινό, αν τεθούν ερωτήσεις. Η εκδήλωση γίνεται με την υποστήριξη του Συνδέσμου Φιλολόγων Πατρών.

ΕΡ.: Είναι συναρπαστικό πώς η γλώσσα «μιλά» και αποκαλύπτει την ταυτότητα και τη ζωή των ανθρώπων της «Ελληνικής Καλαβρίας». Πόσο δύσκολο ήταν να ανασύρετε τις μνήμες κατά την επιτόπια έρευνά σας;

 

Σίγουρα δεν ήταν εύκολο. Το να βρίσκεσαι σ’ ένα χωριό, που τότε δεν το γνώριζαν σχεδόν ούτε οι …γείτονές του, θέλοντας να μάθεις όχι μόνο για το παρόν, αλλά και για το παρελθόν μιας ολόκληρης κοινωνίας μέσα από τις ιστορίες ζωής των ανθρώπων της, δεν είναι και ό,τι πιο εύκολο. Βέβαια, η δυσκολία βρισκόταν αλλού: στο να πεισθεί ο κόσμος ότι ο λόγος παρουσίας μου στο χωριό ήταν καθαρά ερευνητικός χωρίς να υποκρύπτεται κάτι άλλο «σκοτεινό» και «μυστηριώδες». Χρειάστηκε χρόνος για να ξεπεραστεί όλο αυτό. Ξεκίνησα την έρευνα το καλοκαίρι του 1984 και οι δυσκολίες, με την έννοια της δυσπιστίας του κόσμου, ξεπεράστηκαν μετά από δύο χρόνια. Παρά την πολύ καλή προετοιμασία μου για τις δυσκολίες της επιτόπιας έρευνας, χάρη στον εξαίρετο καθηγητή μου Αντονίνο Κολαγιάννι, έφτασα στο σημείο, κάποια στιγμή, να μη θέλω ούτε να ακούω τη λέξη «Καλαβρία». Φεύγοντας από το Γκαλλιτσιανό τον Μάιο του 1985, νόμιζα ότι δεν θα ξαναγυρνούσα, εξαιτίας αυτής ακριβώς της δυσπιστίας (γράφω και στο βιβλίο για τη διαδικασία προσαρμογής μου στην τοπική κοινωνία). Όμως, στο μεταξύ συνέβη ένα συγκλονιστικό γεγονός: ο φονικός σεισμός στις 13 Σεπτεμβρίου 1986 στην Καλαμάτα, όπου διέμεναν οι γονείς μου και βρισκόμουν και εγώ εκεί. Κάποια στιγμή, τις επόμενες μέρες, όταν μπορέσαμε να ξαναμπούμε για λίγο στο σπίτι μας, χτύπησε το τηλέφωνο. Στην άλλη άκρη βρίσκονταν άνθρωποι από το Γκαλλιτσιανό, που ρωτούσαν με πραγματικό ενδιαφέρον αν ήμασταν καλά εγώ και οι δικοί μου. Η συγκίνησή μου ήταν τόσο έντονη, που ξαφνικά ξέχασα κάθε δυσκολία (θα γυρνούσα ούτως ή άλλως, απλά δεν ένιωθα ακόμα έτοιμη). Μετά από δυο περίπου εβδομάδες, βρισκόμουν ξανά στην Καλαβρία. Οι άνθρωποι με υποδέχτηκαν όπως έκαναν οι γονείς μου κάθε φορά που επέστρεφα από κάπου. Δεν θα ξεχάσω τα όσα μου προσέφεραν με όλη τους την καρδιά: κάστανα, μανιτάρια, σαλάμια, κρασί, τυρί, σύκα, λιαστές ντομάτες, μελιτζάνες τουρσί. Είναι στιγμές που δεν ξεχνιούνται, γιατί βγαίνουν μέσα από την ψυχή των ανθρώπων. Στο εξής, έως και σήμερα, είναι σαν να πηγαίνω στο σπίτι μου.

ΕΡ.: Μοιραστείτε μαζί μας κάποια από τις έντονες στιγμές που βιώσατε στο Γκαλλιτσιανό που σας «ακολουθεί».

Ήδη σας περιέγραψα μια από αυτές, αν και είναι πάρα πολλές. Όμως, η απάντηση σε αυτή την πολύ εύστοχη ερώτηση που μου κάνετε – και σας ευχαριστώ γι’ αυτό– είναι ότι όλη η εμπειρία της επιτόπιας έρευνας με ακολουθεί, ειλικρινά, σε όλη μου τη ζωή. Καθόρισε τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα και τους ανθρώπους, με έκανε να καταλάβω καλύτερα τον κόσμο και τον εαυτό μου, να προσπαθώ να κατανοήσω τον άλλον πριν αρχίσω να τον «πυροβολώ» (συνηθέστατη τακτική στα καθ’ ημάς), με λίγα λόγια να γίνω καλύτερος άνθρωπος: πιο ανεκτικός, πιο συγκαταβατικός, πιο διαλλακτικός. Θα είμαι για πάντα ευγνώμων στους ανθρώπους του – ξεχασμένου τότε από θεούς και ανθρώπους – Γκαλλιτσιανού, που με την αγάπη τους, τη μεγαλοψυχία τους, την ταπεινότητα και την απέραντη καλοσύνη τους με δίδαξαν τι έχει πραγματική αξία στη ζωή.

ΕΡ.: Η γλώσσα αυτή μπορεί να «επιβιώσει» με δεδομένο ότι οι νέες γενιές αποφεύγουν πια να την χρησιμοποιούν;

Το θέμα «επιβίωσης» της γλώσσας είναι πολύ σύνθετο. Οι νέες γενιές σήμερα δεν αποφεύγουν να τη μιλούν, το αντίθετο θα έλεγα. Παλιά, κυρίως οι νέοι, ντρέπονταν και απέφευγαν να την μιλούν, γιατί λειτουργούσε ως δείκτης κοινωνικής κατωτερότητας. Σήμερα αποτελεί δείκτη υπερηφάνειας και βασικό στοιχείο της τοπικής πολιτισμικής ταυτότητας. Βέβαια, όπως η κάθε γλώσσα, ακολουθεί την πορεία των ανθρώπων της, των ομιλητών της. Οι σημερινές συνθήκες όμως δεν είναι και τόσο ευοίωνες για τη γλώσσα, αφού τα χωριά έχουν ουσιαστικά εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους τους, οι οποίοι αναζητούν αλλού ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά τους. Είναι αυτό που έχει παρατηρηθεί σε πολλά ορεινά χωριά στην Ελλάδα και αλλού. Το θέμα είναι καθαρά πολιτικό. Όταν στερείς έναν τόπο από ένα δημοτικό σχολείο και άλλες στοιχειώδεις υπηρεσίες, φυσικό είναι οι άνθρωποι να αναζητούν αλλού την ικανοποίηση των σημαντικών αυτών αναγκών. Κατά τ’ άλλα, «φταίνε» οι άνθρωποι που φεύγουν από τα χωριά!… Γεγονός όμως είναι ότι η γλώσσα μιλιέται ακόμη από τους ελάχιστους εναπομείναντες κατοίκους, που δεν είναι υποχρεωτικά μόνο μεγάλης ηλικίας. Ακόμη πιο ζωντανή παραμένει στη μουσική, στα τραγούδια, στην ποίηση, αλλά και σε διάφορες ομάδες στον Παγκόσμιο Ιστό, που με χαρά και συγκίνηση επικοινωνούν σε αυτή τη γλώσσα.

ΕΡ.: Διαπιστώσατε κοινά στοιχεία μεταξύ των κατοίκων του χωριού Γκαλλιτσιανό και των κατοίκων της Ελλάδας;

Πάρα πολλά. Οι αγροτο-κτηνοτροφικές κοινωνίες έχουν πολλά κοινά σημεία, γιατί ο τρόπος ζωής δεν διαφοροποιείται ιδιαίτερα. Ακόμη και από τις ονομασίες διαφόρων περιοχών αναδύονται πολλές ομοιότητες: Φτέρη, Δέντρα, Αγραπιδιά, Αγριελιά, Αγριοσυκιά, Αγκάθι, Αλώνι του Ρήγα, Αμπελάκι, Καλαμάκι, Καταλύματα, Μαντρί, Πηγάδι, Πρεσβυτέρια, Χάραινα κ.ά. Κοινές είναι και οι δυσκολίες και αντιξοότητες. Ο γεωγραφικός παράγοντας, η απομόνωση, η κρατική ολιγωρία, η κατάργηση των δημοτικών σχολείων, η μετανάστευση (εσωτερική και εξωτερική) αποτελούν κοινές εμπειρίες των ελληνόφωνων χωριών και των δικών μας ορεινών. Βεβαίως, υπάρχουν και πολλές διαφορές, κυρίως όσον αφορά θέματα νοοτροπίας των ανθρώπων, το οποίο έχει σχέση με τα ευρύτερα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά συμφραζόμενα. Το γεγονός ότι στην ευρύτερη περιοχή δρα η τοπική Μαφία, με το όνομα ‘ndràngheta (από την ελληνική λέξη ανδραγαθία), η πιο ισχυρή σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο, δεν μπορεί να αφήνει ανεπηρέαστη τη συμπεριφορά των ανθρώπων, που χαρακτηρίζεται από έντονη εσωστρέφεια και επιφυλακτικότητα. Η μακρά περίοδος δυσπιστίας απέναντί μου, στην οποία αναφέρθηκα στην πρώτη ερώτηση, έχει σχέση και με αυτή την ιδιαίτερη και πραγματικά δύσκολη πραγματικότητα, εννοώ σε επίπεδο νοοτροπίας.

ΕΡ.: Επισκέπτεστε συχνά την περιοχή. Από τότε που κάνατε την έρευνά σας στο Γκαλλιτσιανό μέχρι σήμερα τι έχει αλλάξει;

Οι αλλαγές είναι καταιγιστικές, με πιο σοβαρές τη μείωση του πληθυσμού και την εγκατάλειψη του χωριού, καθώς και την έντονη τουριστικοποίηση – με βασικό σημείο αναφοράς τη γλώσσα (γκρέκο/γκρεκάνικο). Η μετατροπή της γλώσσας σε οικονομικό πόρο και δείκτη τοπικής αειφόρου ανάπτυξης αποτελεί πλέον μία πραγματικότητα. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η γλώσσα λειτουργεί και ως «διασώστρια» της οικονομίας όλης σχεδόν της Επαρχίας του Ρηγίου της Καλαβρίας: «γκρεκάνικα» προϊόντα, «γκρεκάνικος» αγροτουρισμός, «γκρεκάνικα» φεστιβάλ μουσικής και πολλές άλλες «γκρεκάνικες» δράσεις αναπτύσσονται ακόμη και εκεί που δεν υπάρχει ούτε ένας ελληνόφωνος ομιλητής. Το φαινόμενο δεν είναι πρωτόγνωρο ούτε μοναδικό. Χαρακτηρίζει πολλές περιοχές με παρουσία γλωσσικών μειονοτήτων στην Ιταλία και αλλού. Όλα αυτά, βεβαίως, δεν μειώνουν την αξία και σημασία της γλώσσας, αφού αποτελεί το συμβολικό κεφάλαιο μεγάλου μέρους του ελληνόφωνου κόσμου, έστω και διασκορπισμένου σε διάφορα σημεία της Ιταλίας και σε τόπους μετανάστευσης (κυρίως στην Ελβετία).

 

Ροή ειδήσεων

Advertisement